Ο θυρωρός των ημερών είναι ο συμβολικός και ευφάνταστος τίτλος της όγδοης και καλαίσθητης συλλογής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος και ο οποίος αποκαλύπτει εξαρχής την καταγωγική συνθήκη της σύλληψης του βιβλίου. Με άλλα λόγια, ο πολύσημος αυτός τίτλος μάς εισάγει κατευθείαν στην ποιητική μυθολογία της σύνθεσης και αποτελεί ένα σημαντικό κλειδί ανάγνωσης – συγκεκριμένο στην καταδηλωτική του εκφορά, αλλά και αρκούντως απροσδιόριστο στη συμπαραδηλωτική του ευρύτητα- το οποίο προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού που θα αναπτυχθεί πολύτροπα στο βιβλίο: τη σχέση της ποιήτριας με τη θνητότητα, τη γλώσσα και την ποιητική και οντολογική ελευθερία.
Όπως, εξάλλου, ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή της η ποιήτρια, ο τίτλος του βιβλίου «εξακτινώνει σημασιολογικές αναγνώσεις για το ζήτημα της ελευθερίας, της απλότητας, της δικαιωματικής και αδιαπραγμάτευτης πρόσβασης στο πεδίο των επιλογών. Η υποχρέωσή μας να αναφερόμαστε σε κάποιον ενδιάμεσο που κρίνει, επιλέγει και αποφασίζει για εμάς ανακινεί το ζήτημα της διαμεσολάβησης ανάμεσα στο έξω, το μέσα και το παραμέσα. Κάθε μορφή εξουσίας, βέβαια, στο όνομα της προστασίας μας αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο του «φρουρού» που επιτρέπει ή απαγορεύει την έξοδο στον ανοιχτό ορίζοντα. Για εμένα προσωπικά εκτός από την αδιαφιλονίκητη εξουσία του φόβου που εξυφαίνεται γύρω μας, υπάρχει και μια άλλη ακόμα μεγαλύτερη, στην οποία μάλιστα ουδέποτε επί της ουσίας αντιστεκόμαστε. Αναφέρομαι στην εξουσία του ίδιου του θανάτου που απαγορεύει την πρόσβασή μας στη διάρκεια ξεγελώντας μας με την παροχή ενός αριθμού ημερών που ενοικούν σε ορισμένα χρόνια, με τα οποία μάλιστα θα πρέπει να συμβιβαστούμε και να είμαστε και ικανοποιημένοι».
Λαμβάνοντας υπόψη το πιο πάνω σημαντικό αυτοσχόλιο, ο αναγνώστης της συλλογής αντιλαμβάνεται εξελικτικά και πρωτίστως μυητικά ότι οι δύο μεγάλοι ομόκεντροι κύκλοι-μέρη της ανά χείρας ποιητικής συλλογής ιχνηλατούν στην πραγματικότητα το ίδιο θέμα με καταθέσεις διαφορετικής μορφής, θερμοκρασίας και εμβέλειας, οι οποίες ισορροπούν με μαεστρία μέσα από τις αντινομίες τους. Ό,τι έπεται, λοιπόν, και στα δύο μέρη του βιβλίου, το πρώτο πιο υπαρξιακό και κοινωνικό, το δεύτερο πιο αυτοαναφορικό, αποτελεί αναδίφηση του συλλογικού-κοινωνικού και υπαρξιακού πόνου μέσω ενός προσωπικού ιδεογράμματος που είναι το ποίημα, καθώς η ποίηση αποβαίνει για την ποιήτρια ο μόνος ελεύθερος και ριψοκίνδυνος τρόπος-δρόμος για να γνωρίσει και να δώσει σχήμα και ύπαρξη στη δική της αλήθεια, κοινωνώντας την στον αναγνώστη.
Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα με τη σειρά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που είναι και το εκτενέστερο, τα ποιήματα εκκινούν από την καθημερινότητα και καταγράφουν σε αρκετές περιπτώσεις αφενός ένα οδυνηρό υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο-διάψευση, και αφετέρου ένα οξύ αίσθημα εθνικής, αλλά και παγκόσμιας ανελευθερίας, το οποίο φαίνεται να επιτείνεται από τις νέες τρομακτικές συνθήκες που επέβαλαν η τρέχουσα πανδημία, οι μεταναστεύσεις και οι πόλεμοι. Το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, ανακινεί παράλληλα και τη βυθοσκόπηση μιας αυστηρά ιδιωτικής περιοχής, όπου κυριαρχεί η αίσθηση της μόνωσης και της διάψευσης του έρωτα, η οποία τροφοδοτείται από τις πιο οικείες και ταπεινές όψεις της καθημερινής ζωής.
