Φωτεινό και αισιόδοξο θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς το νέο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη, αν κρίνει μόνο από τον τίτλο και από το πολύ ωραίο εξώφυλλο της Βιβής Μάνθου, με φόντο λευκό και άλικο κόκκινο, όπου εικονίζεται ένα παιδάκι και ο λαμπρός δίσκος του ήλιου, που βάλθηκε ν’ απομακρύνει το μαύρο, τις ομπρέλες, τη βροχή. Αλλά μάλλον περί ευφημισμού πρόκειται, σε μια προσπάθεια η Α.Δ. να εξορκίσει το κακό, αφού οι περισσότερες μικρο-ιστορίες και τα ποιήματά της, που αναφέρονται στην πανδημία, έχουν κυρίως μελαγχολικό ή μερικές φορές και οδυνηρό περιεχόμενο.
Πρόκειται για 34 μικροαφηγήσεις και 20 ποιήματα που αφιερώνονται στον σύντροφό της, Νίκο, και στα παιδιά της, κείμενα που δεν θα έλεγα ότι δικαιώνουν τον τίτλο. Δεκαπέντε από αυτά, τα περισσότερα δηλαδή, αναφέρονται στην καραντίνα που επιβλήθηκε, λόγω του εφιαλτικού ιού, δώδεκα στη μοναξιά, στον πόνο, στη θλίψη, στον θάνατο, στους φόβους, στην αρρώστια. Οκτώ κείμενα αφιερώνονται σε φίλες και φιλίες, πέντε σε βιβλία και στη βιβλιομανία, άλλα τέσσερα σε συγγραφείς ή ποιητές και το έργο τους, όπως: Στη μεγάλη πλατεία του Νίκου Μπακόλα, στην ποιήτρια, Μαίρη Αγαθοπούλου και δύο στον Τόλη Νικηφόρου. Λιγότερα κείμενα αναφέρονται στη συζυγική σχέση και τον έρωτα, σε αναδρομές στο παρελθόν, στο σινεμά και στη μαθητεία.
Ποικίλο, λοιπόν, το περιεχόμενο. Η φόρμα είναι συνήθως μικρή, μία έως δύο σελίδες ή και πολύ μικρή, μισή σελίδα (π.χ. Αλκυονίδες, Απαγορευμένος έρωτας, Σχεδία, Αγαπημένη μου), ελάχιστα μόνο κείμενα απλώνονται περισσότερο ( π.χ. Όταν το ποίημα σφίγγει τη γροθιά του, Μαθητεία, Μαύρος ήλιος). Άλλωστε η Α. Δ. μας έχει συνηθίσει στις μικρο-ιστορίες, είναι μαστόρισσα στο είδος.
Ειδολογικά έχουμε ένα κείμενο σε μορφή επιστολής (Αγαπημένη μου), δύο πεζά με ημερολογιακό χαρακτήρα (Μαύρος ήλιος και Έκθεση ιδεών και ένα ποίημα με τίτλο, Ημερολόγιο). Τα ρηματικά πρόσωπα των αφηγήσεων είναι συνήθως το α’ και το γ’ ενικό ή το α’ πληθυντικό: «Τα δέντρα, ο αέρας κι ο ήλιος, κι αυτή η ανθρώπινη παρουσία στον δρόμο, όλες τις ώρες της ημέρας, μας συμφιλιώνουν με τον εαυτό μας, σπάζουν το κουκούλι της εσωστρέφειας, και η ζωή έχει πάλι δίκιο, όταν η φύση ανεξίθρησκη μας δέχεται, μας αποδέχεται και μας παρηγορεί, γιατί αυτή είναι ο Θεός, κατά τον Σπινόζα» (Μετακίνηση 6, σελ. 110).
