Γράφει η Κατερίνα Παπαδημητρίου
Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ, Ποιήματα, Εκδ. Έναστρον, Αθήνα 2020
Γράφοντας για τη νέα ποιητική συλλογή του Κ. Χ. Λουκόπουλου ξεκινώ από την επωδό που ο ίδιος ορίζει ως Επιμύθιο: «…δεν είχα κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς μου με τις σκιές.» Ενώ, λίγο παρακάτω καταλήγει: «…κάθε σταγόνα ποίησης περιέχει μέσα της τον χρόνο, τους τόπους, τους ανθρώπους, τα ταξίδια, τα έργα τέχνης, που τη γέννησαν.» Αντίστροφα μετρώντας λοιπόν θα αναφερθώ πρώτιστα στη συνομιλία του Λουκόπουλου, με τον χρόνο, τους ανθρώπους που αγάπησε, με τον έρωτα, τον θάνατο, άλλωστε δεν παραλείπει να το δηλώνει, «Τις νύχτες, φορώντας/ τους παλιούς ανθρώπους,/ πληθαίνω ατέλειωτα προς τα πίσω..». Συνομιλεί με την ίδια την τέχνη αλλά, κυρίως, με την ίδια τη γλώσσα, την οποία χειρίζεται άλλοτε επιτηδευμένα, με έναν ποιητικό ύφος που παραπέμπει σε αντίστοιχους ποιητές που κατάγονται από τις αρχές του 19ου αιώνα. «…ενόσω εκείνες θα τεντώνονται/έτοιμες να φτερουγίσουν/ απ’ του κορμιού τους/ το νεκύδαλλο.», κι άλλοτε μ’ εκείνον τον μαγικό τρόπο της αυτόματης γραφής που απελευθερώνει τα γλωσσικά σύμβολα.
Ο συμβολισμός αναδύεται από την ακροτελεύτια λέξη του ποιήματος με τίτλο «Τα κορίτσια» από τη λογιότατη λέξη νεκύδαλλο. Η μεταμόρφωση της ψυχής, όπως η πεταλούδα αναγεννάτε αφήνοντας το κουκούλι της, η μεταμόρφωση του κοριτσιού σε γυναίκα, ο χρόνος χορεύει με τη φθορά και τις αναμνήσεις σε ένα υπερρεαλιστικό ταξίδι και τολμά ακόμα και την ποιητική συνεύρεση με το ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, «Σε νοσταλγώ Ροδούλα,/ υπογραμμίζω τους στίχους…».
Πράγματι, όσο βαθαίνει ο ποιητικός οίστρος ξεδιπλώνεται η γλώσσα του ποιητή, τολμά και χρησιμοποιεί λέξεις αγοραίες. Τον παρατηρούμε να ελίσσεται γλωσσικά, χωρίς καμία διάθεση φλυαρίας, αγγίζοντας με το ίδιο πάθος τον ναρκισσισμό της ίδιας της ύπαρξης. Στις «Πλειάδες» θα απευθύνει «…με μιαν/αυτάρεσκη αξιοπρέπεια/τις σεξουαλικές ευχές της:– να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!»
Πρόκειται, για ένα ταξίδι στα όρια της τέχνης, της ζωής και του θανάτου, της νοητής γραμμής της ίδιας της εξέλιξης σε κάθε επίπεδο. Η σάρκα ανταγωνίζεται το πνεύμα, ο έρωτας τον θάνατο και η ίδια η ύπαρξη τη μεταμόρφωσή της. Ο λόγος του Λουκόπουλου, υπερρεαλιστικός, δεν φείδεται επιθέτων, ωστόσο δεν παραλείπει την ορμή που τόσο ιδιαίτερα κατοικεί στους στίχους του.
Το ταξίδι της ψυχής ξεμακραίνει, ελίσσεται, νοσταλγεί και πλέκει το υπερρεαλιστικό υφάδι της ποίησης του, καθώς «το αγόρι πορθητής…/… στον δρόμο για τα Εκβάτανα…» ντύνεται ποιητής και υφαίνει πάλι τη ζωή, «…ας τεντώσει τα χέρια/να τον γλείψουν οι κάμπιες/ ο δραστήριος μυόσπασμος/κι η οργάνωση σε αλυσίδες/αυτή δεν είναι η ζωή μας;».
