Με τη δέκατη κατά σειρά ποιητική συλλογή Αμοντάριστα πλάνα, η Φροσούλα Κολοσιάτου συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο φτιάχνοντας ποίηση λειτουργική και ώριμη. Το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδούν τόσο από την ευαίσθητη βίωση της πρωτόγνωρης για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα εμπειρίας της πανδημίας, αλλά και του διαχρονικού μεταναστευτικού προβλήματος όσο και από ιδιαίτερα προσωπικά-οικογενειακά βιώματα, τα οποία συμπυκνώνουν αισθητικά τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση της ποιήτριας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πολύσημος τίτλος Αμοντάριστα πλάνα υποδεικνύει εξαρχής την ορίζουσα της συλλογής, καθώς και την πρόθεση της ποιήτριας να δημιουργήσει ένα αποσπασματικό, ποιητικό σύμπαν με αμοντάριστα πλάνα της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και της ιδιωτικής ιστορίας. Ο οξύς, επομένως, βιωματικός και υπαρξιακός πυρήνας του βιβλίου, η συνεχής διαπλοκή μνήμης και πραγματικότητας, η παρουσία των αρχετύπων και οι πολλαπλές αναδυόμενες σημασίες και, τέλος, ο γοητευτικός συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας μαζί με μια γόνιμη απροσδιοριστία και μια ροπή στην ανατρεπτική όραση και στο απροσδόκητο, συγκροτούν, κατά την άποψή μου ένα δυναμικό ποιητικό δίκτυο μέσα από το οποίο αναπηδούν προσωπικά, αλλά και συλλογικά βιώματα πλήρωσης και απώλειας.
Εστιάζοντας θεματικά στη συλλογή, παρατηρούμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο αποτυπώνει την μόνιμη αναγωγή της ποιήτριας σε δύο κυρίαρχους και αλληλένδετους για την ποίησή της, μυθολογικούς κύκλους· τον κύκλο της συλλογικής ιστορίας και τον κύκλο της προσωπικής γενεαλογίας. Αν στην καρδιά του πρώτου κύκλου βρίσκεται ο κοινωνικός προβληματισμός, στον δεύτερο κύκλο λανθάνει η ιδιαίτερη καταγωγή, ο γενέθλιος τόπος και τα σπαράγματα των παιδικών αναμνήσεων. Η συλλογή, επομένως, χωρίζεται ευδιάκριτα σε δύο -ίσα σχεδόν σε ποιήματα- μέρη. Το πρώτο μέρος της συλλογής, που τιτλοφορείται ευφυώς «Χαμηλό υψόμετρο», διαπραγματεύεται τις υπαρξιακές, αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις τόσο της πανδημίας (ακόμη και στις πιο αδύναμες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες π.χ. άστεγοι) όσο και του διαχρονικού μεταναστευτικού δράματος, ενώ στο δεύτερο μέρος, που τιτλοφορείται «Προσωπική γεωγραφία», εντοπίζουμε την υπαρξιακή-μνημονική συσπείρωση και καταβύθιση του ποιητικού υποκειμένου στον οικογενειακό μύθο. Και στα δύο, ωστόσο, μέρη της συλλογής, διακρίνουμε έναν ελλειπτικό ποιητικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιώντας από τη μια πολλές σιωπές, υπονοούμενα και άλογες, υπερρεαλιστικές, αποσπασματικές εικόνες, κι από την άλλη ευθύβολα σχόλια, επιχειρεί να διαχειριστεί τα προσωπικά, αλλά και συλλογικά βιώματα και τραύματα.