Επίκεντρο και αφετηρία, βεβαίως, αυτής της ποιητικής που διεκδικεί την έκφρασή της τόσο αμφίδρομα είναι ο εαυτός –ένα cogito που δεν του αρκεί να γνωρίζει ότι σκέφτεται προκειμένου να υπάρξει, αλλά που αγωνιά αφενός για την ποιότητα και το περιεχόμενο των στοχασμών και των συναισθημάτων του και αφετέρου για την αισθητική μετουσίωση αυτών των στοχασμών και συναισθημάτων σε ποίημα. Αναφέρομαι εδώ κυρίως στον κατά κανόνα επιτυχή ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Τα ιδιωτικά βιώματα, επομένως, δεν παραμένουν κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται, εντέλει, προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση, όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται, εντέλει, μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχολογική εσωστρέφεια όχι μόνο δεν αποκλείει τη θεώρηση του κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά και δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του, καθώς το θολωμένο ποτάμι της ιστορίας ανάγεται σε αντικειμενικό υπαρξιακό βίωμα, από το οποίο κάθε άλλο παρά λείπει η μοντερνιστική δραματικότητα. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι και στα δύο μέρη του βιβλίου ο αναγνώστης έχει έντονα την αίσθηση μιας θεατρικής παράστασης. Η τραγική αντίληψη,βεβαίως, ότι η ζωή μοιάζει με θεατρικό έργο στο οποίο ο άνθρωπος δίνει λίγο ή καθόλου νόημα είναι μια αντίληψη που επανέρχεται σε έργα μεγάλων συγγραφέων, παλαιότερων και νέων εκφράζοντας μια γενική ειρωνεία, μια εκδοχή της οποίας είναι η κοσμική ειρωνεία, το γεγονός, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος, ενώ επιθυμεί την αιωνιότητα, καλείται να ζήσει έχοντας επίγνωση του τέλους του, «του θυρωρού των ημερών» του.
Και παρά την τραγική αυτή επίγνωση, ωστόσο, η ποίηση για τη Λουκίδου αποτελεί πρωτίστως, ένα σημείο-τόπο καταφυγής, όπου πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος συνθέτουν εικόνες και συγκροτούν, εν τέλει, ένα ενιαίο και διαρκές παρόν, αυτό της γραφής· ένα παρόν που λειτουργεί παροδικά, τουλάχιστον, ως λυτρωτικό καταφύγιο μέσα στο οποίο η ποιήτρια ευελπιστεί να προφυλάξει το πραγματικό της πρόσωπο από τον χρόνο, τη φθορά και τον θάνατο. Στο κέντρο, λοιπόν, της ποιητικής σκηνής μπαίνει το πρώτο ή τρίτο ενικό πρόσωπο, στο οποίο θεωρώ ότι συμπλέκονται δύο, τουλάχιστον, στοιχεία: το αυτοβιογραφικό-βιωματικό και το σκηνοθετικό αφηγηματικό. Θεμελιώνοντας στο πρώτο ενικό την αφήγησή της η ποιήτρια δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός οιωνεί μυθιστορήματος, στο οποίο ο αναγνώστης εμπλέκεται αναπόφευκτα. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι τα στοιχεία αυτά φέρνουν την ποίησή της κοντύτερα στην πρόζα και καθιστά τα ποιήματα εύληπτα, εντούτοις συχνά ενέχουν συντακτικά, συνειρμικά άλματα, εικόνες και φράσεις ανοιχτές σε ερμηνεία που προκαλούν την φαντασία του αναγνώστη, καθώς και τη δεσπόζουσα μηχανή της ανατροπής.
Το ποιητικό εκκρεμές της Λουκίδου, πάντως, κινείται ανάμεσα από τον εγκλεισμό θεληματικό ή επιβεβλημένο έως το ελεύθερο άνοιγμα που προϋποθέτει η ποιητική συνομιλία με αγιοποιημένες μορφές του παρελθόντος (Νίκος Καρούζος, Ρενέ Σαρ, Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Κώστας Κρυστάλλης, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Δημήτρης Παπαδίτσας, Σύλβια Πλαθ, Κατερίνα Γώγου κ.ά.)˙ όψεις παραπληρωματικές και αλληλοσυμπληρούμενες που δεν αναδεικνύουν μόνο τον φόβο του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στη σιωπή και τον θάνατο, αλλά ταυτόχρονα και την ακλόνητη πίστη της στην υπονόμευση του «θυρωρού των ημερών» μας.
