Scroll Top

Διονύσης Μαρίνος, Μπλε ήλιος/Ασώματη φωνή αφηγείται ρεαλιστικά. Ανάληψη κι αναδρομή – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

«Ήταν ένα σώμα δίχως σάρκινη οντότητα. Ένα σώμα σαν κλειστή πόρτα.»

Στο νέο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου, το πένθος του ανεκπλήρωτου έρωτα, φλερτάρει ρεαλιστικά με το όνειρο και οι χαρακτήρες του Μαρίνου καλοδουλεμένοι ξετυλίγουν το κουβάρι της αφήγησης κλιμακωτά από διαφορετικές γωνίες. Τα αφηγηματικά εργαλεία του Μαρίνου πλούσια, εκτείνονται από τον εσωτερικό μονόλογο έως και την ημερολογιακή γραφή. Πρόκειται για ένα ψυχογράφημα όπου ανατέμνεται ουσιαστικά η εσωτερική ζωή δύο ανθρώπων στερημένων, παγιδευμένων, σε μια μακρόχρονη συμβίωση, μεγαλώνουν μαζί ανταλλάσσοντας «σιδερωμένες καληνύχτες», […] «Πόσες φορές, άραγε, καρφωμένοι στις ίδιες καρέκλες, την ίδια ώρα, κάνοντας τα ίδια πράγματα;». Η εστίαση συχνά μηδενική αλλάζει οπτική γωνία αποκαλύπτοντας το ταλέντο του συγγραφέα στον χειρισμό της εσωτερικής εστίασης ενός παντογνώστη αφηγητή που σέβεται τον αφηγηματικό χρόνο και τον αναγνώστη. Η γραφή άλλοτε πυκνή, άλλοτε ασθματική, μακροπερίοδη, με ελάχιστα σημεία στίξης, άλλοτε αξιοθαύμαστα θηλυκή, παραδίδεται συχνά στον πλάγιο λόγο για να περιγράψει άλλοτε γλαφυρά, άλλοτε ρεαλιστικά κι άλλοτε ανάδρομα το ψυχογράφημα των χαρακτήρων. Την απουσία και το πένθος, […] «Πόση κούραση για τόση λίγη ζωή.»
   Η γραφή του Μαρίνου δεν στερείται συμβόλων. Εκείνος κι εκείνη και ο έρωτας στο πρόσωπο ενός Ιάσονα που ανακαλύπτει μια χαμένη Κολχίδα, στο πρόσωπο της Μαριάννας κάποιου Γεράσιμου, που γέρασε πριν καν ανθίσει και η αγάπη; Γέρασε, μαράθηκε μαζί του και παρέσυρε κι εκείνην σ’ ένα ταξίδι χωρίς χρώματα με το σώμα της να λιμνάζει στη μια πλευρά του κρεβατιού, […] «Ποτέ δεν γνώρισε άλλο σημείο του κρεβατιού…, Έτσι, για να δει πως είναι.»Ένας γάμος από συνοικέσιο, […] «Και ο Γεράσιμος … να κοιμάται και η μύγα να βουίζει παγιδευμένη μέσα στο ποτήρι.» Δύο άνθρωποι εγκλωβισμένοι. καθένας στον δικό του στερημένο συναισθηματικά κόσμο παλεύουν να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους, υπηρετώντας ενοχικά τις κοινωνικές συμβάσεις. Εκείνος κι εκείνη. Το καθένα «Άλλο», που παλεύει με τα στερεότυπα, μ’ εκείνα που χτίστηκαν και δεν γκρεμίζουν και ο θάνατος και ο θυμός και η θλίψη έρχονται να ξυπνήσουν έναν όψιμο έρωτα, μιαν αντίδραση απέναντι στις ματαίωση, στις χαμένες προσδοκίες, απέναντι σε όσα δεν εκφράστηκαν ποτέ.    «Μια φλοίδα φως…», ανοίγει το πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο, «Ένας άντρας πέφτει». Μια φλοίδα φως, η οποία επανέρχεται ως «θραύσμα» λίγο αργότερα, για να συμβολίσει την ελπίδα που δεν χάνεται. Είναι η τραγική φιγούρα της Μαριάνας τη στιγμή που καλοδέχεται το φως που μπαίνει στη ζωή της, καθώς σβήνει η φιγούρα του Γεράσιμου. Παλεύει με τις ενοχές και τη στυγνή καθημερινότητα. Η πραγματικότητα δεν στέκεται ικανή να ανακόψει τον χείμαρρο που εγκλωβίστηκε να λιμνάζει στο σαλόνι, γιατί, […] «Η δύναμη της καθημερινότητας δεν κοιμάται ποτέ.» Έτσι, με μια σακούλα πορτοκάλια που δεν έφτασαν ποτέ στο «σπίτι – φυλακή», ο Γεράσιμος ανοίγει την χαραμάδα κι εκείνη η φλοίδα φως εισβάλει μ’ ένα φιλί, ωραιότατος συμβολισμός, σαν του Ιούδα. Ένα φιλί της ζωής, που του δίνεται από το ίδιο «Άλλο», εκείνο που θα ξυπνήσει τη γυναίκα στο σώμα της συζύγου του, θα φωτίσει έστω για λίγο τη ζωή της, θα εμπνεύσει τον νεότερο σε ηλικία, συγγραφέα Ιάσονα κι εκείνη θα γίνει η μούσα του, έστω για λίγο και ό,τι βιώθηκε θα γίνει αφήγηση. Ο Ιάσονας θα εγκαταλείψει τον δικό του ματαιωμένο «νυφικό τάφο», παρασυρμένος απ’ το διακείμενο, για να γράψει, ίσως, για μια νέα κυρία Κούλα, ως άλλος Μένιος Κουμανταρέας, γιατί, […] «Πρώτα ζεις, μετά γράφεις αυτά που δεν έζησες.» Ο συγγραφέας Διονύσης Μαρίνος δηλώνει την παρουσία του, ως υπονοούμενος συγγραφέας, πλάγια και έντεχνα, όπως ο ποιητής που μνημονεύεται ως ποιητικό υποκείμενο, ως σπονδή στον δημιουργό του κάθε έργου που φτιάχτηκε για ν’ αναπνέει κάτω από τα μάτια του αναγνώστη.
Είναι αξιοσημείωτο το αφηγηματικό σύμπαν του Μαρίνου, καθώς φέρει αρκετό από το χρώμα και το συναισθηματικό φορτίο ενός Μ. Κούντερα, καθώς Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι πρωταγωνιστεί στο συναίσθημα των δύο εραστών. Της Μαριάννας και του Ιάσονα. Αλλά και το καφκικό σύμπαν του κειμένου παραμένει έκδηλο μέσω της μεταμόρφωσης του εσωτερικού κόσμου των χαρακτήρων. Άλλωστε ο μικρός γιος τον αναφέρει σε μια αιχμή του λόγου του προς τον Γεράσιμο: «Το ξέρεις ότι ο Κάφκα είχε θέμα με τον πατέρα του;», αναφερόμενος στο Γράμμα στον Πατέρα του Φ. Κάφκα.
Ο Μαρίνος συνεχίζει να χειρίζεται έντεχνα και στοχευμένα τα σύμβολά του. Ο Ιάσονας και η Μαριάννα, η διαφορά ηλικίας, δυο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους κι αυτό που τους ενώνει, μία πόρτα. Μία και μόνη έξοδος. Ο θάνατος και η ζωή. Ο Ιάσονας ξεκινά για το δικό του ταξίδι παίρνοντας «μια βαθιά ανάσα» κι αφήνει τη δική του Κλαίρη στην κουζίνα, […] «φεύγει, δεν ξέρει τι ώρα θα τελειώσει, εκείνη του λέει “εντάξει, όλα να πάνε καλά”, δεν της απαντά τίποτα, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Έπειτα από πολύ καιρό δεν ξέρει για που…».