Εστιάζοντας στο πρώτο μέρος της συλλογής, όπου η ποιήτρια καταγράφει με βαθιά ενσυναίσθηση και ρεαλισμό το επίκαιρο θέμα της πανδημίας και της μετανάστευσης, αλλά και των επιπτώσεών τους σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής, παρατηρούμε ότι ο λόγος της δεν γίνεται εκκωφαντικός, αλλά αντίθετα παραμένει αφαιρετικός, θρυμματισμένος, εσωτερικός και βαθύτατα ελεγειακός, υπερβαίνοντας έτσι την αποπνικτική επικαιρότητα και μεταπλάθοντάς την αισθητικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αφηγηματική, αλλά και λυρική ταλάντωση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το ιδιωτικό και το συλλογικό, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το πραγματικό και το ονειρικό-φανταστικό, το διαχρονικό και το επίκαιρο, το παλαιό και το σύγχρονο δεν αποτελεί παρά μιαν επιμέρους εκδήλωση της ευρύτερης διαλεκτικής ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία της καθημαγμένης, αστικής καθημερινότητας, η οποία φαίνεται να ανακινεί και μερικά άλλα συνολικότερου εύρους ζητήματα (π.χ. πολιτισμικά, θεσμικά) που αφορούν την κοινωνία γενικότερα, αποδεικνύοντας ότι τα ποιήματα του μέρους αυτού είναι γερά προσγειωμένα στον τόπο και την εποχή τους.
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, το οποίο είναι και το ποιοτικότερο, κατά την άποψή μου, κυριαρχεί –όπως έχει ήδη επισημανθεί- η επώδυνη καταβύθιση του ποιητικού υποκειμένου στον οικογενειακό μύθο, ο οποίος και αποτελεί θεματικό κέντρο της ποίησης της Φροσούλας Κολοσιάτου. Ο ποιητικός λόγος, επομένως, εδώ γίνεται πιο υπαρξιακός, εσωτερικός, αποσπασματικός και ελλειπτικός, καθώς εκκινεί με την ενεργοποίηση της παιδικής μνήμης του ποιητικού υποκειμένου και οδηγεί στη νοσταλγική ή τραυματική επιστροφή στον γενέθλιο τόπο, αναμοχλεύοντας βαθιά υπαρξιακά στρώματα. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι το ποιητικό υποκείμενο ωθείται εδώ σε μιαν υπαρξιακή, οντολογική αναζήτηση, η οποία βιώνεται ως καταβύθιση εις εαυτόν, ως επώδυνη-βασανιστική ή ευφρόσυνη-λυτρωτική πορεία ενδοσκόπησης στα σκοτεινά μονοπάτια της παιδικής ηλικίας ή της οικογενειακής ιστορίας, η οποία συνυφαίνεται άρρηκτα τις περισσότερες φορές με την ίδια τη διαδικασία της γραφής.
Η τραυματική ή λυτρωτική, επομένως, υποχώρηση του ποιητικού υποκειμένου στην εσωτερική του ενδοχώρα, εκεί όπου συντελείται, ουσιαστικά, το υπαρξιακό δράμα και κυοφορείται το προποιητικό, βιωματικό υλικό, αιτιολογεί, εν τέλει, την καθοριστική παρουσία μνημονικού υλικού τόσο από οικογενειακά βιώματα (μορφή της μάνας και του πατέρα) όσο και από τη σύγχρονη ιστορία του νησιού (Αγώνας της ΕΟΚΑ του 1955-1959, τουρκική εισβολή), καθώς αυτό το υλικό συνδέεται άμεσα με την οριστικά απωλεσθείσα Εδέμ της παιδικής ηλικίας, που καθορίζει ακόμη συνειδητά και ασυνείδητα το βιωματικό παρόν του απομακρυσμένου από τη γενέθλια κοίτη ποιητικού υποκειμένου.Η επίμονη, ωστόσο, επιστροφή της Κολοσιάτου στη μνήμη δεν συνδέεται μόνο με το ιστορικό τραύμα της Κύπρου που παραμένει εδώ και σχεδόν 50 χρόνια ανοικτό, αλλά και με τον οριστικό ξενιτεμό και τη μόνιμη απόσταση της ποιήτριας από τον γενέθλιο τόπο.
Νοσταλγώντας, επομένως, έναν κόσμο λησμονημένης απλότητας και μεγαλοσύνης, η ποιήτρια επιχειρεί να συγκολλήσει τα χρονικά κομμάτια του εαυτού της. Καθώς, όμως, ο γεωγραφικός και βιωματικός άξονας μετατοπίζεται συνεχώς από το παρελθόν στο παρόν, το ποιητικό υποκείμενο συνθλίβεται ανάμεσα στην αλλοτριωμένη σύγχρονη πραγματικότητα και στην αναζήτηση μέσω της μνήμης της συλλογικής, αλλά και της υπαρξιακής του ταυτότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποιητική γραφή δεν λειτουργεί μόνο θεραπευτικά διασώζοντας σημαντικές στιγμές και τιμαλφή, αλλά ταυτόχρονα θρυμματίζει το ποιητικό υποκείμενο σε αμοντάριστα πλάνα.