Περνώντας στο τελευταίο και πιο αυτοαναφορικό μέρος του βιβλίου, παρατηρούμε ότι δεσπόζει το θέμα της γραφής και της ποίησης. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί με μαεστρία σε αυτό το μέρος τον διάλογο για να αποτυπώσει την άγνωστη και, εν πολλοίς, ανείπωτη εμπειρία της συγγραφής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το βάσανο της γραφής, αυτός ο ασταμάτητος γκρεμός της γλώσσας, συμβιώνει αντιθετικά μαζί με την άσβηστη ρομαντική ελπίδα ότι ο ποιητής μετά τον θάνατό του «μετοικεί στους στίχους του», όπως έχει πει ο σπουδαίος ποιητής Κώστας Μόντης. Η βαθιά, επομένως, πεποίθηση της Λουκίδου ότι ηποιητική γλώσσα μας ελέγχει, δεν την ελέγχουμε, και ακόμα ότι η γλώσσα πρέπει να μας καταδεχτεί για να δημιουργήσουμε το ποίημα, την προφυλάσσει, τελικά, από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού. Για αυτό και το ερωτικό θαύμα της ποίησης και της ζωής ξεπροβάλλει μέσα από τις κρύπτες της πραγματικότητας.
Σε διαλεκτική αντιπαράθεση τώρα της ποίησης της ελευθερίας και του έρωτα, ορίζεται ο θάνατος ως δίαυλος για τη διήθηση και τον έλεγχο των ανθρωπίνων σχέσεων, ως η βίαιη διακοπή και περιορισμός της φυσικής επικοινωνίας, ως λήθη της ζωής. Παρόλα αυτά, τόσο στην ελευθερία της ποίησης και του έρωτα προσμένουμε τη διάρκεια της αιωνιότητας, ίσως γιατί και στις δύο περιπτώσεις αναβάλλεται, έστω για λίγο η έλευση του μοιραίου και παρατείνεται η ψευδαίσθηση ότι η αναπότρεπτη φθορά μπορεί να λησμονηθεί. Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά εύθραυστο και εύπλαστο πλαίσιο, η ποίηση, όπως αναφέρει η Λουκίδου «είναι μια ανοιχτή υπόθεση την ίδια ώρα που είναι και προδιαγεγραμμένη. Είναι σχεδίασμα και δοκιμή, απόπειρα να αποδοθεί το φευγαλέο μιας αλήθειας, το ίχνος ενός περάσματος που μέχρι εκείνη τη στιγμή μάς διέφευγε. Μοιάζει με εκείνα τα άστρα που περνούν χιλιετίες, ώσπου να φτάσει σʼ εμάς το φως τους. Εμείς βλέπουμε τη λάμψη τους, όμως η πτώση τους έχει ήδη συντελεστεί εδώ και πολύ καιρό. Το ποίημα λοιπόν είναι ήδη γραμμένο και ολοκληρωμένο και η δική μας προσοχή στη σιωπηλή στιγμή της νύχτας μέσα μας είναι εκείνη που μας το εμφανίζει».
Λαμβάνοντας το πιο πάνω αυτοσχόλιο υπόψη, είναι εμφανές ότι η ποίηση βιώνεται και ορίζεται από την ποιήτρια ως μια διαρκής πνευματική και σωματική ακροβασία του ανείπωτου, μια πρωτίστως σωματική και ενστικτώδης λειτουργία που προστατεύει τον λυρισμό της σκέψης, την αιώνια παιδική ηλικία, και επιτίθεται στη βαρβαρότητα της νόρμας, στην κατανάλωση των σχέσεων, ακόμα και στην ίδια την ποίηση όταν αυτή είναι άσφαιρη. Η ποιήτρια δεν βιώνει, επομένως, μονοσήμαντα την ποίηση ως λυτρωτική αυτοέκφραση, αλλά, όπως καίρια το έθεσε η Ελένη Βακαλό, ως «τον τρόπο να κινδυνεύουμε». Γι’ αυτό και η ποίησή της μετεωρίζεται συνεχώς ανάμεσα στο αυθόρμητο και το επεξεργασμένο, ανάμεσα στο βίωμα και στην υπέρβασή του, και θεματοποιεί αμφότερα τη βίαιη εισβολή του εξωτερικού κόσμου στον αφύλαχτο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της ύπαρξης ή την αντίστροφη και, τις περισσότερες φορές, λυτρωτική παρέμβαση της ποιητικής όρασης που μεταμορφώνει τον εξωτερικό κόσμο και κυοφορεί το θαύμα. Και, βέβαια, μέσα στη διαλεκτική δομή του κειμενικού σύμπαντος της Λουκίδου, όπως αυτή η δομή αποτυπώνεται στη συλλογή ως συνδυασμός ορατού χώρου και αθέατης ή βαθιάς εσωτερικής διαστρωμάτωσης των εσωτερικών τοπίων, η φύση από τη μια, αλλά και το αστικό τοπίο και καθημερινά αντικείμενα από την άλλη επιλέγονται για να αποδίδουν καταστάσεις του υποκειμενικού κόσμου, ενώ ο θάνατος ανεξέλεγκτος διασχίζει κάθετα και οριζόντια όλη τη συλλογή με ποικίλα προσωπεία.
