Η καλαίσθητη εκδοτικά συλλογή διηγημάτων, Η Ανάσα των δίπλα (Το Ροδακιό 2022) αποτελεί την τρίτη πεζογραφική και τη δεύτερη αμιγώς διηγηματική κατάθεση του Αντώνη Γεωργίου (προηγήθηκαν επίσης δύο ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και επτά θεατρικά έργα). Στην ανά χείρας συλλογή, η οποία αποτελείται από 17 διηγήματα, ο Γεωργίου επιχειρεί να εμβαθύνει και να επεκτείνει θεματικά τον περίκλειστο αφηγηματικό κύκλο του ιδιωτικού πλέγματος και να εστιάσει στο σύγχρονο, αλλά και διαχρονικό ανθρώπινο δράμα της έλλειψης επικοινωνίας, της μοναξιάς και της υφέρπουσας φθοράς στις πόλεις. Πιο συγκεκριμένα, ο οξύς ψυχογραφικός πυρήνας του βιβλίου, η συνεχής διαπλοκή ονείρου-μνήμης και πραγματικότητας, η παρουσία των αρχετύπων και οι πολλαπλές αναδυόμενες σημασίες και, τέλος, ο γοητευτικός συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας στην αφήγηση μαζί με μια γόνιμη ροπή στο απροσδόκητο, συγκροτούν, κατά την άποψή μου, ένα δυναμικό αφηγηματικό δίκτυο, που ασκεί αβίαστη γοητεία.
Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο ο ψευδαισθητικά κλειστός, προστατευμένος, ιδιωτικός και απρόσωπος χώρος της οικίας-διαμερίσματος-πόλης δεν βιώνεται και ούτε προβάλλεται πάντα ως χώρος προστασίας και ασφάλειας, αλλά αντίθετα ως χώρος ανοικτός, εχθρικός και ανοχύρωτος που εγκυμονεί θανάσιμες παγίδες και τραύματα για τους κατοίκους του. Η πιο πάνω αναγωγή, ωστόσο, δεν πραγματεύεται ψυχρά ή αφηγηματικά μονοδιάστατα τα πολλαπλά προβλήματα που προκύπτουν είτε από τη βίαιη προσφυγοποίηση του 1974 είτε από τη μαζική αστικοποίηση και τη συσσώρευση του αγροτικού πληθυσμού κυρίως στα αστικά κέντρα είτε τέλος από τη δεσπόζουσα ακόμη οικονομική κρίση. Αντίθετα, αποκαλύπτει, κατά την άποψή μου, με ευφυΐα, ευαισθησία και αφηγηματική μαστοριά από τη μια τα προβλήματα που δημιουργεί το άστυ στα ετερόκλητα πλήθη που συμμαζεύονται μαζικά και την κατοικούν, αλλά και αντίστροφα τα προβλήματα που τα πλήθη αυτά συσσωρεύουν γεωμετρικά κατοικώντας στην πόλη.