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι παρούσα ο Γεράσιμος βρίσκεται κοντά στον θάνατο. Έναν θάνατο που τον φλέρταρε καιρό και τώρα δραπετεύει τραγουδώντας της όσα δεν μπόρεσε ποτέ να πεί, να της εξομολογηθεί, με τους στίχους του Τόνυ Μαρούδα «Σου σφυρίζω, για να ‘ρθεις σου σφυρίζω…», μα το διακείμενο δεν φτάνει ποτέ μέχρι τον επόμενο στίχο. Το υπόλοιπο των στίχων, «σ’αγαπώ σ’ αγαπώ», ο Γεράσιμος δεν το σιγομουρμούρισε ποτέ, το σ’ αγαπώ δεν ομολογήθηκε ποτέ και το κεφάλαιο κλείνει μ’ ένα μονόλογο, αυτόν του Γεράσιμου, στα χείλη του οποίου ο συγγραφέας δανείζει διακειμενικά έναν ακόμα στίχο, υπονοούμενο, της Λίνας Νικολακοπούλου, δηλώνοντας πως, […] «άλλο δεν μπορώ πια, και να, εδώ είναι η καρδιά μου για όποιον δεν το ξέρει.»   Στο επομένο κεφάλαιο ο Διονύσης Μαρίνος επιχειρεί μια ανάδρομη ημερολογιακή καταγραφή με τίτλο, «Τα συμβάντα», η οποία ξεκινά από την ενδέκατη ημέρα που ο Γεράσιμος βρίσκεται σε κώμα και καταλήγει στην δέκατη τέταρτη με την ανακοίνωση του θανάτου του. Τρεις ημέρες, μήνας Δεκέμβρης, τέλος του χρόνου, τέλος εποχής, τέλος για τον Γεράσιμο και η Μαριάννα παλεύει ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, σ’ ένα εξαίρετο δείγμα ημερολογιακής γραφής. Ο Μαρίνος κλείνοντας κι αυτό κεφάλαιο, κλείνει άλλη μια φορά την πόρτα, […] Κάτι από καιρό τετελεσμένο, στο οποίο υπήρξε πρωταγωνίστρια, δίχως όμως να θυμάται ποιος ήταν ο ρόλος της. Γι’ αυτό προσπαθεί να κλείνει σιγά την πόρτα. σχεδόν τη χαϊδεύει, την κατευνάζει.»   «Μαζί, μακριά», είναι ο τίτλος του τρίτου και τελευταίου κεφαλαίου, όπου και πάλι οι χαρακτήρες εναλλάσσονται σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση με εναλλακτική οπτική γωνία. Τα σύμβολα διαδέχονται το ένα το άλλο, […] «Να περάσει τη γυάλινη πόρτα του κομμωτηρίου.», η Μαριάννα σε μια ανάδρομη αφήγηση καλύπτει δια στόματος του αφηγητή το χρονικό της «απόδρασης», της σχέσης της με τον Ιάσονα κι ενώ εκείνος ρουφά τις στιγμές, τις καταγράφει κι ενώ εκείνος δημιουργεί η στιγμή χάνεται και η Μαριάννα επιστρέφει στην αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Γεράσιμος επιστρέφει για να δηλώσει ονειρικά την παρουσία του στη ζωή της Μαριάννας και συγγραφέας επισκέπτεται άλλη μια φορά έναν τόπο που γνωρίζει καλά. Εκείνον του ονείρου. Τυχαία, στον δρόμο της επιστροφής ένας άντρας. […] «Και τότε άρχισε να της τραγουδάει στη μέση του πεζοδρομίου:». Ένας άντρας γνώριμος σφυρίζει. και η Μαριάνα τον ακολουθεί. Ακολουθεί μια μελωδία που γνωρίζει καλά. «Σου σφυρίζω. για να ‘ρθεις, σου σφυρίζω». Είναι οι στιγμές, όπου ο Διονύσης Μαρίνος, κλείνοντας μία μία, τις διαφορετικής οπτικής γωνίας, αφηγήσεις του φλερτάρει με τον μαγικό ρεαλισμό.

 
Διονύσης Μαρίνος, Μπλε ήλιος, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021