Συνοψίζοντας, η ελευθερία της ποίησης και της μνήμης, αποτελούν στην τελευταία συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ένα λυτρωτικό καταφύγιο μέσα στο οποίο η δημιουργός μπορεί να ξεγελάσει τον «θυρωρό των ημερών» της. Σε μερικά ποιήματα, ωστόσο, η ποίηση βουλιάζει στο τραύμα, καθώς η μνήμη και η ποίηση φαίνεται να ανοίγουν περισσότερο μια χαίνουσα πληγή. Σε αυτά τα λιγοστά ποιήματα έχουμε τώρα μια ποίηση που μόνο παροδικά μπορεί να λειτουργήσει ως λύτρωση και η οποία περιβάλλεται από τη χροιά μιας μνήμης εκδικητικής, επώδυνης και σχεδόν πάντα διεκδικητικής του παρόντος της. Και οι δύο, πάντως, κειμενικές στρατηγικές της Λουκίδου, δεν αποκαλύπτουν μόνο την πρόθεσή της να μην αφεθεί μοιρολατρικά σε ό,τι την ταλάνισε και εξακολουθεί, ίσως, να την ταλανίζει, αλλά να αντιπαρατεθεί σε αυτό, μεταποιώντας το σε δικαιωμένες ποιητικά εκδοχές ζωής, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν και κάποτε ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα.
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΕΚΕΙΝΟΙ:
Τ’ αφήσαμε όλα στη μέση:
τη νύχτα έκθετη στη μέση του καθιστικού
ένα βιβλίο ανοιχτό στη μέση της ανάμνησης
και τη βελόνα του πικάπ στη μέση του κενού.
Αδιόρατα νεφελώματα σιγής
τ’ αφήσαμε να ανεβαίνουν ρυθμικά
στην τρύπια στέγη που έχασκε
καταμεσής της πόλης
την ώρα που οι αρμόδιοι
ξέστηναν βιαστικά το λούνα παρκ
στη μέση της πλατείας
ν’ ανεγερθεί μνημείο ορειχάλκινο
με φόντο τα χαλάσματα.
ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ:
[Εκείνος που αποκρίνεται
– ο μόνος που επιτρέπεται να ομιλεί –
ψιθυρίζει ακατάληπτες λαμπερές βεβαιότητες
όπως ότι η μέρα που πεθαίνει
είναι μια επιπλέον ομολογία
για το αψηλάφητο μυστήριο του θανάτου
και πως η τεντωμένη κλωστή της σειρήνας
γδέρνει το πλάνο της αδράνειας
να νικηθεί η πλήξη
σαν αναρρίχηση εσπερινού
πάνω από την εξάντληση και την πεζοπορία.]
Είδατε, κύριοι, είναι όλα θέμα οπτικής.
Η βόμβα απλώς βοήθησε
να μπουν τ’ αστέρια απευθείας στο δωμάτιο
το βιβλίο σας δεν έλεγε άλλωστε πολλά
και το βαλσάκι παλιομοδίτικο εντελώς
ενώ ο ανδριάντας μας
δίνει μια άλλη προοπτική
κι οι φτέρνες, ω, δείτε τις φτέρνες του
πόσο αποφασιστικά ανασηκώνονται
γιατί οι στόχοι, κύριοι, είναι για τον ηγέτη μας
ο μόνος στόχος.
Απαγορεύει αυστηρά την αστοχία.
Συγκινημένος σας ευχαριστώ.
Εσάς, την ιστορία, τον γλύπτη.
Και τώρα προσκαλώ τη χορωδία του στρατού.
Ας κλείσει η τελετή αυτή αρμονικά.