Το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη “Βαλκανευτές” περιγράφει το ταξίδι με αυτοκίνητο τριών φίλων στα δυτικά Βαλκάνια. Πρόκειται για ένα σύγχρονο road trip στην καρδιά των Βαλκανίων. Το αυτοκίνητο ξεκινάει το ταξίδι του από την Αθήνα, διασχίζει την Ελλάδα φτάνει στα σύνορα με την Αλβανία και στη συνέχεια “χάνεται” σε τόπους ξένους. Βουτάει στην ιστορία των λαών που συναντάει και αναδύεται στο παρόν και στο σήμερα για να πιάσει τον παλμό της καθημερινής ζωής και των ανθρώπων.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεματολογικά το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην περιγραφή του ταξιδιού, στις εκτενείς κι εμπεριστατωμένες ιστορικές αναφορές και στην εσωτερική ενδοσκόπηση του συγγραφέα. Ίσως να μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε μία τέταρτη κατηγορία, τον σχολιασμό της ελληνικής πραγματικότητας.
Σε ότι αφορά στο ταξίδι, η παρέα των νέων ανδρών ακολουθεί τον χάρτη, επισκέπτεται τα μνημεία της κάθε πόλης, τα καφέ, τις μπιραρίες, τα εστιατόρια. Φλερτάρει, ανακατεύεται στις αγορές με τους ντόπιους και γενικά κάνει ό,τι θα έκανε και ο κάθε ξένος επισκέπτης. Μόνο που η δική τους επίσκεψη έχει έναν προσκυνηματικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας δεν βλέπει απλώς τους ανθρώπους, του κάθε τόπου. Δεν τους προσπερνάει. Τους παρατηρεί. Το βλέμμα του τους σκανάρει, σχεδόν ηδονοβλεπτικά. Προσπαθεί να μαντέψει και άλλοτε είναι σίγουρος για τα κίνητρα των πράξεων τους, για τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους.
Διαβάζουμε:
“Σε ένα από αυτά τα φαρδιά σκαλοπάτια κάθονταν δύο κοπέλες κι απολάμβαναν τον τον απογευματινό τους καφέ, ενώ διπλάτους ένας κύριος διάβαζε προσηλωμένος την εφημερίδα του. Η όψη του μου κέντρισε την προσοχή καθώς κουβαλούσε την αύρα ενός αυτοεξόριστου συγγραφέα που επιθυμούσε να κρυφτεί από κάποιο παρελθόν, έχοντας συντροφιά ένα πανέμορφο σκυλί.”
Οι τρεις φίλοι στέκονται με θαυμασμό απέναντι στα δημιουργήματα των ανθρώπων και απολαμβάνουν στο έπακρο τα μνημεία της φύσης. Τα νιώθουν με όλες τις αισθήσεις τους. Ένα παράλληλο ταξίδι των αισθήσεων που ξεκινάει με το βλέμμα στο καινούργιο, με τους ήχους των δρόμων, τις μυρωδιές από τα πλακόστρωτα στενά των ιστορικών κέντρων των πόλεων, τις ιδιαίτερες γεύσεις και τη βροχή που πέφτει πάνω τους. Γιατί αυτή η βροχή είναι σαν να ποτίζει για πάντα τις ψυχές τους με τα τοπία.
Διαβάζουμε:
“Μέσα σ΄ αυτό το βροχερό σύθαμπο, ήχοι και μυρωδιές ξύπνησαν τη ναρκωμένη μου παιδικότητα. Κοιτούσα τις λακκούβες που είχαν γεμίσει νερό και γλιστρούσα πάνω στη ρευστή τους επιφάνεια που χοροπηδούσε ασταμάτητα από τις σταγόνες της βροχής.”
Παράλληλα με την περιγραφή του ταξιδιού, εκτενείς είναι και οι ιστορικές αναφορές. Ο συγγραφέας δεν μας παρασύρει μόνο στον τόπο αλλά μας καθοδηγεί και στον χρόνο μέσα από τα ιστορικά γεγονότα τόσο της μακρινής όσο και της πρόσφατης ιστορίας των λαών που άλλαξε τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής των Βαλκανίων. Ο αναγνώστης αποκομίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, την εντύπωση ότι οι Βαλκανευτές- οι ταξιδευτές των Βαλκανίων –στέκονται με σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους, στους τόπους και στην ιστορία. Και αυτό είναι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα, ο οποίος δεν περιγράφει απλά, αλλά εξιστορεί τα γεγονότα με τρόπο που φανερώνει φροντίδα και επιμέλεια χωρίς να φοβηθεί να πάρει θέση απέναντι στην ιστορία.
Διαβάζουμε:
“Για μια ακόμα φορά ξεπήδησαν από μέσα μου πολλά ερωτήματα προσπαθώντας να κάνω εικόνα το Σπλιτ να βομβαρδίζεται από το Σπλιτ. Τι είναι τελικά το έθνος; Είναι πράγματι μια αιώνια πραγματικότητα ή μια αρχέγονη κι ανεξάλειπτη οντότητα που στηρίζεται στην ανθρώπινη ύπαρξη κι επομένως επηρεάζει διαρκώς το ανθρώπινο γίγνεσθαι; Ή πρόκειται για μια προσωρινή πραγματικότητα;”
Αυτό όμως που πραγματικά κάνει απολαυστική την ανάγνωση του βιβλίου είναι το εσωτερικό ταξίδι του αφηγητή στον κόσμο των προσωπικών του αναζητήσεων. Άλλοτε με αφορμή την εικόνα και άλλοτε αναίτια και εντελώς συνειρμικά, ο αφηγητής βρίσκει ευκαιρία και καταβυθίζεται στις προσωπικές του σκέψεις. Και είναι τόσο πραγματική και οικεία αυτή η εικόνα του ταξιδιώτη –στοχαστή. Γιατί με τα ταξίδια μπορεί να καταφέρνουμε να δραπετεύουμε από την καθημερινότητα, όμως ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από τον εαυτό μας τον ίδιο όσο μακριά και αν πάμε. Και όσο ευγενικός – γιατί πράγματι, και ας μου επιτραπεί να πω, ότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του Χατζελένη θα πρέπει να είναι η ευγένεια – όσο ευγενικός λοιπόν είναι ο συγγραφέας με τη στάση του απέναντι στους ανθρώπους, φίλους και ξένους, τόσο αυστηρός και σκληρός στέκεται απέναντι στον εαυτό του. Έτσι ανελέητα και μια σχεδόν ηδονική εμμονή πηγαίνει όλο και πιο βαθιά στον ψυχισμό του.
