«Το καλοκαίρι του 2017 προσκλήσεις για το ετήσιο μνημόσυνο στάλθηκαν μέσω messenger, από το λογαριασμό της νεκρής Ηλιάνας, σε επτά πρόσωπα. Παρέλαβαν τις προσκλήσεις κατά αλφαβητική σειρά οι: Αυγή, Βασιλεία, Γαλήνη, Δώρα, Ελένη, Ζωή και ο Παύλος .Οι προσκλήσεις περιείχαν τη φωτογραφία μιας πικραλίδας.»
Η Γεωργία Μακρογιώργου μ’ ένα έξυπνο εύρημα ξετυλίγει το κουβάρι της αφήγησης από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, εξ αφορμής ενός ξαφνικού και αδόκιμου θανάτου, ενός ψηφιακού μηνύματος το οποίο αναφέρεται σ’ ένα μνημόσυνο, όπου θα συναντηθούν όλοι οι χαρακτήρες της. Ο λόγος της ρεαλιστικός, εναλλάσσεται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ενώ το ύφος της μιμείται συχνά την προφορικότητα των χαρακτήρα της, […] «Η κόρη μου σαν την Ηλιάνα μοιάζει στα ταλέντα, αλλά ο προσανατολισμός της είναι αντίθετος.», θα παραδεχτεί η Βασιλεία.
Έντεκα ενότητες, εφτά χαρακτήρες, έξι γυναίκες κι ένας άνδρας και ο κυρίαρχος γυναικείος λόγος παρών σε κάθε λέξη. Η νέα συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου τραγωδεί, σε μια συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της παραδίδοντας τη σκυτάλη της αφήγησης σε έντεκα νέα κείμενα, εσωτερικής εστίασης, διαπλέκοντας μυθοπλαστικά ένα «βιογραφικό» αφήγημα. Με όχημα, συχνά, την ανάδρομη αφήγηση οι σκέψεις έξι γυναικών του σήμερα, παλεύουν να περιγράψουν ρεαλιστικά τα κοινωνικά στερεότυπα, όπως αυτά διαμορφώνονται ζυμωμένα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, στην αφήγηση της Μακρογιώργου εμπλέκονται και ψήγματα ενός αδιόρατου μαγικού ρεαλισμού, καθώς στις λέξεις της συγγραφέως απαντάται και το ονειρικό, […] «Μετά βρεθήκαμε να πετάμε πάνω από ένα λιβάδι… […] Τότε έσκυψε κι έκοψε ένα φυτό «κλέφτη». Το φύσηξε με δύναμη κι έκανε ευχή. Το βουητό καταλάγιασε κι ήθελα να προστατευτώ,… […] Τότε το κεφάλι μου γύρισε σαν το κεφάλι του «Εξορκιστή» και μετά αυτή εξαφανίστηκε.[…] Ούτε κάμπος ούτε βουνό. Κάτι ενδιάμεσο. «Στο ενδιάμεσο ζω» άκουσα τη φωνή», θα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Υψοφοβίες».
Ο λόγος της συχνά ασθμαίνων, περιγραφικός, με έντονη την αίσθηση του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, ηχεί στο σήμερα. Το διακείμενο διεκδικεί συχνά το δικό του μερίδιο στις σελίδες της Μακρογιώργου, καθώς το ίδιο το μοτίβο της πικραλίδας, το οποίο επαναλαμβάνεται συχνά σε όλο το σώμα του βιβλίου και αποτελεί και το κύριο σημαινόμενο, συνδέεται με τον φιλόσοφο Claude Levi Strauss και τη γένεση του Δομισμού – Στρουκτουραλισμού, αφού το “dandelion” ή «ταραξάκο», ή «κλέφτη» και η άψογη συμμετρία του, έγιναν η αιτία να αναλογιστεί την οργάνωση του λόγου αλλά και τις αιτιακές σχέσεις που τον ορίζουν. […] «Το “dandelion”, λοιπόν, ή «ταραξάκο» ή «αγριοράδικο» ή «δόντι του λιονταριού», ενέπνευσε τον Γάλλο ανθρωπολόγο και φιλόσοφο, Claude Levi Strauss στο να συλλάβει την ιδέα του Δομισμού ή Στρουκτουραλισμού…». Μα οι αναγνώσεις της συγγραφέως υπηρετούν και έμμεσα το διακείμενο, καθώς παραπέμπουν σε κείμενα του Ταχτσή, της Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, όπου οι ζωές ανθρώπων αναδιπλώνονται ρεαλιστικά.
Στις σελίδες της Μακρογιώργου ζουν τρεις γενιές γυναικών όπου τα διακείμενα, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται. Το Άλλο στις σελίδες της υφίσταται άλλοτε υπηρετώντας τα κοινωνικά στερεότυπα, άλλοτε ισάξια, και αρκετές φορές ως δεύτερη επιλογή. Πρώτα οι σπουδές και η καριέρα, […] «Πάρε κόρη μου τα ανεκπλήρωτα όνειρά μου δώρο και ζωντάνεψέ τα.» Εγώ θα σε κοιτώ και θα περιμένω.» Αυταπάτες.», θα εξομολογηθεί η Βασιλεία. Οι γυναίκες της Μακρογιώργου διδάσκονται από τα λάθη τους, αναγνωρίζουν τις δυνατότητες και τη δύναμη της φύσης τους μέσα από τη δύναμη των στερεοτύπων. Ωστόσο, μαθαίνουν και να τα αποδομούν, […] «Μακάρι να υπήρχαν παραμυθάκια αποφυγής λαθών. Μες στην αναμπουμπούλα, όταν αποφάσισα να χωρίσω, έκανα τα αδύνατα δυνατά να πάρω τα παιδιά μου με το μέρος μου. Τα ήθελα με το μέρος μου, να βγάλουμε τον «ψωριάρη» έξω. Και τα κατάφερα.», θα ομολογήσει η Ζωή ενώ προηγουμένως θα παραδεχθεί, […] «δεν της έμοιασα της μάνας μου. Για μένα το κέντρο του κόσμου τα παιδιά μου.» Το Άλλο πότε εχθρός και πότε φίλος υπηρετεί τα στερεότυπα με έναν τρόπο ρεαλιστικό.
