Η νέα ποιητική συλλογή του Φάνη Παπαγεωργίου συστήνεται με έναν μάλλον παράδοξο και ανοίκειο τίτλο ο οποίος εμπλέκει στα σημαινόμενά του μια από τις πιο αγαπημένες στην ποίηση έννοιες, αυτήν της σκιάς, καθώς επίσης και την έννοια του λάθους που αναφέρεται στην ανθρώπινη παρουσία και πράξη. Έτσι, η φράση Με λάθος σκιά κατευθύνει με άκρα ευθύτητα τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την μορφή και τη φυσιογνωμία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου το οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του υπό το πρίσμα μιας αντινομίας ή, καλύτερα, μια αφύσικης συνθήκης που θέλει το σώμα να συμπληρώνεται από τη λάθος σκιά, από μια αποτύπωση, μια αντανάκλαση και μια συνέχειά του που κάθε άλλο παρά συνεπής και ομαλή είναι. Πρόκειται για ένα είδος αντιστροφής και ανατροπής που εκκινεί και καταλήγει στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει, από τους φυσικούς νόμους που ορίζουν την παρουσία του μέσα στον κόσμο ή, μάλλον από την ανατροπή και την αντιστροφή τους η οποία, την ίδια στιγμή που γίνεται συνείδηση και θέση, την ίδια εκείνη στιγμή μετουσιώνεται, μεταστοιχειώνεται και μετασχηματίζεται σε ποίηση.
Τα ποιήματα του Παπαγεωργίου, ελευθερόστιχα στο σύνολό τους είναι αυτό που θα όριζε και θα χαρακτήριζε κανείς ως γεωμετρημένα, και μάλιστα απόλυτα γεωμετρημένα. Είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα τεχνική αυτή που προκρίνει τη μορφή σε απόλυτη συνύφανση με το περιεχόμενο και τοποθετεί τις έννοιες μέσα στους στίχους κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να έχει μια εποπτεία του συνόλου με τα επιμέρους σημεία να στέκουν σε συγκεκριμένες θέσεις συγκροτώντας ένα καλοπλεγμένο υφαντό. Η μέθοδος και η μεθόδευση αυτή προδίδουν κατά βάση έναν ορθολογιστικό τρόπο προσέγγισης της ποιητικής τέχνης στην οποία αντικρίζουν το μεγάλο στοίχημα της εξισορρόπησης του ψυχικού φορτίου με μια δημιουργία που θα έχει κατορθώσει όχι να το μετριάσει, οπωσδήποτε όμως να το παρουσιάσει ως ελεγχόμενο, ως μετρήσιμο και μετρημένο μαζί. Πράγματι, αυτό που διαπιστώνει κανείς, ευθύς εξ αρχής, είναι η εναγώνια προσπάθεια του ποιητή να ελέγξει το υλικό του, να βρει για αυτό το κατάλληλο σχήμα, το κατάλληλο μέγεθος, προκειμένου έτσι να μπορέσει το μήνυμά του να φτάσει ακέραιο στον αναγνώστη. Παρά το γεγονός όμως ότι το μήνυμα αυτό μπορεί να προσλάβει πολλές διαστάσεις ή προεκτάσεις, η βασική συνθετική του γραμμή έγκειται σε αυτό που θα όριζε κανείς ως «φθίση», ως πορεία δηλαδή που ξεκινά αισιόδοξη, ελπιδοφόρα, πολλά υποσχόμενη και καταλήγει στη γείωση η οποία προσλαμβάνει τη μορφή μιας απόφανσης με έκδηλο τον ρεαλιστικό της χαρακτήρα και με μια χροιά απαισιοδοξίας και απογοήτευσης, μια χροιά ματαίωσης: Το ζωγραφιστό παγόνι/ όχι λιγότερο πραγματικό/ από το αληθινό/ έχει μεγαλύτερη αξία/ από το δεύτερο/ καθώς επιζεί/ χωρίς ανάγκες/ χωρίς διατροφή/ και βόλτα// όπως άλλωστε/ συμβαίνει/ και με τον/ έρωτα («Αστοχία υλικού») Η διαδρομή αυτή από ένα σημείο που στέκει ψηλά σε ένα σημείο που τοποθετείται χαμηλά, σε μια καθαρά γήινη προοπτική, έχει στοιχεία απομυθοποίησης ή, για να μιλήσει κανείς με όρους ηλικιακούς, στοιχεία ενηλικίωσης, με τον ιδεαλισμό που αποτελεί την αφετηρία του ποιήματος να εκπίπτει σε μια, άλλοτε πικρή, άλλοτε ειρωνική, άλλοτε απολογητική ενατένιση της ανθρώπινης συνθήκης. Έτσι, το ποίημα προσιδιάζει σε ένα είδος πυροτεχνήματος που ξεκινά και εξελίσσεται με ιδιαίτερη ένταση και θέρμη για να καταλήξει μετά από λίγο σε μια καθοδική πορεία προς την πτώση και την ανυπαρξία, εν προκειμένω προς ένα συμπέρασμα που σηματοδοτεί και σημαίνει την επιβεβαίωση της ήττας, του συμβιβασμού, της ματαίωσης, κυρίως σε ό, τι αφορά την ιστορία και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, θεωρούμενη τόσο στη συγχρονία, όσο και στη διαχρονία της.
