«…για τον άνεμο που όταν μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισό σου, λένε, και ερωτικά στο στήθος σου τρίβεται, μην τον εμπιστεύεσαι, μην τον εμπιστεύεσαι τότε τον άνεμο γιατί εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια και χώνεται στις σάρκες σου και σε αδειάζει από τα μέσα και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει ούτε καν μεδούλι στα οστά σου, και δε σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής, και γίνεσαι κοχύλι, άδειο ηχείο, κουκούλι του κενού.»
Ο άνεμος της ιστορικής συγκυρίας που ορίζει τα πάντα, ο αγέρας της τύχης που σαρώνει τα σχέδια, τις προσμονές, τις προσδοκίες, το «Τζίντιλι», ο «ανεμοστρόβιλος» στα βλάχικα, που καταρρίπτει τις βεβαιότητες συμπυκνώνοντας τον φόβο για την καταστροφή και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, ετούτος ο άνεμος πνέει ολόγιομος στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου. Με όπλο μια γλώσσα αριστοτεχνικά δομημένη, πληθώρα αφηγηματικών φωνών και τρόπων και μια πλούσια πολιτισμική κληρονομιά, ο Χριστόπουλος χτίζει μια πολυεπίπεδη ιστορία, η οποία δανείζεται στοιχεία αφενός από τον ρεαλισμό, αφετέρου από την φαντασία.
Το επινοημένο χωριό της Εορδαίας, «Σόψιθα», χτισμένο από Βλάχους και ύστερα κατοικημένο από ηπειρώτικα μπουλούκια, προτού έρθουν οι ξεριζωμένοι Πόντιοι, βιώνει μια οικολογική καταστροφή τεραστίων διαστάσεων όταν το, άλλοτε πλούσιο σε λιγνίτη, έδαφός του «στερεύει». Η πλειοψηφία των κατοίκων υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το χωριό, τριάντα άνθρωποι αγνοούνται και ένας επιλέγει να παραμείνει στον τόπο του. Με αφορμή την εν λόγω ευρηματική συνθήκη, ο Χριστόπουλος ανασύρει μνήμες του συλλογικού και του ατομικού συνειδητού και ασυνείδητου, αναμοχλεύοντας τις πιο κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, ο εμφύλιος σπαραγμός, η περίοδος της Μεταπολίτευσης συνδυάζονται με προσωπικές ιστορίες, καθώς και με αφηγήσεις τοπικών συγκινήσεων ή ματαιώσεων, θίγοντας τα πιο σημαντικά υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου. Το πέρασμα του χρόνου, ο θάνατος, η φθορά, η μοναξιά, η σημασία της παράδοσης, η ατομική ευθύνη, η συλλογική δύναμη, η ματαιότητα και συχνά η αίσθηση κενότητας είναι ορισμένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου. Και ο άνεμος, η μοίρα, ο εξωγενής αστάθμητος παράγοντας που δεν δαμάζεται, «ούτε αιχμαλωτίζεται με χειροπέδες όπως οι ζωντανοί, ούτε, το πιο πολύ, ενταφιάζεται. Κι όμως κάποιοι θαρρούν, οι ανόητοι, πως μπορούν να τον βάλουν στα ανθρώπινα μέτρα.»
Το «Τζίντιλι» κυοφορεί μια έντονη οικολογική αγωνία, γεγονός το οποίο οδηγεί τους δρόμους της αφήγησης σε μελλοντολογικές προεκτάσεις. Χτίζεται έτσι μια ιδιαίτερη διάσταση στο έργο, την οποία ο συγγραφέας διαχειρίζεται με λεπτότητα και ευφυΐα. Άξιος μνείας είναι ο συνδυασμός των παραμυθιών με τους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων, η συνομιλία των ονείρων με τις ιστορικές καταγραφές, η ενδυνάμωση των εικόνων με την εμβάθυνση στην ψυχολογία των χαρακτήρων και η επιτυχής αλληλεπίδραση όλων των παραπάνω.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό πόνημα που απευθύνεται σε απαιτητικούς αναγνώστες, μια πρόκληση η οποία αποζημιώνει απολύτως. Το «Τζίντιλι» είναι ένα ευφάνταστο, περίπλοκο, δουλεμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, σύγχρονο μυθιστόρημα, το οποίο λειτουργεί συχνά σαν πείραμα ή σαν άνεμος, ένας αγέρας που επεμβαίνει, δοκιμάζει, επηρεάζει, μεταμορφώνει, ένας στρόβιλος που «κατοικεί» τον αναγνώστη για καιρό μετά το πέρας της ανάγνωσης.
* Δημήτρης Χριστόπουλος, «Τζίντιλι»/Εκδόσεις Το Ροδακιό