Η Ζωή, η αδερφή της Ηλιάνας, λοιπόν συνδέει τα κομμάτια του ανθρώπινου ιστού που έχει στήσει η συγγραφέας, καθώς μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξετυλίγει το πορτραίτο της Ηλιάνας. Σε κάθε πτυχή της προσωπικότητάς της κρύβεται το σποράκι της κάθε πικραλίδας, αλλά και οι αιτιάσεις, σε μια προσπάθεια να συνδέσει το πολύπλεγμα των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και της ίδιας της ζωής. Όνειρα, αναμνήσεις, καριέρες, οι ζωές που δεν έζησαν έχουν συμβολικά τη γεύση της πικραλίδας και αντλούν σπουδαία επιχειρήματα από το υπερκείμενο. Στις λέξεις της Μακρογιώργου κατοικούν συχνά θυμοσοφίες, όπως αυτές κληροδοτήθηκαν από την αμέσως προηγούμενη γενιά και συγκατοικούν με τον σημερινό λόγο, […] «Μη φυσάς τους κλέφτες. θα μπουν στ’ αυτιά σαν τις δοσίλογοι, τις διαβόλοι.», μέσω του οποίου οι γυναίκες της φρέσκες, σημερινές, δεν καταδέχονται να κληροδοτήσουν στην επόμενη γενιά ό,τι τις πλήγωσε.
Η πολυσύνθετη προσωπικότητα της Ηλιάνας μετατρέπεται ευφυώς σε καμβά όπου κάθε σποράκι θα κεντήσει μια νέα πικραλίδα για να καταλήξει στο alter ego της, την Πολυξένη […] «Είναι κι αυτή ένα σποράκι από αυτές τις πικραλίδες». Τα μέσα μαζικής δικτύωσης, το Facebook, η πρόσφατη οικονομική κρίση, η μουσική, τα κοινωνικά ιατρεία, οι άστεγοι, οι σχέσεις, η καθημερινότητα, οι ζωές που δοκιμάζονται καθημερινά, θα συναντηθούν στις αφηγήσεις των χαρακτήρων της με τα γλυκά, τα τρίγωνα Πανοράματος, τα τσουρέκια Τερκενλή, το καζάν ντιπί από τον Χατζή.
Κάπως έτσι θα συναντηθούν οι ζωές των ανθρώπων της Μακρογιώργου και στο «Μνημόσυνο», όπου […] «Στήθηκαν και βγήκαν φωτογραφίες με κινητό. Παρατάχτηκαν με αλφαβητική σειρά, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, σαν ένας στίχος με έξι λέξεις κι ο Παύλος στην άκρη, σημείο στίξης. […] «Περισσότερο έμοιαζε με θαυμαστικό», κι ο Παύλος θα τις ενώσει σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα. Επτά γυναίκες, ένας άνδρας, ένα ψηφιακό μήνυμα, το ημερολόγιο της Ηλιάνας, ένας εφηβικός ανεκπλήρωτος έρωτας, ένα τέλος και μια αρχή. Ο Παύλος και η Αυγή, τα αντίτυπα της πρώτης ποιητικής της συλλογής της Δώρας, η Βασιλεία, με σπασμένο πόδι της από το τάγκο, η Ζωή, και τα αγαπημένα αντικείμενα της Ηλιάνας, η Ελένη, και το ημερολόγιο της Ηλιάνας.
Η Μακρογιώργου δεν επιτρέπει στον ρεαλισμό να αλλοιώσει την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο όπου η αγάπη νικά και ζουν αυτοί καλά κι όλοι καλύτερα. Το παραμύθι που αναζητά η Ζωή στην αφήγησή της τελειώνει με την ελπίδα ότι η αγάπη δεν πεθαίνει καθώς οι σπόροι της πικραλίδας ανθίζουν. Η Δώρα ένα από τα σποράκια της πικραλίδας «γράφει» τον «Επίλογο» με ένα ακόμα μήνυμα, […] «…από αγκάθι βγαίνει ρόδο και το ρόδο έστειλε ένα απόσπασμα από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου: σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες, τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;»
Κι ο άνεμος παρασέρνει το βλέμμα της Ελένης και βλέπει τα σποράκια να «…πολλαπλασιάζονται», […] «Πέρα εκεί, προς το Σέιχ Σου, στο Βέρμιο, στο Stonehedge, στα Κερδύλλια, σε παραλία της Χαλκιδικής στις όχθες μιας λίμνης, στο ρέμα. Το καθένα με τη δική του προσωπικότητα. […] Τόσο απλά και δεδομένα, αλλά όλα μαζί τόσο εναρμονισμένα.
* Γεωργία Μακρογιώργου, Πικραλίδες, εκδόσεις Παράξενες Μέρες, Ρέθυμνο 2021