Μορφολογικά τώρα, η ανά χείρας ποιητική συλλογή διακρίνεται για τη ρυθμική αγωγή του ποιητικού λόγου, την ελλειπτικότητα και την πυκνότητα της γραφής, τον επιτυχή εμβολιασμό του κειμένου με λέξεις του διαλεκτικού, βιωματικού, γλωσσικού χώρου και της καθαρεύουσας και τέλος για την καθαρότητα και ανατρεπτικότητα του ποιητικού βλέμματοςˑ στοιχεία τα οποία επαναβεβαιώνουν το στίγμα μιας ιδιότυπης ποιητικής φωνής, η οποία επιτυγχάνει να εκφράσει βαθιά υπαρξιακά και κοινωνικά θέματα με καθολικότητα και αισθητική πληρότητα. Κυρίως, όμως, η ανά χείρας συλλογή επιτυγχάνει, κατά τη γνώμη μου, να αναδείξει μια βαθιά και συνειδητοποιημένη καθημερινότητα, η οποία δεν θα μπορούσε να οριστεί χωρίς τη συμφιλίωση της ποιήτριας με το παρελθόν και τη μνήμη, αλλά και με την ιστορική περατότητα του ανθρώπου και της γραφής. Συνοψίζοντας, η ποιητική συλλογή Αμοντάριστα πλάνα της Φροσούλας Κολοσιάτου αποτελεί μιαν ελεγεία για τον χαμένο ανθρώπινο χρόνο και τα τραύματα που εκείνος κυοφορεί, αλλά και συνάμα ένα ύμνο για τον πνευματικό άνθρωπο που μπορεί να συμφιλιωθεί με τα σπαράγματα του εαυτού του και τον χρόνο.
ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ι.
Έτσι περνούσε ο καιρός
Ήρθαν με το νερό Άραξαν στη στεριά
Εδώ θα μείνουν
Μακριά από τον τόπο τους
Κάτω από ένα γκρεμισμένο ουρανό
Περιμένουν τα πουλιά να περάσουν
Χάνονται στον ορίζοντα της αποδημίας
Ξεχνούν τα μάτια τους
…
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΦΥΓΕ
Παλιές οικογενειακές φωτογραφίες
Ζητούν βοήθεια
Δρασκελούν κρυφά τη νύχτα
Ασκούνται χαμηλόφωνα
Μέσα βουλιάζει κάτι οικείο
Μια ίσια γραμμή χωρίς δεσμεύσεις
Ανακεφαλαιώνει απώλειες
Ο πατέρας μου και εγώ σε κάδρο
Με κρατάει κοριτσάκι από το χέρι
Το αεράκι μάς χαϊδεύει
Μαζί μου πάντα
Να μου γνέφει
Σαράντα χρόνια να μου λείπει
Οι ουρανοί του πένθους
Με μια πλάκα και ένα κονδύλι
Τότε μου έλεγες ιστορίες
Κουβαλούσαμε μαζί τα ψώνια
Με το μεγάλο ποδήλατο
Φυτέψαμε μαζί τις λεμονιές στον κήπο
Νομίζεις ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα γυρίσει
Με το καπέλο του στο χέρι
Η μάνα θα τον περιμένει
-Κάτσε να φάμε θα του λέει
Έτσι περνάει ο καιρός σχεδόν παράφορα
Χωρίς θερμοκρασία
Ασπρόμαυρος
Πρώτα ο μύθος του Νοέμβρη
Καθώς οι μέρες του αυτές
Με τις οικογενειακές συναθροίσεις
Δεν θα ξανάρθουν
Κανένας δεν είναι πλάι στον άλλο
Και ο πατέρας έφυγε
Άνθισε όμως ο κήπος γέμισε κόκκινο
Αγαπημένο και απαγορευμένο
Όπως ο Πενταδάκτυλος
* Φροσούλα Κολοσιάτου Αμοντάριστα πλάνα (Βακχικόν 2021).