Η ποιητική συλλογή «Τα καρφιά μένουν» (Θράκα, 2019) αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη πρώτη εμφάνιση του Γιάννη Στούπα στα ελληνικά γράμματα, με το βάθος του μηνύματος και τον εκφραστικό πειραματισμό του. Το ποιητικό κείμενο του Στούπα δεν διέπεται από κάποιο κρυφό πάθος, όπως πρότεινε ο Χάιντεγκερ, που θα αποκαλυφθεί με την έρευνα του ενδόμυχου βάθους που έπλασε την ποιητική του γλώσσα. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα ψύχραιμης σύνδεσης με το γραμματειακό και καλλιτεχνικό παρελθόν, ώστε μέσα στο πνεύμα του σύγχρονου καλλιτεχνικού συγκρητισμού επιφέρει μία διακειμενική ρευστότητα.
Το ποιητικό κείμενο του Στούπα νοηματοδοτείται πλήρως μόνο σε συνδυασμό με το πολιτισμικό σύστημα. Λιγότερο συνδέεται με τον κοινωνικό χώρο και περισσότερο με το γραμματειακό παρελθόν. Ο σύγχρονος δημιουργός εκθέτει τα αρχαία και νεότερα έργα μέσα στον πολυδιάστατο ερμηνευτικό χωροχρόνο. Ο Στούπας αξιοποιεί τη γραμματειακή παράδοση σε μία διασύνδεση του σύγχρονου προβληματισμού με το ιστορικό παρελθόν, αισθητοποιώντας διακειμενικά το ζήτημα της σύγχρονης μοναξιάς (το άλογο που δημιούργησε τη θάλασσα, ο ορφέας στον άδη, ενδυμίων, ο νεκρός).
Οι συνθέσεις της συλλογής ως σύνολο δυνητικών συσχετισμών (Barthes) αποκαλύπτουν τη σχετικότητα των προβληματισμών που θέτει μέσα στον χρόνο: η φθορά και ο θάνατος αποτελούν διαχρονικές θεματικές. Η ποίηση του Στούπα είναι σωματική (εκείνος που είδε το αθέατο ελάφι, πορτοκάλι, ο ορφέας στον άδη, ενδυμίων). Συχνή είναι η επικέντρωση στο τραύμα, την ασθένεια και την αναπηρία (άδεια ρούχα, imitatio, η matushka και το φως, κακό πνεύμα, το άλογο που δημιούργησε τη θάλασσα, η ζωή μετά), ενώ επαναλαμβανόμενη είναι η παρουσία θανάτου και νεκρών (ο ορφέας στον άδη, ενδυμίων, ο νεκρός, χαρτί σε ξύλο).
Οι τίτλοι και τα μότο, ως εξωκειμενικοί δείκτες, προσανατολίζουν τον ακροατή/αναγνώστη στην ποιητική συνομιλία και τον προετοιμάζουν για την πρόσληψη του έργου. Η αναγνωστική πρόσληψη συναιρεί την ποιητική διαπραγμάτευση του ιστορικού υλικού με την κειμενική αυτοτέλεια και την ερμηνευτική πολυφωνία. Ο Στούπας αλληλεπιδρά με το παρελθόν σε μία ατομική και αναρχική διαπραγμάτευση του αρχικού υλικού (Barthes). Ο ακροατής/αναγνώστης δεν ανακαλύπτει κάποιο χαμένο κόσμο, σκεπασμένο από την αδιαφορία του “πολιτισμού”, όπως σημείωνε ο Καστοριάδης, αλλά συνδέεται με την παρωδιακή επανανοηματοδότηση του δημιουργού (imitatio, η matushka και το φως).
Ο Στούπας αναζητά εκφραστικές διεξόδους στον εξπρεσιονιστικό λόγο. Η συνειρμική κίνηση του στίχου, μέσα στο συμβολικό πλαίσιο, ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Το πολιτισμικό υλικό δημιουργεί την “αφορμή” για τον ποιητικό στοχασμό προκειμένου να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν και το ατομικό βίωμα∙ αποτελεί μία πρόφαση, ώστε ο σύγχρονος δημιουργός να το φέρει στην επιφάνεια μέσα σε έναν σύγχρονο προβληματισμό (εκείνος που είδε το αθέατο ελάφι, κακό πνεύμα, το άλογο που δημιούργησε τη θάλασσα). Συχνά δημιουργείται ένα ονειρικό πεδίο όπου τα διακείμενα συμφύρονται με την ποιητική αγωνία, θυμίζοντας την εγγονοπουλική “ονειρική” συνειρμικότητα του «Μπολιβάρ» (άδεια ρούχα, η ζωή μετά, ο ιουλιανός διαβάζει καβάφη). Άλλοτε, διαφαίνονται σαχτουρικές επιρροές μέσα σε ένα εξπρεσιονιστικό και συμβολικό πεδίο ποιητικής πολυφωνίας (πορτοκάλι, τίμοκα, το ψάρι).
Στην ποιητική του εντοπίζονται έντονες επιρροές και από τη μοντερνιστική παρωδία. Ο Σεφέρης δίδαξε πως, αν η σάτιρα θέτει στο επίκεντρο τα ίδια τα γεγονότα, η παρωδία στρέφει τα βέλη της στην έκφρασή τους, στον τρόπο εκδήλωσής τους (Παναγιωτίδης), ώστε τελικά να φανεί πώς νομιμοποιούν την ύπαρξή τους ως ιδεολογία. Οι παρωδίες του Στούμπα λειτουργώντας υπονομευτικά απέναντι στο αρχικό υλικό, με τον τρόπο άλλοτε του Σεφέρη κι άλλοτε του Καβάφη, δοκιμάζουν τη μεταφορά της ιστορικότητας σε ένα νέο χωρικό και χρονικό πλαίσιο (imitatio, η matushka και το φως, το άλογο που δημιούργησε τη θάλασσα, ο ορφέας στον άδη, θησέας και αριάδνη). Ο δημιουργός δε νοσταλγεί το πολιτισμικό παρελθόν ούτε επιζητεί την αποκαθήλωσή του. Το αξιοποιεί ως μέσο αμφισβήτησης, αποδομώντας τη οντολογική μοναδικότητα του νοήματος.
Η ποίηση του Στούπα είναι πολυεπίπεδη, αν και συχνά ερμητική. Ο ακροατής “τρομάζει” με το υλικό που μεταχειρίζεται ο δημιουργός. Μέσα στο πειραματικό ύφος και τις διακειμενικές αναφορές το νόημα στενεύει, καθώς ο αναγνώστης περιορίζεται ερμηνευτικά, αν δεν γνωρίζει τα αναφερόμενα έργα. Ωστόσο, το κείμενο, κινούμενο σε δύο ερμηνευτικά επίπεδα, διατηρεί μία μεταμοντέρνα ανοιχτότητα που ξεπερνά τη μοναδική ερμηνεία. Επιτρέπει, σε κάθε ακροατή/αναγνώστη να προσεγγίσει το βασικό πρώτο νόημα, αλλά περιορίζει την ερμηνευτική ευρύτητα που επιδιώκει ο δημιουργός.
Διακειμενικές ματιές στα «καρφιά» του Γιάννη Στούπα – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
03/03/2021