Το Παρίσι, η πόλη του φωτός, συναντά στην «Τροφό» την Αχερουσία λίμνη σε ένα συμβολικό ταξίδι όπου η φθορά ελπίζει στην αναγέννηση, «…κι όσο θα τρίζεις στο στόμα μου/θα είναι το Παρίσι μας,/ένα καλάθι των βράχων του/και μια Αχερουσία». Ο θάνατος ταξιδεύει χέρι χέρι με τη ζωή στην ποίηση του Λουκόπουλου. Τίποτα δεν σταματά τον έρωτα. Η νυφική παστάδα, ο έρωτας, η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης, Ο Φρόιντ και η γενετήσια ορμή, βαδίζουν πλάι με τον θάνατο.
Συχνά, οι αναμνήσεις ξεπηδούν σαν μνημόσυνα από τους στίχους του Λουκόπουλου. «…άλλα χρόνια τότε,/ φέρναμε νερό στα χέρια/μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές/ βαραίναμε μπροστά/όχι στα καπούλια…». Η απώλεια, η ματαίωση, η θλίψη, συναντούν την πάλη για κοινωνική ισότητα μεταδίδοντας αξίες και στάσεις για τη ίδια τη ζωή. «…Εδώ σού εκμυστηρεύομαι./ όπως θα πέφτει μια νύχτα του Δεκέμβρη τού ’85/ τα μυδράλια θα σιγούν/στην Αλεξάνδρας…». Η βαθιά κοινωνική και πολιτική του ευαισθησία, κουβαλά στις πλάτες της πατρογονικές μνήμες και πληγές που συνδέονται με διηγήσεις και βιώματα άρρηκτα συνδεδεμένα με γονικές μνήμες, ενώ ο πατέρας ακρογωνιαίος λίθος για τον ψυχισμό ενός άνδρα κατέχει εξέχουσα θέση ως φροϋδική φυσιογνωμία στους στίχους του ποιητή.
Άλλοτε ο ποιητής, ως άλλος, ως σεμνός δημιουργός, υπηρετεί σεμνά τον ρόλο του ως από μηχανής θεός δηλώνοντας την άυλη παρουσία του: «Κάθε βράδυ,/συναντούν τον ποιητή,/στάχτες και χώματα./στα μάτια τους κρυώνει/λίγο ζεστό κερί …» κι άλλοτε πάλι διαπλέκει διακειμενικά στην ποιητική του περιπλάνηση τα «…σιωπηλά ειδώλια των Σειληνών με τα δεμένα μάτια…», ενώ «…ο Σέλλεϋ να απαγγέλει/ την Αναγκαιότητα τού Αθεϊσμού», στο «Μικρό Επιμύθιο».
Το υπερκείμενο γυναίκα πιστοποιεί την πεμπτουσία της ύπαρξής του, επίσης διακειμενικά, στην ποίηση του Λουκόπουλου. Αντιμετωπίζεται ισάξια σε έναν αέναο αγώνα να ταιριάξουν οι ανάσες, να γίνει ο θάνατος χαρά και η μοναξιά συνταίριασμα, γάμος, συντροφικότητα χωρίς ωστόσο να παραλείπεται το πάθος για ζωή, η δημιουργική φύση του θηλυκού, κι ο πόνος που κατατρώει πάντα το αρσενικό. «…διότι πάντα η ζωή θα ορίζεται έτσι/ μέσα από έναν παράφορο,/ ή έναν τραγικό έρωτα». Η γυναίκα γίνεται σύμβολο, αναβιώνει πάθη, γίνεται ανεκπλήρωτος έρωτας, καημός, σκληρή αλήθεια, θάνατος, φυγή από την πραγματικότητα μα πάντα με σεβασμό προς τη φύση της. «…κι οι γυναίκες του/ήταν ιερά της Δήμητρας/ που γίνηκαν ξωκλήσια.», αποδίδοντας στη θηλυκή φύση την ύψιστη αποστολή που όρισε για εκείνην η φύση. Εκείνη της δημιουργίας, της αναγέννησης.
