Scroll Top

Αριάδνη Καλοκύρη, Χώρα αναμονής – Παρουσίαση από την Ευσταθία Δήμου

   Η πρώτη ποιητική συλλογή της Αριάδνης Καλοκύρη συστήνεται με έναν τίτλο, Χώρα αναμονής, που λειτουργεί αμφίσημα και προκρίνει δύο εκδοχές, καθεμιά από τις οποίες οδηγεί και σε μια διαφορετική ερμηνεία και ποιότητα, είτε δηλαδή προσανατολίζει και προδιαθέτει για μια ποίηση εξωστρεφή, κοινωνική, σχολιαστική της παρούσας χωροχρονικής συγκυρίας, είτε για μια ποίηση εσωστρεφή, προσωπική, μια ποίηση που καταγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και υπάρχει η ανθρώπινη ύπαρξη. Η δισημία και η διττότητα αυτή έγκειται και προκύπτει ανάλογα με την ερμηνεία που θα δοθεί στη λέξη «χώρα», αν δηλαδή αυτή θα γίνει αντιληπτή στην κυριολεκτική της σημασία ή αν ερμηνευθεί μεταφορικά, υπό το πρίσμα δηλαδή της αναλογίας ή της αντιστοιχίας της με τον άνθρωπο, η συνολική ύπαρξη του οποίου αποτελεί, πράγματι, μια χώρα, ένα πεδίο και ένα έδαφος όπου δρουν και κινούνται διάφορες δυνάμεις και δυναμικές. Άκρως διαφωτιστική για την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της ποιητικής σκέψης και έκφρασης της Καλοκύρη αποδεικνύεται η ανάγνωση των ποιημάτων του βιβλίου που, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, πείθει για την αυτοαναφορική ή, ακόμη περισσότερο, την αυτό-βιογραφική διάσταση του ποιητικού λόγου ο οποίος επιχειρεί μια ανατομία της ύπαρξης στη μεταβατική της φάση και τη συνθήκη αναμονής ενός μέλλοντος στον ορίζοντα του οποίου βρίσκεται κυρίως η ενηλικίωση και ό, τι αυτή συνεπάγεται. Πράγματι, στα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής θίγεται το θέμα αυτό και μάλιστα κατά τρόπο που να αποκαλύπτει δύο αντίρροπες και αντιφατικές μεταξύ τους διαθέσεις, την αθωότητα, από τη μία πλευρά, και την υποψία, από την άλλη, για αυτό που ήδη ήρθε και για αυτό που επίκειται.

Ο ποιητικός λόγος της Καλοκύρη, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το πρωτόλειο έργο της, είναι ιδιαίτερα ώριμος, μεστός, κατασταλαγμένος και αυτό είναι κάτι που προδίδει μια συνείδηση η οποία έχει αφεθεί να ωριμάσει και να προετοιμαστεί μέσα στο περιβάλλον και την αναμονή της δημιουργίας. Κάποιες φορές οι στίχοι της μπορεί να μοιάζουν κρυπτικοί, υπόγειοι, υπαινικτικοί, χωρίς ωστόσο ποτέ να θολώνουν το νόημα ή να αμβλύνουν την αίσθηση της διαύγειας με την οποία είναι επενδεδυμένη η σκέψη και η έκφραση της ποιήτριας. Γιατί αυτό ακριβώς που προβάλλει με ιδιαίτερη ένταση και καθαρότητα από το βιβλίο αυτό είναι η λεπτά τεχνουργημένη εικόνα ενός στέρεου εδάφους πάνω στο οποίο βαδίζει και εξελίσσεται το ποιητικό υποκείμενο προκειμένου να συναντήσει το στίγμα του, να τεχνουργήσει το ιδιαίτερο σημάδι της ύπαρξής του. Το έδαφος, βέβαια, αυτό παρουσιάζει κατά τόπους ρωγμές και αυτές, όμως, υπάρχουν για να τονίσουν ακριβώς ότι πρόκειται για εξαιρέσεις μέσα στο στρωμένο από επίγνωση και ρεαλισμό έδαφος της ποίησης της Καλοκύρη. Ο ρεαλισμός αυτός, μάλιστα, δε στερεί, ούτε λειτουργεί ανασταλτικά της ποιητικότητας. Ίσα ίσα που αυτή αναδεικνύεται με την ιδιαίτερη δύναμη και τη δυναμική της, εμποτίζει τους στίχους και δημιουργεί ένα πυκνό δίκτυο μεταφορών και συνειρμών που μόνο στην καθαρόαιμη ποίηση μπορεί να ταιριάξουν και να παραπέμψουν. Στο αποτέλεσμα αυτό λειτουργεί απόλυτα ενισχυτικά και ο ρυθμός των ποιημάτων που διαμορφώνει έναν κυματισμό ο οποίος εκκινεί από τον πρώτο και καταλήγει στον τελευταίο στίχο προσομοιάζοντας σε ξέσπασμα ή καταλάγιασμα της εσωτερικής φόρτισης που αναβλύζει από το θυμικό της ποιήτριας: Όμως ακούς/ βήματα/ πόρτες/ παλιές μελωδίες/ γύρω ανάσες/ λόγια από άμμο.// Κλαδιά περπατούν/ φεύγεις/ ξανά και ξανά/ μεθυσμένο σώμα/ σκιά σε όνειρο. («Χορεύουν»)

