Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Έξοδα νοσηλείας (Μυθιστόρημα)
Ενύπνιο, 2020
κριτική από τον Δημήτρη Χριστόπουλο
Γραφή εντός της ζωής
Ξεκινώ από το εξώφυλλο. Vincent van Gogh: «Wheat Field with Crows» («Σιταροχώραφο με κοράκια»). Ο Άνθιμος Νικολάου, νοσοκόμος-φροντιστής ετών 43, έχει την πετριά να ολοκληρώσει το παζλ με τον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου. Κομμάτι κομμάτι και ο συγγραφέας κατασκευάζει την ιστορία του, κομμάτι κομμάτι ανασυνθέτει τα θραύσματα της ζωής τούήρωά του, “τις πάπιες και τις χήνες και την τεχνητή λιμνούλα”, μπας και καταφέρει να τη συνθέσει σε ένα ενιαίο σύνολο, τη ζωή του, την κανονική ζωή ενός παιδιού που μεγαλώνει και με τους δύο γεννήτορές του και όχι με τους πιο σκοτεινούς εφιάλτες της παιδικής ηλικίας, κλεισμένο σε μια ντουλάπα, παρέα με τα ρούχα της μητέρας του:
Ένα πρώτο ερώτημα. Τι είναι άραγε η ζωή εκτός της γραφής; Και ποια παράταση ή ποιότητα προσδίδει η δεύτερη στην πρώτη; Έχω την αίσθηση ότι αυτό είναι το κεντρικό διακύβευμα του νέου μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, ο οποίος μεταγγίζει –δεξιοτεχνικά- τον πυκνό και αφαιρετικό λόγο του (μικρο)διηγήματος στη μεγάλη φόρμα, στην οποία επανέρχεται δυο χρόνια μετά την Ιδιωτική μου Αντωνυμία, πιο ώριμος, πιο στοχαστικός, πιο κρυπτικός, πιο μελαγχολικός, πιο σπαρακτικός, πιο σαρκαστικός από ποτέ –προβαίνοντας σε μια de profundis εξομολόγηση με ένα βουβό ακροατή-ασθενή, που θυμίζει τους θεατρικούς μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης του Γ. Ρίτσου.
ξανανοίγουμε ύστερα από λίγο την οθόνη ευγνώμονες για την ευεργεσία της γραφής, που δίνει ένα νέο νόημα, μια άλλη κατεύθυνση και ένα νέο βάθος στη γνωστή διάσταση της προοπτικής και κατ’ επέκταση της ζωής, της απώλειας, της φυγής και του θανάτου (σ. 123).
Γενικότερα. Ο Χ. συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε στο τελευταίο του βιβλίο, να βάζει τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή του στο κάδρο της γραφής να μιλά, άλλοτε με σπαραγμό, άλλοτε ασθματικά, άλλοτε έκκεντρα ή παραληρηματικά όπως εδώ, για το «εγώ» που τελικά είναι το «εμείς»· για το «ψυχορραγώ» που σταδιακά γίνεται «το πεθαίνω σα χώρα». Νομίζω πως με τα Έξοδα Νοσηλείας ο Χ. εισάγει στην τέχνη της γραφής ένα είδος αλληγορικής πνευματικής αυτοβιογραφίας με μακρινό ίσως πρόγονο τον Γιάννη Πάνου (Παναγιωτόπουλο) και την Ιστορία των Μεταμορφώσεων («Ομολογώ. Συμφιλιώνομαι. Διατυπώνω τον απολογισμό μου. Και πάνω απ’ όλα, προβαίνω σε χειρονομίες», σ. 107), πειραματιζόμενος και ανανεώνοντας το μυθιστορηματικό είδος, όπως το ξέρουμε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Αυτό που επιχειρεί εδώ ο Χ., όπως και άλλοι συγγραφείς –στη χώρα μας και αλλού-, πέρα από τις οριοθετήσεις των καλλιτεχνικών ρευμάτων, είναι μια ανάτηξη[1] των λογοτεχνικών μορφών, γεγονός που αναδεικνύει βαθιές δομικές διεργασίες στο ευρύτερο πολιτισμικό επίπεδο. Γιατί τι άλλο από μια βαθιά διαδικασία ανάτηξης των λογοτεχνικών ειδών μπορεί να οριστεί ένα μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα: πολιτική αλληγορική γραφή με στοιχεία αστυνομικής πλοκής (ο θάνατος της μητέρας), ημερολογιακή γραφή εξομολογητικού χαρακτήρα με την αδιάκοπη και ασθματική ροή της συνείδησης, στοχαστικό δοκίμιο για τον θάνατο και τις αντοχές του υλικού της γραφής; Και τα όρια όλων αυτών των ειδών να είναι την ίδια στιγμή πορώδη, ώστε ο αναγνώστης διαρκώς να μετακινείται ανάμεσα σε μια εμπειρική και σε μια φαντασιακή/ ονειρική πραγματικότητα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται.
