Scroll Top

«Πότε εισήλθε ο ξυλοκόπος στο δάσος»; Σχόλια στην ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Θάνογλου Ο θάνατος των πτηνών – Παρουσίαση από τον Παναγιώτη Νικολαΐδη

Δύο περίπου χρόνια μετά την ώριμη συλλογή Αναπαράσταση (Πικραμένος 2019) η Ελευθερία Θάνογλου επιστρέφει με το τρίτο ποιητικό της βιβλίο που φέρει τον ανοιχτό και πολύσημο τίτλο Ο θάνατος των πτηνών. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες στις οποίες δεσπόζει ένας πυκνός, πολυσήμαντος, χαμηλόφωνος, εξομολογητικός λόγος που αντιμετωπίζει τον κόσμο, τη μοναξιά, τη δημιουργία, τον θάνατο και τον χρόνο μετουσιώνοντάς τα σε ποίηση. Διαβάζοντας τα 21 ποιήματα της συλλογής ενίοτε ολιγόστιχα και επιγραμματικά και κάποτε εκτενέστερα, λυρικά και μαζί στοχαστικά, συστήνεται ένα ομοιογενές θεματικά και υφολογικά τοπίο που υποδέχεται τη μελαγχολία και την υπαρξιακή αναζήτηση.
Γενικότερα, στην ποίηση της Θάνογλου, εντοπίζουμε μια θεματολογία που εξακτινώνει τον ποιητικό λόγο γύρω από τρεις βασικούς θεματικούς άξονες· τον έρωτα, την ποίηση και τον θάνατο. Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι στην παρούσα συλλογή ο έρωτας υποχωρεί, ενώ το δεσπόζον θεματικό δίπολο ποίηση, δημιουργία vs θάνατος δεν παρουσιάζεται μέσα από την παραδοσιακή αντιθετική του οπτική, σύμφωνα με την οποία η παρουσία του ενός σκέλους ακυρώνει την παρουσία του άλλου. Αντίθετα, φαίνεται να αποκαλύπτει μια συμπληρωματική και ταυτόσημη σχέση όπου το ένα στοιχείο διαθλάται μέσα στο άλλο, έτσι ώστε η ποίηση-πουλί να βιώνεται και ως θάνατος και αντίστροφα ο θάνατος να βιώνεται ως ποίηση. Η σύζευξη, πάντως, των δύο κυρίαρχων θεματικών περιοχών ωθεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια οντολογική, καλλιτεχνική αναζήτηση, η οποία βιώνεται ως καταβύθιση εις εαυτόν, ως επώδυνη πορεία ενδοσκόπησης στα σκοτεινά μονοπάτια της συνείδησης και της ύπαρξης.