Αυτός ακριβώς ο ρυθμός και η ρυθμικότητα των ποιημάτων, καθώς συμπλέκεται με τον εξομολογητικό τόνο της ποιήτριας που περιστρέφεται γύρω από αναμνήσεις, από σκηνικά, από περιγραφές και από σκέψεις διαμορφώνει ένα ποιητικό πεδίο που συνυφαίνει την άνεση και την απρόσκοπτη ροή του λόγου με τη δυσκολία των νοημάτων, με τη δυσκολία της προσωπικής κατάθεσης, με τη δυσκολία της αναμέτρησης με πρόσωπα και στιγμές που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι της παρουσίας τους στη μνήμη, τη διάθεση, την ψυχή, εν τέλει, της ποιήτριας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια απόλυτα προσωπική ποίηση, που εκκινεί από το «εγώ» για να καταλήξει, όμως, σε ένα «εγώ» απόλυτα αντιπροσωπευτικό, ενδεικτικό, παραδειγματικό. Αυτή ακριβώς είναι και η προσωπική και ποιητική κατάκτηση της Καλοκύρη, η μετάβασή της δηλαδή από μια συνθήκη αν-ωριμότητας, αν-ηλικίωσης και μιας άγουρης φάσης, της πρώτης φάσης της ζωής της, σε μια συνθήκη όπου το παρελθόν έχει χωνευτεί, έχει αναμειχθεί και μορφοποιηθεί μαζί με το παρόν και το μέλλον. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η μετάβαση αυτή γίνεται με όχημα την ποίηση και τη δυνατότητα που αυτή δίνει στον άνθρωπο να τεχνουργήσει, πολύ περισσότερο από ένα ημερολόγιο ή μια αφηγηματική κατάθεση, μια διαδρομή που υποτάσσεται κι υπηρετεί το ωραίο, την αισθητική και την ηθική ταυτόχρονα. Έτσι αποκτά και το πραγματικό της νόημα η έννοια του ωραίου που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ωριμότητα, ως μια ποιότητα δηλαδή που οφείλει την αξία της στο πέρασμα του χρόνου και την μεταβατική του λειτουργία και απήχηση.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το γεγονός ότι όλη αυτή η διαδρομή και η πορεία προς την ωριμότητα, που είναι και ταυτόχρονα μια πορεία αυτογνωσίας και αυτό-κατάκτησης, εμπλέκει και ενέχει, ως βασικό της συστατικό, τη σχέση με τους άλλους, τον άλλο, τον έτερο, είτε πρόκειται για τα οικεία πρόσωπα, είτε για την ερωτική σχέση που αποτελεί παράγοντα ώθησης προς τη μεταμόρφωση, προς τη μετάλλαξη και τη μεταλλαγή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η ανθρώπινη σχέση αποκτά καθοριστικό ρόλο και σημασία όχι μόνο για τη ζωή και τη διαμόρφωση της ανθρώπινης οντότητας, αλλά και για την ίδια την τέχνη και τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ύπαρξης, της δυνατότητας δηλαδή και της ροπής του ανθρώπου να μεταφέρει την εμπειρία του μέσα στον κόσμο της ποίησης, να μετουσιώσει το βίωμα σε λέξεις και να μεταθέσει το οποίο βάρος της εσωτερικής πια ζωής μέσα στο ποίημα που λειτουργεί ως δοχείο και πρώτη ύλη μαζί, ως περιέχον και περιεχόμενο. Είναι μια υψηλή αντίληψη για την τέχνη αυτή που την αντικρίζει όχι ως παράπλευρη δραστηριότητα, αλλά ως κυρίαρχη επιλογή προκειμένου η ποιήτρια να μπορέσει να φτιάξει όλο αυτό που, ίσως, στην πραγματική της ζωή μοιάζει να συμβαίνει αυτόματα, να ελέγχεται και να κανοναρχείται από δυνάμεις που έρχονται από έξω και εκτός της δικής της δικαιοδοσίας και δύναμης. Γι’ αυτό και η μοναξιά, τόσο επώδυνη στην πραγματική ζωή, διοχετευόμενη στην ποίηση μοιάζει να απαλύνεται, να ελαφρώνει και από δυσβάσταχτη να μετατρέπεται σε συνθήκη επιθυμητή προκειμένου να λάβει χώρο και χρόνο η δημιουργία: Ο δικός μου κώδικας θέλει σιωπή, ανθίζει εκεί, μελαγχολικά/ και φωτεινά/ κουτάκια με καταδιώκουν, ίχνος πλήκτρων στο σκοτάδι του/ ύπνου, δυναμώνω/ την ένταση στην παύση, να με ξυπνήσει η δυνατή εκκίνηση, να/ τρέξω στον πρώτο/ που θα με φωνάξει γεμάτη αφοσίωση. Τελείωσε η ορμή,/ τη βύθισε η άποψη, στο ένστικτο. («Αλλαγή σχεδίου»)

*  Αριάδνη Καλοκύρη, Χώρα αναμονής, Κίχλη, Αθήνα 2021