Το γήινο και το άυλο της ανθρώπινης φύσης
Η Χαρά Νικολακοπούλου, φιλόλογος με μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Δημιουργική Γραφή από το Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας, μετά από δύο αξιόλογες συλλογές διηγημάτων («Μέλισσες Ιέρειες», «Μια τρυφερή καρδιά στο βάθος»), ένα πρωτότυπο δοκίμιο για τον Σκαρίμπα, την αγγλόφωνη έκδοση του μυθιστορήματος 41 and a Half Kisses from Mr Leroi,και την ανατρεπτική νουβέλα της «Μπαμ!», επανέρχεται μέσα στο 2022 με την «Ωδή στο Κακό», από τις εκδόσεις ΑΩ∙ μιαμικρή σε έκταση αλλά πολύπτυχη, ολιστική και διεισδυτική μελέτη, σχετική με το μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα ύψη».
Ειρωνικό, σκοτεινό, πολυσήμαντο
«Μαγευτικό καλειδοσκόπιο» και «εκμαυλιστική πρόκληση απέναντι στην επάρκεια μας ως αναγνώστες», χαρακτηρίζει τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» η Νικολακοπούλου στην Εισαγωγή του δοκιμίου της ─ «έργο μεταφυσικής ορμής, που σαρώνει όλες τις συμβάσεις και ξεγυμνώνει την ανθρώπινη ύπαρξη μέχρι τον πυρήνα της, ανάγοντας τη δημιουργό του σε ύψος δυσθεώρητο για τα ανθρώπινα μέτρα» (σελ. 12). Ως εκ τούτου δεν εκπλήσσεται από το γεγονός ότι απασχόλησε και απασχολεί ακόμη και σήμερα ποικιλότροπα τους αναγνώστες και μελετητές του, αφού «τα σπουδαία έργα δεν υπόκεινται στους κανόνες του χωροχρόνου και ασκούν καταλυτική επίδραση όχι μόνον σε όσους επιχειρήσουν να διερευνήσουν τα βαθύτερα στρώματα της γένεσής τους, αλλά και στο ευρύτερο κοινό» (σελ. 11).
Πολυφωνικό και δομικά άψογο, όπου όλα συμβαίνουν κατά «το εικός και το αναγκαίο», όπως στην αρχαία τραγωδία, στο μυθιστόρημα της Μπροντέ δεν χωρεί μόνο ο ρεαλισμός αλλά και «πολλά υπερφυσικά ή φανταστικά συμβάντα, αρκεί να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα που υφίσταται μέσα στη συνείδηση και την πίστη του αναγνώστη». (σελ. 47). Με λόγο ακριβή και αισθητικά ιδιαίτερα προσεγμένο, ορμώμενη από τους χαρακτηρισμούς που η κριτική έχει κατά καιρούς αποδώσει στους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος, η Νικολακοπούλου θεωρεί
τον απόβλητο, κυνικό, αυτοκαταστροφικό Χίθκλιφ ως «τυπικό βυρωνικό πρότυπο» (σελ. 28),
την αντισυμβατική, ανατρεπτική, υπεροπτική και με θανατηφόρο πείσμα, Κατερίνα, (σελ. 35), ως «προάγγελο του φεμινιστικού κινήματος, το οποίο τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτο» (σελ. 36) αλλά «και μακρινό απόηχο της πανάρχαιης παγανιστικής λατρείας του Θηλυκού» (σελ. 36),
τον Έντγκαρ, γνήσιο αντιπρόσωπο μιας πατριαρχίας, που φυλακίζει μέσω του γάμου την Κατερίνα, στερώντας της την αυτονομία, ενώ δεν παραλείπει και τον καθοριστικό ρόλο της ηλικιωμένης, καλόκαρδης και συμπονετικής οικονόμου Νέλυ Ντην, η οποία, ως κεντρική (αλλά όχι και μοναδική αφηγήτρια),συμμετέχει ενεργά και εκπροσωπεί την κοινή γνώμη»(σελ.41): «Βέβαια κι αυτή (η Κατερίνα) είχε κάτι φερσίματα, που δεν τα έχω ξαναδεί σε κορίτσι […]και αλλού: «Τέτοια ξεσπάσματα και άγιος θα τα φοβόταν, ένα κάθε λίγο… ». Παράλληλα, με καίριες αναφορές στις πιο αντιπροσωπευτικές προσεγγίσεις της προσωπικότητας της Μπροντέ, η συγγραφέας της παρούσας μελέτης διαβλέπει και εμμένει στο καταπιεσμένο ερωτικό ένστικτο, το οποίο, όπως διατυπώνει: «αναδύεται στην επιφάνεια μέσα από τον κατακλυσμιαίο τρόπο με τον οποίο δρουν οι ήρωές της». «Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι πλάσματα του Θεού, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης και μόνο στους δικούς της νόμους υπακούν» (σελ. 45). Αναμφίβολα πρόκειται για ένα ανυπέρβλητο ψυχογράφημα και ταυτόχρονα, καταγγελία της υποκρισίας και της κοινωνικής ανισότητας που χαρακτηρίζουν τη Βικτωριανή εποχή, γεγονός που δεν παραλείπει να επισημάνει στο δοκίμιο της και η Νικολακοπούλου, όπου εκτός από τα αποκαλυπτικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος στα οποία αναφέρεται και τα οποία αντιστοιχούν στην έκδοση του έργου από τον Κάκτο το 1980, περιλαμβάνει και ένα κατατοπιστικό παράρτημα (σελ. 55-62) με σχετική βιβλιογραφία και εικονογράφηση, καθώς και ένα σκίτσο της Βασιλικής Σιαφάκα, προέκταση του σχεδίου του Frinz Eichenberg, το οποίο είχε διακοσμήσει το εξώφυλλο σε παλαιότερη έκδοση του βιβλίου.