Ο Αντώνης Γεωργίου, ωστόσο, δεν επιχειρεί στο ανά χείρας βιβλίο ούτε να αποτυπώσει λεπτομερώς την πολυχρωμία της Λεμεσού ή και άλλων αστικών κέντρων ούτε να χαρτογραφήσει επαρκώς το πρόσωπό τους. Παρά τη λειτουργική ενύφανση υπαρκτών τοπωνυμιών στον αφηγηματικό ιστό, η πόλη δεν αποκτά προσωπικότητα μέσα από εκτενείς περιγραφές δρόμων, πλατειών και κτιρίων, αλλά μέσα από τη δράση, τον εσωτερικό κόσμο και την ταυτότητα των κατοίκων της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, παρά το γεγονός ότι στα διηγήματα διατηρείται η πλοκή και έχουμε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, η αφηγηματική εξέλιξη δεν βασίζεται τόσο στην εξωτερική δράση όσο στην εσωτερική. Γενικά οι εναλλαγές που συντελούνται είναι εναλλαγές παρατηρήσεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων, εμπειριών, στοχασμών και σε πολλές περιπτώσεις αυτοαναφορικών σχολίων. Πάντα όμως σε πλήρη αρμονία με ό,τι συμβαίνει ως εξωτερικό γεγονός. Με αυτό τον τρόπο, η πόλη ως κατεξοχήν λογοτεχνικός τόπος δεν καταπίνει αφηγηματικά τα πρόσωπα μετατοπίζοντάς τα σε δεύτερο πλάνο. Αντίθετα, τα διηγήματα καταγράφουν και αποκρυπτογραφούν με κέντρο τον άνθρωπο θεμελιώδεις κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς (σεξουαλικές συμπεριφορές, οικογενειακές σχέσεις, αντιμετώπιση ασθένειας και θανάτου, σχέσεις των δύο φύλων κ.ά.) και αποκαλύπτουν εντέλει ένα αντιφατικό άστυ. Συμπλεγματικό, αρρωστημένο και υπανάπτυκτο από τη μια, ευαίσθητο και ανθρώπινο από την άλλη. Οι διαφορετικές τονικότητες προκύπτουν φυσικά από την αυξομείωση της απόστασης που χωρίζει κάθε φορά τον παρατηρητή από το αντικείμενο της περιγραφής του.
Εστιάζοντας τώρα στις αφηγηματικές τεχνικές της συλλογής παρατηρούμε τη σοφή επιλογή, αλλά και εναλλαγή (τριτοπρόσωπης αφήγησης-ετεροδιηγητικού, παντογνώστη αφηγητή και πολυεστίασης) που δημιουργούν μια κινητικότητα στην ενιαία θεματική της συλλογής. Η σύντομη αντικειμενική αφήγηση, η καθαρότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων και των επεισοδίων, η λεπτή ειρωνεία και το έξυπνο χιούμορ, η πειστικότητα και η αντικειμενικότητα στην περιγραφή και στη χρήση του διαλόγου, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερες ερμηνευτικές παρεμβάσεις, η ποιητική χρήση της γλώσσας, αλλά και της κυπριακής διαλέκτου και τέλος οι σύντομοι, αλλά πυκνοί διάλογοι, δικαιώνουν, κατά την άποψή μας, τον συγγραφέα. Γενικά, υποστηρίζουμε με βεβαιότητα ότι η συλλογή διακρίνεται για την αφηγηματική μαστοριά και για τη χάρη του λόγου. Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι αναμφίβολα η δωρική επάρκεια και η αποτελεσματικότητα του ύφους. Λόγος αψιμυθίωτος, εμπράγματος και ευφάνταστος, που κατορθώνει να δαμάσει το συγκινησιακό του φορτίο και επιτυγχάνει να εκφράσει με ευθυβολία το καίριο και το ουσιώδες.
Συνοψίζοντας, η ανά χείρας συλλογή διηγημάτων είναι μια συμπληρωματική ελεγεία για τον χαμένο ανθρώπινο χρόνο και τα τραύματα που εκείνος κυοφορεί και συνάμα ένας ύμνος για τον πνευματικό άνθρωπο του άστεως που μπορεί να συμφιλιωθεί με τα σπαράγματα του εαυτού του και με τον πλησίον του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γόνιμης συνομιλίας λογοτεχνίας και τόπου, ποίησης και πεζού, το ανθρώπινο σώμα και ο χώρος της πόλης, ως σκηνικό του ερωτικού, κοινωνικού ή υπαρξιακού πάθους και άχθους, συνυφαίνονται αξεδιάλυτα σε μια δραματική, αισθητική εμπειρία και συνυπάρχουν ως οι δύο όψεις ενός χάλκινου νομίσματος.
* Αντώνης Γεωργίου, Η Ανάσα των δίπλα (Το Ροδακιό 2022)