Ειδικότερα. Ο Χ. κατασκευάζει μια ιστορία κατεξοχήν αυτοαναφορική και ταυτόχρονα αλληγορική. Κατ’ αρχάς, τα Έξοδα Νοσηλείας, εγγράφονται στη λογοτεχνία εκείνη που δονείται από μια φυγόκεντρη δύναμη προς τα όρια της γλώσσας και της σκέψης, δοκιμάζοντας τα όρια του πολυφωνικού λόγου, όχι ως επίδειξη επιτήδειου αλχημιστή των λέξεων, αλλά ως επίμονου και ανικανοποίητου τεχνίτη που είναι αφοσιωμένος στην τέχνη της γραφής. Ταυτόχρονα, πρόκειται για κείμενο πολιτικής αλληγορίας, καθώς το ταλαιπωρημένο σώμα του πάσχοντος από εγκεφαλίτιδα ασθενούς γίνεται συνεκδοχικά η μεταφορά του πάσχοντος εθνικού σώματος, από τη στιγμή κιόλας του καισαρικού τοκετού του, μέχρι τη χρόνια κατάσταση κώματος στην οποία έχει περιέλθει («η απούσα παρουσία του»), φυλακισμένο στη «θανατερή λευκότητα ενός λευκού κελιού», διαρκώς απόν, «μια ύπαρξη σε καταστολή, ένα μυαλό σε απουσία, ένα φυτό με μηχανική υποστήριξη», που ωστόσο αντιστέκεται στον θάνατο μέσω της σκέψης και της μνήμης.
Ο αφηγητής (μοιρασμένος σε δύο σώματα) συνομιλεί με τα φαντάσματα / νεκρούς του παρελθόντος (π.χ. Μπελογιάννης, Παναγούλης) που είναι πιο ζωντανά κι από τους ζωντανούς, ενώ αυθιστορούμενος φιλοτεχνεί το πορτρέτο της μεταπολιτευτικής (και όχι μόνο) Ελλάδας:
Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι μοιάζω με την Ελλάδα των χουντικών και με την Ελλάδα των μνημονίων, ως προς την κρισιμότητα της κατάστασης, τη συνταγή της θεραπείας και τις προοπτικές της ίασης, αλλά και ως προς το είδος αυτής της κατάστασης και τις βαθύτερες αιτίες της: γιατί όπως στις δύο προηγούμενες ιστορικές περιόδους κρατήθηκε η χώρα σε πολυετή ομηρία, έτσι κι εγώ τώρα διατηρούμαι σε παρατεταμένη καθήλωση, που λόγω της ανεπάρκειας των θεραπόντων ιατρών επιδεινώνει ραγδαία την ασθένειά μου και στο τέλος χρησιμοποιείται σαν το απόλυτο επιχείρημα για τη διαιώνιση αυτής της καθήλωσης (σ. 113).
Όλες οι δικές μου εξεγέρσεις ξεκινούν από μια απελευθέρωση και καταλήγουνε σε μια δικτατορία. Μετράω ήδη τρεις γενιές της ήττας και στο κατόπι μου βλέπω να έρχεται και μία τέταρτη, κουβαλώντας τα ίδια τρύπια λάβαρα και τις ίδιες ξεσκισμένες σημαίες, άλλοτε εν γνώσει και άλλοτε εν αγνοία της (σ. 121).
Και για επίλογο. Ο Χ. γράφει για να θυμάται, και θυμάται γράφοντας ιστορίες. Η γραφή και η μνήμη ως καταστατικοί όροι της ύπαρξης, ατομικής και συλλογικής, για να κάνουμε λιγάκι πιο υποφερτή την υπαρξιακή και εθνική μας μοναξιά:
Τι κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο, αν όχι η μνήμη και η σκέψη του και τι απομένει από τον άνθρωπο, όταν χάνει τη μνήμη και τη σκέψη του; Αφαιρείς τη μία λειτουργία ή την άλλη λειτουργία ή ακόμη χειρότερα και τις δυο λειτουργίες μαζί κι έχεις μπροστά σου ένα άδειο κουφάρι, ένα ετοιμόρροπο σπίτι σε εγκαταλελειμμένο χωριό, ένα σκιάχτρο με ξεσκισμένα παλιόρουχα σε παρατημένο μπαχτσέ (σσ. 124-125).
Κι εδώ είναι που έρχεται η τέχνη να παίξει τον ρόλο της, σαν ένα μεγάλο ζωτικό «ψεύδος» που όλοι μας –μικροί, μεγάλοι- έχουμε ανάγκη για «να καλύψουμε την απώλεια του άλλου, να διασώσουμε το ίχνος της παρουσίας του ή και να διασφαλίσουμε το δικό μας ψυχολογικό οικοδόμημα»:
Η τέχνη που καταπιάνεται με τον θάνατο δεν συνεχίζει απλώς τις παραμυθικές εξηγήσεις των παιδιών η τέχνη που καταπιάνεται με τον θάνατο είναι οι παραμυθικές εξηγήσεις των μεγάλων (σ. 156).
Στο κάτω κάτω της γραφής, ποιος ο λόγος να γράφουμε και να διαβάζουμε, αν δεν μας τρώει το σαράκι να μεγεθύνουμε τον μικρόκοσμό μας με τον μοναδικό ίσως τρόπο που υπάρχει, δηλ. όταν «πάψουμε να τον βλέπουμε μόνο με τα δικά μας μάτια». Γιατί, το γράψιμο, όπως εύστοχα έχει πει ο Τίτος Πατρίκιος, «είναι ένας στοχασμός πάνω στον εαυτό μας και πάνω στον κόσμο. Το διάβασμα είναι ο αναστοχασμός του αρχικού στοχασμού που αποτυπώθηκε με το γράψιμο. Γι’ αυτό και η ανάγνωση, και η πιο απολαυστική, απαιτεί πολύ μεγαλύτερο κόπο».[2]
[1] Ο όρος, προερχόμενος από τη Γεωλογία, δηλώνει το φαινόμενο ρευστοποίησης ενός πετρώματος και της κρυστάλλωσής του σε ένα νέο πέτρωμα.
[2] Τ. Πατρίκιος (2015). Ο πειρασμός της νοσταλγίας. Σημειώσεις καθημερινότητας. Αθήνα: Κίχλη.