Πάθος, μίσος, εγωισμός, εξάρτηση
Το αρχετυπικό βιβλίο της Έμιλυ Μπροντέ, σκληρό, ρεαλιστικό και συνάμα ρομαντικό και χαώδες, πολύ πιο σύνθετο και αταξινόμητο από τη Τζέην Έυρ της αδερφής της, Σαρλότ, έργο που περισσότερο συγγενεύει με εκείνα προγενέστερων ρομαντικών ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Σέλλεϋ και ο Κητς παρά με έργα συγχρόνων της συγγραφέως του, χρειάστηκε χρόνο για να γίνει θετικά αποδεκτό από αναγνώστες και κριτικούς, πολλοί από τους οποίους στάθηκαν φανερά εχθρικοί απέναντί του. Ενώνοντας και συμφιλιώνοντας το γήινο με το άυλο της ανθρώπινης φύσης και το σκοτεινό των παθών με το άλογο των ενστίκτων, συνθέτει ένα Κοσμικό Ευαγγέλιο, ανάλογο με αυτό που εννοούσε ο Γκαίτε όταν αναφερόταν στην ποίηση του Μπάιρον.
Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ και γράφτηκε μεταξύ του Δεκεμβρίου 1845 και του Ιουλίου 1846, όταν η συγγραφέας του ήταν μόλις είκοσι επτά ετών. Προχωρώντας πολύ πιο βαθιά από μια συνηθισμένη τραγική ιστορία αγάπης, παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι τον Ιούλιο του 1847 και δεν τυπώθηκε παρά το Δεκέμβριο του 1847, μετά την επιτυχία της αδερφής της, Σαρλότ, με το μυθιστόρημα Τζέην Έυρ . Τελικά, εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελ, ενώ μετά το θάνατο της συγγραφέως ακολούθησε και δεύτερη έκδοση, την οποία επιμελήθηκε η Σαρλότ. Στα ελληνικά μας ήρθε με τον τίτλο «Ο Πύργος των Καταιγίδων», με διάφορες εκλαϊκευμένες ως επί το πλείστον εκδόσεις και ανάλογες θεατρικές και ραδιοφωνικές αποδώσεις. Οι νέες εκδόσεις του, όμως, από τις εκδόσεις Άγρα (2011) με εκτενή εισαγωγή και μετάφρασηαπό τον Άρη Μπερλή, και από τον Ψυχογιό (2020) με πρόλογο του Ηλία Μαγγλίνη, επίμετρο της Τζόις Κάρολ Όουτς “Έμιλι Μπροντέ και Ανεμοδαρμένα ύψη” και μετάφραση της Αργυρώ Μαντόγλου, ξαναδίνουν στο έργο την αδιαμφισβήτητη αξία του.
«Η πιο όμορφη ιστορία αγάπης όλων των εποχών», είπε γι αυτό ο Ζορζ Μπατάιγ και δεν υπερέβαλε. Το 1939, με τις ταινίες του Χόλιγουντ στο απόγειο της δόξας τους, ο αμερικανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ (ο οποίος αργότερα θα γίνει ευρύτερα γνωστός με «Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας» και το «Μπεν Χουρ») παρουσιάζει μια πρώτη διασκευή του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ, «Ανεμοδαρμένα Ύψη» ((«Wuthering Heights»), με τους Λώρενς Ολίβιε στον ρόλο του Χήθκλιφ, και τη Μερλ Όμπερον ως Κατερίνα∙ ταινία που θα επαινεθεί για τον σκοτεινό ρυθμό και τον τρόπο με τον οποίο αναδείκνυε τα θυελλώδη, τρομακτικά τοπία του Γιορκσάιρ. Να σημειώσουμε, ότι την ίδια χρονιά προβάλλονται επίσης το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και «Ο Μάγος του Οζ» του Βίκτορα Φλέμινγκ, η «Ταχυδρομική άμαξα» του Τζον Φορντ, η «Παναγία των Παρισίων» του Βίλχελμ Ντίτερλε, «Ο κανόνας του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ, και ακολουθούν δύο ακόμη διασκευές του μυθιστορήματος της Μπροντέ,από τον Λουίς Μπουνιουέλ («Η άβυσσος του πάθους, 1954) και από τον Ζακ Ριβέτ(«Το ουρλιαχτό, 1985).
* Χαρά Νικολακοπούλου, «Ωδή στο Κακό» (εκδόσεις ΑΩ, 2022)