Ο κύριος Μάνος κρατά ένα μικρό μαγαζί στην οδό Βουλής. Ο δρόμος είναι ιστορικός και ανεβαίνει πίσω από το παλιό παρλιαμέντο. Ο κύριος Μάνος παρατηρεί καθημερινά το πλήθος. Φανταστείτε τους τρελούς αριθμούς εκείνων που περνούν κατά την διάρκεια μιας και μόνο μέρας. Κάπου πρέπει να ζει ένας Θεός, αλλιώς δεν ερμηνεύονται με απλές, μεθόδους τόσοι προσκυνητές. Οι τελευταίοι περνούν κοπαδιαστά. Τους αδειάζει το λεωφορείο ή στρίβουν όλοι τους μαζί, σαν διμοιρία από τον κεντρικό, ανεβαίνουν απειλητικοί, καθένας μονάχος του. Είναι το μικρό μερίδιο του όχλου, μια υποδιαίρεσή του. Η αθωότητα και η αφέλεια αυτού του κόσμου, οι ήρωες και η γοητεία τους επιτρέπει στους ποιητές να γεμίζουν τις άδειες στέρνες με το υλικό της ζωής. Κάθε εποχή διαθέτει το δικό της.
Ο κύριος Μάνος καρφιτσώνει ένα ποίημα σε κάθε πρόσωπο που περνά. Και έτσι πλάθεται το περιεχόμενο που συνθέτει την καινούρια, ποιητική έκδοση του Βακχικόν. Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης μελετά σε βάθος τα σκηνικά που περνούν απαρατήρητα, εφευρίσκει σαν σκαπανέας καινούριους δρόμους για το άρρητο. Η κάμερα στις Θεάσεις, όπως τιτλοφορείται η συλλογή παρακολουθεί την πιστή τήρηση του σεναρίου. Σε κάποιες στιγμές αφήνει περιθώριο, όπως αυτές οι εκπτώσεις του μέλλοντος. Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης καταθέτει στις Θεάσεις στίχους πλασμένους με τα μάτια, λοξούς φωτισμούς που αποκαλύπτουν πολλά περισσότερα. Αφήνει υπαινιγμούς και σύντομους αφορισμούς, καθώς βαδίζει όλο και κοντύτερα στον αρχικό του εαυτό. Τα ποιήματα είναι οι λέξεις που είπαμε παιδιά, η φωνή μας, οι ήχοι και οι αισθήσεις μας. Περπατούν μες στις σελίδες της συλλογής, επιστρατεύουν τα πού και τις αφαιρέσεις, φθάνοντας κοντά σε μια γλώσσα ακουστική, πλασμένη στο εργαστήρι του αισθήματος. Καθένας γράφει μια μικρή ιστορία, μια μικρή λέξη με μικρά, πολύ μικρά γράμματα. Οι πρόζες της συλλογής κοιτάζουν για πράγματα ανέφικτα, ποιητικά, μικρά μυθιστορήματα για τα τρεμάμενα χελιδόνια του Μπρούνο Σουλτς. Παραδέχονται την σκόνη του καιρού τους, την προσπάθεια κάθε καιρού.
Τα κουρέλια που ανεμίζουν στην απέναντι πρόσοψη -στην οδό Βουλής μπορεί να δει κανείς το κίνημα των αναπαλαιώσεων να συντηρεί δεκαετίες τώρα, σαν αιώνιος μεταξεταστέος, το όνειρο του προβιβασμού – μοιάζουν πολύ με την υπόθεση χρόνος. Οι Θεάσεις των εκδόσεων Βακχικόν φέρνουν στο φως το αλλοτινό παρόν και σε τούτο το σημείο όσοι θαυμάζουν τον Απολλιναίρ βγάζουν το καπέλο τους και υποκλίνονται δοξαστικά στο φάσμα της φαντασίας που ξεδιπλώνεται. Αντιστροφές, ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, σε μια κατά Σαχτούρη θεολογία του παραλόγου και του εφιαλτικού, τίτλοι σωματικοί των ποιημάτων. Με μια παράδοση διάχυτη στην ατμόσφαιρα, με δίχως ρήμα σύμπαντα ανατρέφονται οι ήρωες. Όσοι γνωρίζουν και νιώθουν μες στο βαθύτερο στοιχείο τους το προορισμένο, μπορούν να ανασυνταχθούν ολόκληροι εμπρός σε εκείνο το επειδή γλυκός ο ορίζοντας, φανερώνοντας το θαύμα της απλότητας, ενδημική φαντασία αυτού εδώ του κόσμου με την απαντοχή της γλώσσας και την αναγωγή της μυθολογίας σε επίσημη, λαϊκή βιογραφία ως αντιστάθμισμα της διαβρωτικής λήθης.