   Ο ποιητικός προβληματισμός γύρω από τα δύο αυτά θέματα γίνεται εντονότερος ίσως στην παρούσα συλλογή, αφού η ποιήτρια αφενός έχει βιώσει τον θάνατο αγαπημένων προσώπων και αφετέρου προσεγγίζει ένα κρίσιμο βιολογικό σύνορο· αρχίζει να βιώνει, με άλλα λόγια, εντονότερα τον φόβο για το άγνωστο και την αναπότρεπτη φυσική φθορά. Κάτω από αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, η πλήρης, σχεδόν, εξάρτηση του ποιητικού υποκειμένου από τη μνήμη, αλλά και τις αισθήσεις μέσα σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αμφίσημη (τραυματική, επικίνδυνη και συνάμα γεμάτη μυστήριο) παρουσία της νύχτας, της ποίησης και του θανάτου, δεν αποκαλύπτει μόνο έναν έντονο αυτοαναφορικό προβληματισμό που συμπυκνώνεται πολύσημα στο κυρίαρχο σύμβολο των πουλιών, αλλά ταυτόχρονα και την αδήριτη ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου-πουλιού να εκφραστεί-τραγουδήσει ψηλαφητά για να αντιληφθεί και να επιβεβαιώσει τη δική του ύπαρξη.
   Αυτή, επομένως, η εναγώνια και οδυνηρή προσπάθεια υπαρξιακής ψηλάφησης συνυφαίνεται άρρηκτα στη συλλογή με την ίδια τη διαδικασία της γραφής και της ποίησης· είναι, δηλαδή, απολύτως ταυτόσημη και παράλληλη με τη γραφή του ποιήματος. Συνεπώς, η τραγική υποχώρηση μιας πληγωμένης ύπαρξης στην εσωτερική της ενδοχώρα, εκεί όπου συντελείται, ουσιαστικά, το υπαρξιακό δράμα και κυοφορείται, παράλληλα, το προποιητικό, βιωματικό υλικό, αιτιολογεί, εν τέλει, την καθοριστική παρουσία των αμφίσημων μοτίβων της πτήσης-πτώσης των πτηνών, της μουσικής και της σιωπής, της ποίησης και του θανάτου σε όλη την έκταση της συλλογής.
   Πιο συγκεκριμένα έχουμε μια διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου που δεν εστιάζει μόνο στην αγωνία των ποιητών για υστεροφημία ή στην επώδυνη για τον ποιητή αδιαφορία της κοινωνίας και την προσωπική του δοκιμασία πάνω στο λευκό χαρτί που αγγίζει μερικές φορές το όριο της παράνοιας, αλλά παράλληλα και σε όσα ευφρόσυνα, αναγεννητικά και θετικά βιώνει ο δημιουργός ή ο απλός αναγνώστης κατά τη διάρκεια της κυοφορίας ή της ανάγνωσης του ποιήματος. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο το θαύμα της ποίησης νοείται και βιώνεται αντιφατικά ως φάρμακον, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης· ως ίαση-ζωή, δηλαδή, και ταυτόχρονα ως ασθένεια-θάνατος, κάτι που επιβεβαιώνει με τον αψευδέστερο τρόπο ότι η ποίηση για τη Θάνογλου παραμένει μια διαρκής και επώδυνη πνευματική ακροβασία, μια τραγική πτήση-πτώση των ποιητών στον ουρανό της ποίησης.
   Εστιάζοντας ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, παρατηρούμε ότι η ποιήτρια κινείται συνεχώς ανάμεσα σε δύο διαστάσεις· την πραγματική-φυσική και τη μεταφυσική, με τα ποιήματα, βέβαια, να αποτελούν τον πραγματικό τόπο όπου συγκλίνουν η αντικειμενική και υποκειμενική πραγματικότητα. Αυτή η μόνιμη δυσδιάστατη φιλοσοφική και ποιητική κατάσταση, αυτή η έντονη υπαρξιακή διπολικότητα, εκφράζεται, βέβαια, κάποιες φορές αντιθετικά· άλλες φορές, ωστόσο, τις περισσότερες, είναι συμπαρουσία λίγο πολύ διαλεκτική δύο αντιτιθέμενων πόλων, ανάμεσα στους οποίους ο αναγνώστης, αλλά και η ποιήτρια μένει, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, μετέωρη και ανοικτή. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η ποίηση αποτελεί ένα σημείο-τόπο καταφυγής, ένα παρόν-πτήση που λειτουργεί παροδικά ως λυτρωτικό καταφύγιο μέσα στο οποίο ο ποιητής μπορεί να προφυλάξει το πραγματικό του πρόσωπο από τον χρόνο, τη φθορά και τον θάνατο. Από την άλλη, ωστόσο, η ποίηση φαίνεται να πηγάζει από και να εκβάλλει ταυτόχρονα κατευθείαν στο τραύμα, καθώς ούτε η μνήμη ούτε η ποίηση αποτελούν ουσιαστικά μόνιμη, σταθερή σανίδα σωτηρίας για τον άνθρωπο-ποιητή, αλλά φαίνεται να ανοίγουν περισσότερο μια χαίνουσα πληγή μπροστά στον αναπότρεπτο γκρεμό του θανάτου.   Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση, η ανά χείρας ποιητική συλλογή της Θάνογλου φωτίζει την ποιητική ηθική της, που συμπυκνώνεται ως στενά βιωματική σχέση του ποιητή και του θέματος, αλλά και ως μια ψύχραιμη αποτύπωση του υπαρξιακού του τραύματος. Επιμέρους επιφυλάξεις για υπερβολική σκοτεινότητα και αφαιρετικότητα, με συνέπεια να χάνεται η ζητούμενη διαύγεια υπάρχουν σε μερικά μόνο ποιήματα της συλλογής. Πέρα, όμως, από αυτό, κύρια υφολογικά χαρακτηριστικά και αρετές της γραφής της σε τούτη τη συλλογή είναι η εναργής και αξιοσημείωτα λιτή εκφραστική, οι ανοίκειες λεκτικές συνδέσεις και οι πρωτότυπες εικόνες που στηρίζουν την προσπάθεια ανάδειξης του απροσδόκητου στο οικείο, η υποδόρια ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, η ήρεμη ανάσα της φωνής και τέλος ένας ιδιότυπος λυρισμός, η υποβλητικότητα και ο ώριμος στοχασμός. Η ποιήτρια, επομένως, δεν κατορθώνει μόνο οργανική και συγκινησιακή συνοχή, αλλά και να υποβάλει στον αναγνώστη της την ασύλληπτη όψη των πραγμάτων.

ΑΦΑΙΡΕΣΕΙΣ

Πίσω από τη μακριά
σειρά των τάφων
ένα σμήνος πουλιών
αφαιρούσε
με αυτοσχέδιους κελαηδισμούς
τη λεπτή του θανάτου κρούστα
από τα μάτια μας.

ΜΑΤΙΑ ΣΤΡΑΒΑ

Θεέ μου
χωρίς σκιές
πώς βρίσκει κανείς τον δρόμο του

Κάποτε φτάνει κανείς ν’ αγαπά
ακόμη και εκτυφλωτικούς ίσκιους.
Γίνεται συγκαταβατικός σε κάθε πράξη
που γεννά το άσχημο, απεριόριστος
παμφάγος γίνεται.Γίνεται άνθρωπος
με στραβά μάτια

σε ευθύ δρόμο.