Εκείνο που χαρακτηρίζει τις μικροαφηγήσεις της Α. Δ. είναι σίγουρα το ύφος και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ένα ύφος «κουβεντιαστό», λες και κάθεται δίπλα μας σε κάποιο παγκάκι και μας εξιστορεί με τρόπο απλό, απέριττο, ανεπιτήδευτο, εξομολογητικό, αυθόρμητο, ανθρώπινο, χειμαρρώδη, θαυμαστικό, κάποτε με συγκρατημένο λυγμό και με αξιοπρέπεια, περιστατικά από τα παιδικά της χρόνια, την οικογένειά της, τους δασκάλους της, τις φίλες και τους φίλους, τις εκδρομές τους, μας μιλά και για τις μεγάλες αγάπες της: τα βιβλία και το σινεμά. Η γλώσσα της, ανυπόκριτη, αυθεντική, ευθύβολη, με καταλυτική ειλικρίνεια, χωρίς καμιά εκζήτηση και ψεύτικα στολίδια, ξαφνιάζει τον αναγνώστη που κουράστηκε από τα πολλά «μαλάματα» που την έχουν φορτώσει. Το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία διανθίζουν και ζωντανεύουν τον λόγο της: «ο γείτονας απέναντι στο ρετιρέ{…} με την έπαρση της σημαίας του, αναρτημένης καθημερινά ανελλιπώς άνευ λόγου και αιτίας, που πλατάγιζεκαθώς γύριζε ο αέρας…» (Στην όμορφη νύχτα, σελ.13), «-από την άλλη πλευρά χάσκει η τάφρος, αν σας τα ζωγράφισα καλά,-άγριες μυρωδιές από αρειμάνιες φασολάδες, ψάρια και σχάρες και λιγωτικοί μουσακάδες διαχέονται στην ατμόσφαιρα δοκιμάζοντας τις αντοχές μας» (Μετακίνηση 6, σελ.110).
Η καραντίνα, λόγω πανδημίας, επηρεάζει τον ψυχισμό και δίνει την ευκαιρία να αναστοχαστεί κανείς τη ζωή του και τη σχέση του με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει με ρεαλιστικό και δραματικό τρόπο τις σκέψεις της στις πολύ δυνατές σελίδες της για το θέμα αυτό, αλλά και για την απομόνωση, την καχυποψία, τον φόβο, που προκάλεσε ο εφιαλτικός ιός, για την τυποποιημένη έγκριση εξόδου, την εξάρτηση από το διαδίκτυο ως μοναδική δυνατότητα επικοινωνίας με τους άλλους και τη στροφή στο βιβλίο ως σίγουρο καταφύγιο: «κλεισμένη στο σπίτι, ζω τη μέρα της μαρμότας, την ίδια μέρα, ξανά και ξανά. Έξοδος Νο 2 για προμήθειες, έξοδος Νο 6 για σωματική άσκηση, έξοδος Νο 3 για την Τράπεζα, έξοδος Νο 1 για το Φαρμακείο. Καχυποψία και φόβος για τον πλησίον, κι όχι προς κάθε μορφή εξουσίας, όπως με δασκαλεύουν τα άρθρα που διαβάζω. Αποκομμένη από τα παιδιά μου, τους φίλους και τους γνωστούς, όταν ο κορονοϊός και η πανδημία με έχουν αποξενώσει από τον ίδιο μου τον εαυτό {…} σε διαρκή διασύνδεση, μοιράζομαι την εικόνα μου στα κοινωνικά δίκτυα» (Non Serviam, σελ. 82). «Το αόρατο νήμα του φόβου που μας δένει στο κοινό μας πεπρωμένο. {…} Θέλεις πίσω τον κόσμο σου, χρώματα, μυρωδιές, γέλια και φιλιά. Μόνο να βρεις καταφύγιο σε ένα βιβλίο, στο παράλληλο σύμπαν του να κρυφτείς, αναζητώντας συντροφικότητα κι ανθρώπινη συγκίνηση» (Ζην Επικινδύνως, σελ. 91). Η ξαφνική συνειδητοποίηση της ηλικίας και της αδυναμίας απέναντι στον ιό, το κοίταγμα στον καθρέφτη, την