“Ήρθαν πάλι να με ταράξουν διάφορες σκέψεις που σχετίζονταν με το πέρασμα του χρόνου. Σκέψεις που με αγχώνουν όταν συνειδητοποιώ πως κάθε λεπτό που περνάει φθείρει όχι μονάχα το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου. Πίεσα το μυαλό μου και αναζήτησα μια φυγή, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξω τον πανικό. Τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να βυθιστώ απεγνωσμένος σε ανήσυχα όνειρα που με ξυπνούσαν συνεχώς. Όμως ακόμα και σε αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση, παρηγοριόμουν στη σκέψη πως είναι προτιμότερη από μια νύχτα δίχως όνειρα, διότι περισσότερο από το πέρασμα του χρόνου, με τρόμαζε ο μαύρος ύπνος που μοιάζει αρκετά με πρόβα θανάτου.”
Ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει:
“Νομίζω πως η σημερινή μέρα είναι ιδανική για μια ακόμη ενδοσκόπηση. Αυτός ο ψυχρός ήλιος, που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα του ουρανού δίχως ορίζοντα διεισδύει ευλαβικά και ανεμπόδιστα εντός μου μέσα από τις μικρές οπές των δύο υπνωτισμένων μου ματιών. Αυτό το απαλό φως αρκελι για να μπορέσω να ατενίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Όμως είναι στιγμές που φοβάμαι να εισχωρήσω πιο βαθιά μήπως και δεν βρω κάποιο νόημα”
Όπως προανέφερα, χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του συγγραφέα για την ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Σκέψεις που μας μεταφέρουν από το άγνωστο στο οικείο και που προσωρινά διακόπτουν τη γραμμική αφήγηση.
“Όμως, αν το καλοσκεφτώ νομίζω πως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αθήνας αποφεύγουν να δεθούν μαζί της. Μια σπάνια μη λειτουργική σχέση μεταξύ κατοίκων και πόλης, που ξεκίνησε όταν άρχισε να συγκεντρώνεται η μισή Ελλάδα στο λεκανοπέδιο της Αττικής.”
και πιο κάτω ο συγγραφέας μας λέει:
“Εκείνη την Παρασκευή που γέμισε η πλατεία Συντάγματος από χιλιάδες νέους που τάσσονταν υπέρ του “όχι”, εγώ βρισκόμουν στο πλοίο και ταξίδευα για Χίο. Οι τηλεοράσεις που ήταν διασκορπισμένες στα σαλόνια του καραβιού εξακολουθούσαν να τρομοκρατούν τους πολίτες με κάθε τρόπο.”
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη τοποθέτηση για τους Βαλκανευτές, θα ήθελα να επισημάνω τον πλούσιο λόγο του Γιώργου Χατζελένη. Η γραφή του είναι γενναιόδωρη, χωρίς να λυπάται να ξοδευτεί στις ενδελεχείς περιγραφές.
Διαβάζουμε:
“Σε μια από τις γέφυρες του ποταμού που διασχίσαμε, συναντήσαμε δυο δράκους που έστεκαν φρουροί του περάσματος. Με το στητό τους σώμα και τους σφιγμένους τους μυς μαρτυρούσαν την επιφυλακτική τους στάση καθώς επιτηρούσαν όσους περνούσαν από εκεί για να ανηφορήσουν προς το φρούριο. Τα γαμψά τους νύχια μπήγονταν στις τσιμεντένιες βάσεις και το στόμα τους ανοιχτό με α κοφτερά δόντια έχασκε απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, προσπαθώντας να επιβληθούν με την επιθετική τους όψη. Όμως πίσω από το τρομακτικό τους παρουσιαστικό κρυβόταν επιδέξια ένα βλέμμα τρομαγμένο.”
Μέσα από το ταξίδι των Βαλακνευτών, πέρα από του τόπους, τους λαούς και την ιστορία τους, ο αναγνώστης θα κάνει ένα παράλληλο ταξίδι στον ψυχισμό του συγγραφέα και θα ταξιδέψει μαζί του στις απορίες που γεννούν στο νου οι παναθρώπινες αξίες. Θα έρθει αντιμέτωπος με ανομολόγητες φοβίες και αδιέξοδα κοινά και για τον ίδιο. Θα βρεθεί όμως μπροστά και σε μια αξία δυνατή χαλκευμένη από την κοινή πορεία στον χρόνο και από την ανιδιοτέλεια. Θα γνωρίσει την αληθινή φιλία. Γιατί εκτός από όλα όσα ανέφερα παραπάνω, το βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη είναι ένας ύμνος στη φιλία, στην αποδοχή και στον σεβασμό του πλουραλισμού της γνώμης και των απόψεων. Και προχωρώντας ακόμα περισσότερο τη σκέψη μου, το βιβλίο είναι μια δυνατή φωνή απέναντι στον ρατσισμό κάθε είδους.