Η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθεί
τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον
άλλον. Τίποτε δε μας ενώνει καλύτερα από μια
κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση.
Γιώργος Σεφέρης
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος (2020) το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, που τιτλοφορείται Pixels (”εικονοκύτταρα” ή ”εικονοστοιχεία”). Ο ειρωνικός τίτλος της συλλογής οδηγεί ασυναίσθητα τον ανθρώπινο εγκέφαλο στον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας, αν και με την πρώτη ανάγνωση καθίσταται ευδιάκριτο το γεγονός πως πρόκειται για ένα άσμα του εγκλεισμού, που προσπαθεί να εξορκίσει τη νόσο και κάθε μορφή θανάτου.
Τριάντα πέντε ποιητικές συνθέσεις συνομιλούν, κατά τον τρόπο που ο δημιουργός τους τις εκθέτει, με το απόσπασμα, που εύστοχα τοποθετείται αντί προλογικού σημειώματος, από το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογέφκση. Ο Κοσμόπουλος κατορθώνει μέσω μιας αυστηρής επαγωγικής λογικής που εφευρίσκει, σμιλεύοντας παράλληλα το συναίσθημα, να συμπτύξει πτυχές κοινωνικού προβληματισμού που έχουν τις ρίζες τους στο πραγματικό λοιμικό φονικό και στον ”τυραννικό” λοιμό, αυτόν δηλαδή που ο άνθρωπος επινόησε και έως σήμερα χρησιμοποιεί με σκοπό την εξόντωση του ανθρώπινου είδους. Με αφετηρία το homo homini lupus, ως μια ενστικτώδη μορφή άσκησης εξουσίας του ανθρώπου προς στον άνθρωπο, καθώς και το «εφόνευον ο εις τον άλλον υπό οργής και λύσσας» (από τον Ντοστογέφκση), η εν λόγω ποιητική συλλογή ανάγει τη δημιουργία της στο αβυσσαλέο πάθος του ανθρώπου με σκοπό την κυριαρχία του έναντι άλλων.
Ξεκλειδώνοντας τη συλλογή διαπιστώνουμε πως το μοτίβο που δεσπόζει είναι αυτό του θανάτου. Ο Κοσμόπουλος αναδεικνύει την περιπέτεια των πανδημικών ημερών και αξιοποιεί ευρηματικά πτυχές τις χριστιανικής κατάνυξης, όταν αισθάνεται αδήριτη την ανάγκη να ξορκίσει το μαρτύριο της ανθρώπινης απομόνωσης, της μοναξιάς και των λυπητερών γεγονότων. Η ισπανική γρίπη που θέρισε την ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα, συνομιλεί με την απεικόνιση της πανδημίας στη «Βουβή πανσέληνο», όπου η νεκρική σελήνη φαίνεται να αποτελεί το χαρακτηριστικό σύμβολο του Απριλίου του 2020. Οι μάσκες στα πρόσωπα, το αντισηπτικό, οι έρημοι δρόμοι, οι περιπολίες των φαντάρων είναι λες και περιγράφουν ζωές ορφανές και μονάχες, που έχουν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες για ψυχική-πνευματική ανάταση στην on line επικοινωνία. Με τρόπο ευρηματικό ο ποιητής σκιαγραφεί την πανδημία που σάρωσε το 2020 («Η λοιμική απλώνει σε κάμπους και βουνά») και περιγράφει ανάγλυφα την πανδημική εικόνα, όπου ο αναγνώστηςαναγνωρίζει τον εαυτό του. Η απεικόνιση του φυσικού θανάτου διακρίνεται έντονα στο «Δημώδες σε ρυθμό hip-hop», στο οποίο η ποιητική persona αντιδιαστέλει την απώλεια μιας ανθρώπινης ψυχής με τον κόσμο των κινητών, των συσκευών και των επιστημονικών teams ενός εν πολλοίς ραδιούργου κόσμου.