Αυτό το σημείωμα αναρωτιέται την αφορμή για την συγγραφή. Τα κείμενα της κριτικής αφθονούν εκεί έξω και ένα ακόμη, από την σκοπιά των εντυπώσεων και των συστάσεων, ετοιμάζεται, γραμμή την γραμμή να μαρτυρήσει επιτέλους το φως του κόσμου. Και όμως, στην πλειοψηφία τους τα κείμενα αυτά δεν καταγράφουν την εσωτερική ανάγκη, τον ασύδοτο εκείνο παλμό που οδηγεί στην πιο σπαραχτική από όλες τις τέχνες. Το χρονικό που εξελίσσεται εκεί εμπρός στα μάτια του κυρίου Μάνου, στο βάθος του καθρέφτη του, μια δαιμονική κυριαρχία της ομορφιάς, ο ίσκιος του Πραξιτέλη και άλλα εγκώμια του αδύνατου και του οραματικού να συντηρούν ένα μερίδιο της ευθύνης. Άνοια, Απόμαχος Ποιητής, Άδειος, Σημεία, Λίγο πριν, Λίγο πριν ξημερώσει μερικές από τις πρόζες που διαμορφώνονται σε ένα βαθύτατο κοίτασμα, στο εσωτερικό ενός εργαστηρίου για μακριές οράσεις.
Ο κύριος Μάνος έκλεισε το μαγαζί του. Άφησε τα ίδια κομμάτια στην βιτρίνα, κάτι παλιομοδίτικα μενταγιόν και χάντρες, έριξε μια ματιά γύρω του, ένιωσε πωςδανείζει το βλέμμα του στα σχήματα, πως χαρίζει το βλέμμα του στην ερημιά ενός στυλίτη καιρού, είδε τις στιγμές να ξεμοναχιάζουν η μια την άλλη, να σχηματίζουν στροφές και γύρεψε ένα πνεύμα, φορώντας κουρελούδες, κουβέρτες, περαστικούς, ζωές ξένες που θα ανήκουν για πάντα στην οδό Βουλής. Απέναντι η μαρκίζα τρεμόπαιζε, κάτι πήγε λάθος σε εκείνον που επιμελείται τις συνδέσεις. Οι Θεάσεις τον κατακλύζουν, ο Μάνος Μαυρομουστακάκης δεν εγκαταλείπει το πόστο του, παρατηρεί σε όλες τους τις διαστάσεις ανθρώπους και πράγματα. Θερίζει την νοσταλγία του και βρίσκει στην αγκαλιά του μορφές αρχαγγελικές, προσωπικές. Την ίδια στιγμή πηδά μες στο ποτάμι της οδού Βουλής, βορά στο τρομερό που τείνει να ταυτιστεί με τον θάνατο, μες στην αιώνια μαθητεία της ομορφιάς.
Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης στις πρόζες και τον στίχο, ο Matteo di Loro, εμπνευστής της φωτογραφίας που κοσμεί το εξώφυλλο των εκδόσεων Βακχικόν, η οδός Βουλής, ένας ξεχωριστός αστερισμός πια. Οι Θεάσεις τους μπορούν να υπερηφανεύονται πως όλοι οι ως άνω παράγοντες έθεσαν με τρόπο εκ νέου το ζήτημα του ρυθμού, παραμένοντας έξω από τον κύκλο των επανατυπώσεων, διαμορφώνοντας ένα σαφές υπόδειγμα, την στάθμη, το μέτρο. Πάντα σε τόνο προσωπικό.
* Μάνος Μαυρομουστακάκης, «Θεάσεις»/Εκδόσεις Βακχικόν