Γιατί, θεωρούμενη στον πυρήνα της, η ποίηση του Παπαγεωργίου εντάσσεται και εμπίπτει στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνικής ποίησης, όπως αυτή έχει σήμερα μορφοποιηθεί απορροφώντας όλες τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τις δονήσεις και τους κραδασμούς της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς βέβαια πότε αυτό να φανερώνεται ή να αποκαλύπτεται ολοκληρωτικά. Αντίθετα, διατηρεί μια κρυπτικότητα και μια υπαινικτικότητα που προκρίνουν ή συμβαδίζουν με τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα της δημιουργίας, συνηγορούν, δηλαδή, υπέρ της τέχνης της ποίησης η οποία, άλλωστε, αποτελεί το έδαφος των υπαινιγμών και της καλυμμένης κάτω από το περίβλημα του στίχου θέσης ή άποψης του ποιητή. Αυτή η τελευταία, μάλιστα, δεν λείπει από κανένα ποίημα, αντίθετα το καθοδηγεί προς ένα τέλος, νοούμενο στην αρχαιοελληνική του σημασία ως σκοπό, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ενατένιση της ποίησης ως μεθόδου αποφόρτισης του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτό, βεβαίως, δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ποίηση για τον Παπαγεωργίου, όπως και για κάθε ποιητή, είναι ένα δοχείο το οποίο δέχεται και απορροφά την πίκρα και το παράπονο μιας ανθρώπινης ψυχής που απογοητεύεται και πάσχει, απενοχοποιώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ποιητικό υποκείμενο για την ενδεχόμενη και περισσότερο ή λιγότερο πραγματοποιημένη αποχή του από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο ποιητής, δηλαδή, επιλέγει να σταθεί με ιδιαίτερη τολμηρότητα και τόλμη απέναντι στην πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσει ασκώντας της κριτική και θέτοντάς την υπό αμφισβήτηση και κρίση: Είμαι ένα κούτσουρο/ και νιώθω στα νάιλον περιτυλίγματα/ τον ήλιο και τη βροχή/ τις εποχές// Ακουμπώ περίτεχνα/ σε μάντρα με υλικά οικοδομών/ για να πάρω στα χέρια/ κάποιον χειμώνα («Ισορροπώντας σε στοίβα ο χειμώνας») Η ποίηση, ως εκ τούτου, δεν είναι απλώς το πρώτο βήμα για την κοινωνική ή όποια άλλη βελτίωση, διόρθωση και πρόοδο, αλλά η καίρια και ουσιαστική τομή που απαιτείται προκειμένου αυτή ακριβώς η πραγματικότητα να γίνει αντικείμενο ενός ευθέος και ευθύβολου κοιτάγματος, ενός βλέμματος που δεν θα διεισδύσει μόνο στις παθογένειες, αλλά κυριολεκτικά θα τις θεραπεύσει. Η ποίηση είναι η πρώτη, ίσως και η μόνη, νίκη απέναντι σε μια πραγματικότητα που μοιάζει να συνθλίβει τον άνθρωπο και, κυρίως, να του στερεί τη δυνατότητα παρέμβασης και βελτιωτικής αλλαγής. Κι αυτό γιατί προσλαμβάνοντας το σύγχρονο «γίγνεσθαι», έτσι όπως ακριβώς είναι, το τοποθετεί μέσα σε ένα πλαίσιο ή, καλύτερα, μέσα σε μια κιβωτό που θα διασώσει τον τρόπο με τον οποίο ένας από τους πλέον ευαίσθητους δέκτες των μηνυμάτων και των ερεθισμάτων της εποχής, ο καλλιτέχνης, αντιλήφθηκε τα τρωτά της και θέλησε να τα φωτογραφήσει, να μείνουν για πάντα μια παρακαταθήκη για τους επόμενους που θα επιβεβαιώσουν τη γνωστή σχετικά με την επανάληψη της ιστορίας ρήση, θα είναι όμως σαφέστατα πολύ περισσότερο υπόλογοι και υπεύθυνοι για την αποφυγή της μελλοντικής της επικύρωσης από τα γεγονότα και τους ίδιους. Αυτό ακριβώς κάνει και με το βιβλίο του αυτό ο Παπαγεωργίου. Συνθέτει, δηλαδή, ουσιαστικά ένα κληροδότημα με τη διαφορά ότι αυτό, δεδομένων των σύγχρονων συνθηκών και των επιτακτικών αναγκών που αυτές εγείρουν, δεν απευθύνεται μόνο στους κατοπινούς, αλλά και στους ανθρώπους του σήμερα, ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο σε αυτούς.
* Φάνης Παπαγεωργίου, Με λάθος σκιά, Κουκκίδα, Αθήνα 2021