Στο σημερινό τοπίο του πολιτισμού της εικονικότητας, όταν το φάσμα του θανάτου προβάλλει εφιαλτικό στο προσκήνιο και ο σύγχρονος άνθρωπος το παραμορφώνει με κάθε λογής προϊόντα, διαφημίσεις, διαδικτυακά κατασκευάσματα και ψευδείς θνησιγενείς εικόνες, – τότε απλά παραλύει. Ωστόσο, ο δημιουργός επιστρατεύει άλλα μέσα ούτως ώστε, ακόμη κι αν ο θάνατος παραμονεύει, να αντιμετωπιστεί με ανθρώπινη χροιά, με ένα χάδι, μια ανθρώπινη θωριά. Το τεχνολογικό υποκατάστατο κάνει τον ποιητή να ασφυκτιά και να θλίβεται, όπως αισθανόμαστε στο «Πανδημία ποιηματογράφου», στο οποίο η λεπτή ειρωνική απόχρωση εντείνει το συγκινησιακό πλαίσιο του αυστηρώς αρχιτεκτονικά δομημένου σεναρίου, που καθρεφτίζει την κατάντια κάποιου επίδοξου ποιητή. Ο ανώνυμος ετούτος ποιητής σφετερίζεται τον διαδικτυακό κόσμο με σκοπό την προβολή και τον έπαινο, κάτι που βρίσκεται σε αντίφαση με τη συστολή του πραγματικού ποιητικού ταλέντου, αν αναλογιστούμε τον νεαρό Ευμένη του Αλεξανδρινού, ο οποίος θεωρεί τη σκάλα της ποιήσεως ένα εγχείρημα δύσκολο, περίπου απροσπέλαστο.
Ο αισιόδοξος, ωστόσο, τόνος δεν απουσιάζει από την Pixels. O Κοσμόπουλος κατορθώνει να υποτάξει την απαισιοδοξία και το αίσθημα της σκληρής χειραγώγησης του ανθρώπου από την ψευδαίσθηση της εικονικής χαράς, επισφραγίζοντας την ποιητική του δημιουργία με τη δική του πνευματική αντίληψη για τα πράγματα. Μια αντίληψη που μας κάνει να ανασύρουμε στη μνήμη τον βαθύτατα προβληματισμένο και ανήσυχο ήρωα του Pessoa, τον Αναρχικό Τραπεζίτη στο ομώνυμο έργο. Αξίζει να παραθέσω «[…] έπρεπε, συνεπώς, να εφαρμόσω στην πράξη τη βασική μέθοδο της αναρχικής δράσης που είχα ήδη ορίσει – δηλαδή να πολεμήσω τα κοινωνικά επινοήματα χωρίς να δημιουργώ νέα τυραννία και, στο μέτρο του δυνατού, να δημιουργήσω κάτι από τη μελλοντική ελευθερία».[1]
Ο Κοσμόπουλος μέσα από τη γραφή του προσπαθεί να ξορκίσει από τη μια το πανδημικό κακό και από την άλλη κάθε είδους ”κυτταρική”μορφή που τυραννά, χαλιναγωγεί, χειραγωγεί, εξουσιάζει και εντέλει αποξενώνει τον άνθρωπο και τον φθείρει. Επιτυγχάνει έτσι να λυτρώσει τον αναγνώστη και προσδοκά να τον αφυπνίσει, να τον σώσει από τα σκανδαλώδη μέσα της διαδικτυακής-ψηφιακής εποχής. Και αυτή η φωνή αποπειράται την ανάπλαση του ανθρώπινου γένους, την αναζωπύρωση του κόσμου και τη διαμόρφωση πιο ισχυρά φιλικών προς την ανθρώπινη υπόσταση εικονοκυττάρων, που θα ανάσανουν ελεύθερα από την από κάθε είδους αιχμαλωσία και φυλακή, μετά την καραντίνα δεκάδων ημερών. Θα ψάξουν με καθάριο πνεύμονα το άγγιγμα, χωρίς να μπορούν να εμποδιστούν από τα κάθε είδους ψηφιακά γυαλιά μιας κοινωνίας που βρίσκεται στον αναπνευστήρα. Σαφώς δεν μένει παρά να επανεύρουμε την προσευχή ως μόνο τρόπο απεμπλοκής από την άβυσσο του μηδενός. Αυτό το γλυκό, ζωτικό, ουσιαστικό και ελπιδοφόρο (πλήρες ήχου, εικόνας) αίσθημα της καλής ανθρώπινης πνευματικής επικοινωνίας μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από τον ζόφο της σκουριάς, τον υψηλό κίνδυνο θνησιμότητας, την κάθε μορφή ματαιοδοξίας. Καταπέλτης τα ”εικονοκύτταρα” στους υψηλούς κινδύνους των κρυφών ασθενειών που μαστίζουν την εικονική κοινωνία του ενηλικιωμένου αιώνα μας.
[1] Fernando Pessoa, Ο Αναρχικός Τραπεζίτης, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Μ. Παπαδήμα, Gutenberg, Aθήνα 2016, σ. 66.