Ο ποιητής δεν παραλείπει τις μάχες του με το φύλλο «…κι όσοι ακόμα βασανίζονταν/ έδερναν έπειτα την κυρά τους/από αγάπη/ λες κι ήταν αμαρτία το φύλο κι όχι η σκατοψυχιά/ δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση/για να τους χωρέσει…», τον έρωτα, τη σαρκική ηδονή, η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση στην ποίηση του Λουκόπουλου.
Η μοναξιά, εκείνο που μένει να κατακτηθεί. Ο χρόνος. Απελθόντες έρωτες θάβονται στα υπόγεια αφήνοντας τη γεύση της φθοράς, παρέα με τα φοιτητικά χρόνια. «…και το κορμί μου έχει γίνει μια ανόητη άσκηση που φοριέται ανάσκελα,/σαν χρονικό κρεβάτι…» πάθη, φόβοι, συνταιριάζονται αρμονικά με τη διονυσιακή μνεία, τα ελευσίνια μυστήρια και ο διονυσιασμός με τις μεταφυσικές ανησυχίες του ανθρώπου δημιουργού. «Σκέφτομαι, με την αφορμή,/ να ήταν έτσι πάντα κι η ζωή,/ένας απλοϊκός συμβολισμός με μάσκες: ένα φίδι/ένας τζουράς/ κι ένα γυφτάκι – άγγελος/ που ερίζουν για την αλήθεια/της πείνας για Θεό,/με την πείνα/για τις παπαρούνες.»
Ο ποιητής κουβαλά τον φόβο ως κοινωνικό στερεότυπο, δεν τολμά να τον εκδιώξει από τη γραφή του, τον αφήνει να ανταγωνίζεται τα μυστήρια της ζωής, εκφράζεται βολταιρικά η ανάγκη για το θείο, το υπέρτατο ον, την ανώτατη δύναμη. «…Κι έτσι οι απορημένοι φθόγγοι του βάλτου/πήραν κορμί /ψυχοσάββατο διανύοντας…» Ο χρόνος και η φθορά σε αντιδιαστολή με τη νιότη και τον έρωτα αναζητούν διακειμενικά αναθεώρηση: Θεός ή άνθρωπος; Μοίρα ή ανθρώπινη βούληση; Το θείο έχει πολλά πρόσωπο στην ποίηση του Λουκόπουλου δεν το αμελεί, ούτε καν το αψηφά. Το επιβεβαιώνει άλλωστε: «…όμως εσύ ο ίδιος/- που γεννήθηκες με ένα περίστροφο στο μπράτσο σου -/ ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ/σαν να ήταν ο Καντ,//από παιδί μεθοδεύεις,/τη νομοτελειακή σου/αυτοχειρία._»
Το αγόρι που αντρώνεται θυμάται, θρηνεί: «…εσύ ήσουν πάντα ποιητής/ –…», θ ακούσει σεμνά να του απευθύνουν «… όμως εμείς σου λέω/είμαστε, καιρό τώρα, πεθαμένοι.». Το αγόρι ποιητής αναζητά τη νύχτα που έρωτας και θάνατος ανταμώνουν σε ένα δημιουργικό ταξίδι. «Υπάρχει μια νύχτα που όλο μου διαφεύγει,/ σαν ένα τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο…», ξαναγυρνά, θυμώνει, αναγεννιέται από τα «νυχτοπατήματα» των «Αρχαγγέλων» και μετουσιώνει «τη σκόνη τους» σε ποίηση. Μας αποχαιρετά από το ύψιστο σκαλοπάτι της ποίησης με μιαν υπόσχεση:
Αυτό να ξέρετε τουλάχιστον:
δεν προκύπτει κατ’ ευχήν
η έρημη η ποίηση
Για μιαν, ακόμη, φορά
Σας χαιρετώ
και σας
Κουρδίζω!
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1965 κι έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Ποιήματά του και πεζά έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, κι έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον και εργάζεται ως καθηγητής σε φροντιστήρια. Διατηρεί το ιστολόγιο: «Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας.»
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ενύπνια τα Μεθεόρτια (2020) εκδ. Έναστρον
Επιτάφιος εν Ελευσίνι (2η εκδοση) (2020) εκδ. Έναστρον
Οι Πόλεις το Χειμώνα (2018) εκδ.Έναστρον