τρομάζει: «Πάλι ο καθρέφτης ρώτησε κι εμάς τι γίνονται τα δικά μας τα παιδιά, πρέπει να μας χτυπήσει την πόρτα το απρόοπτο για να’ ρθουν να κάνουν μια επίσκεψη στους ηλικιωμένους γονείς; Αλλά ηλικιωμένοι; (Καθρέφτες, σελ.106). Συγκρίνοντας το παρόν με το παρελθόν, ψάχνει να βρει ξανά την εσωτερική φωνή που χρόνια «κανοναρχούσε» τη ζωή της, για να καταλήξει με πίκρα στη διαπίστωση μιας άχαρης, επαναλαμβανόμενης ζωής: «Ποια ήταν, ποια έγινε, πού πήγε η εσωτερική εκείνη φωνή που της υπαγόρευε και την κανοναρχούσε για χρόνια{…}και σήμερα τι; Ισόπλευρα τρίγωνα, έτσι διαγράφεται η ζωή από μέρα σε μέρα να αρχίσει η αστυνομική σειρά το μεσημέρι και το σήριαλ της σαπουνόπερας το βράδυ» (Η Φωνή, σελ. 115-116). Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα της πανδημίας, ονειρεύεται το τέλος του εφιάλτη, που όμως θα αλλάξει δραματικά τη ζωή μας: «(Για φαντάσου, να τα είχαν αφήσει όλα πίσω τους, να ξυπνούσαν από τον εφιάλτη, επιζώντες κι αυτοί μαζί με τους πολλούς, μιλώντας για την καραντίνα και τον ιό στον παρατατικό, κουρασμένοι βετεράνοι ενός άγριου πολέμου που αξιώθηκαν, που όμως θα έβαζε από τώρα και μπρος τη ζωή και τον κόσμο σε νέες ράγες…»), (Κυρ-Πανικός, σελ. 94-95).
Από τα πιο δυνατά πεζά κείμενα της Α. Δ. θα ξεχώριζα σίγουρα το σπαραχτικό,Στο 318, (σελ. 56),όπου με λιτό, δωρικό λόγο, αναφέρεται στην απώλεια αγαπημένου προσώπου, το Μαθητεία, (σελ. 70), που αρχίζει με ένα εξαιρετικό μότο του Φ. Πεσσόα και αναφέρεται στους δασκάλους της, σε διάφορα στάδια της ζωής της, με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για όσα της δίδαξαν, όπου βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για την παιδαγωγική, τον ρόλο του σχολείου, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, αλλά και για τους αλγόριθμους, που «έχουν δημιουργήσει μια παράλληλη πραγματικότητα», αφού {…} Ο ψηφιακός κόσμος έχει υποκαταστήσει τις ανθρώπινες σχέσεις». (σελ.77). Εξαιρετικά, επίσης, θεωρώ τα: Ζην Επικινδύνως, (σελ. 91) Κυρ-Πανικός, (σελ. 93) και Καθρέφτες, (σελ. 105), που αναφέρονται στην πανδημία.
Από τα ποιήματά της, που εμβολίζονται ανάμεσα στα πεζά, ξεχώρισα τα εξής: Χιόνι, (σελ.47), Ανταποκρίσεις,( σελ. 54), Πιστοί,( σελ. 69), Το καθαρτήριο της καραντίνας, (σελ. 80), Καλημέρα θλίψη,( σελ. 81), Περίληψη προηγούμενων φόβων,( σελ. 103), Καλοκαίρι,( σελ. 107) και Φυτολόγιο,( σελ.108).
Συνοψίζοντας, θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που περιέχει ψήγματα χρυσού, από άποψη ιδεών, γλώσσας και ύφους. Ένα βιβλίο/χρονικό που καταγράφει την εφιαλτική περίοδο της πανδημίας, αλλά είναι και εμπλουτισμένο με θέματα που αγγίζουν τις ζωές μας και τις ευαισθησίες μας. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και που σίγουρα θα αγαπηθεί.
* Αρχοντούλα Διαβάτη, Αίθριος και σήμερα, Νησίδες, 2021