H πλεύση ενός απόντος πράγματος
Κάπως έτσι, σαν τον τίτλο του βιβλίου διασχίζει η απουσία τις σελίδες του, αρμενίζει από διήγημα σε διήγημα με περίβλημα ευμετάβλητο. Ο Γιώργος Γιαλούρης ξεδιπλώνει τα αρίφνητα προσωπεία των υποστάσεών της, συμπαρασύροντάς μας σε μια διήγηση υδάτινα ρέουσα.
Η απουσία ενίοτε στερείται σαφήνειας, εγκαταλείποντας τον άνθρωπο βορά της απροσδιοριστίας της κι επακολούθως τούτο το ομιχλώδες πεδίο ορισμού υποβαστάζει τις ιστορίες του παρόντος αναγνώσματος. Tι ακριβώς απουσιάζει από τους ήρωες; Οι λέξεις, ώστε να εναγκαλιστούν με μια καθορισμένη κατά τα άλλα αίσθηση που τους διακατέχει; Μήπως εκλείπει η νηνεμία του νου που καταπλακώνεται από την αστική οχλαγωγία; Είναι ίσως το πέρας ορισμένων πραγμάτων που ουδέποτε καταφτάνει, η απουσία της πλήρωσης, όπως σ’ αυτές τις διστακτικές ημιτέλειες της ζωής, οι οποίες συνοψίζονται σε μια μελωδία μετέωρα λειψή, μια ιστορία αδιήγητη, έναν χώρο με αστέριωτη ιδιότητα;
Σε κάθε διήγημα διαισθανόμαστε μια υποβόσκουσα έλλειψη, όμως διόλου ευκόλως παραδομένη στον εκάστοτε ήρωα ή στον αναγνώστη. Για να προσεγγιστεί η ουσία της, οφείλουν οι μεν αναγνώστες να συλλογιστούν αδιαμαρτύρητα, ενώ οι ήρωες να συνταράξουν τα αδιάσειστα νοητά όρια που σμιλεύουν ολόγυρά τους και τα οποία τους εδρεύουν στην απαρασάλευτη ασφάλεια του περιθωρίου. Κάποιοι κεντρικοί χαρακτήρες μοιράζονται την ιδιότητα του αποτραβηγμένου παρία, του αμέτοχου παρατηρητή, δίχως εντούτοις να διαλύουν τις συναρμογές τους με την περιρρέουσα πραγματικότητα, άλλοι ξεστρατίζουν μέσα στις φαινομενικές παραισθήσεις ενός κόσμου που ενυπάρχει στον πραγματικό κι έτεροι εκπροσωπούν τις αθέατες ή λεπτοφυείς πτυχές της ύπαρξης, λόγου χάρη ομιλούντες σκύλοι και περιλαίμια, συνδιαλεγόμενα σκουλήκια.
Ένα από τα απαρέγκλιτα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του βιβλίου είναι η αέναη σύρραξη της φύσης με τον ανθρωπίνως ανεγερμένο κόσμο. Η φιλονικία αναμεταξύ της πόλης που στο βλέμμα του συγγραφέα εκτείνεται ως μη πεπερασμένος, γκρίζος, πνιγηρός λαβύρινθος και της ζωοποιού φύσης, της ισοπεδωτικής ομοιομορφίας και της ατίθασης δημιουργικότητας, της επανάληψης και του ανεπιτήδευτου αυτοσχεδιασμού. H μοναδική χαραμάδα διαφυγής που αναλογεί στους ήρωες από μια σκυθρωπή καθημερινότητα είναι οι αναλαμπές της ουσιαστικής απλότητας, οι ηχηρές εκλάμψεις εκείνων των αρχέγονων καταβολών μας, των απολησμονημένων δεσμών μας με τη φύση και της συγγένειας με πλάσματα που δε μοιραζόμαστε την ίδια λαλιά ή που ενώ τη μοιραζόμαστε περιττεύει. Σε εκείνα τα στιγμιότυπα κάθε τι υποδέχεται το ένα το άλλο με την αδελφοσύνη της τέλειας αρμονίας της συνύπαρξης. Αυτό επιτυγχάνεται συχνά μέσω της αλληλεπίδρασης δυο υπάρξεων συνένοχων μιας εμπειρίας μεταμορφωτικής, του παροδικού συνταιριάσματος με παρουσίες είτε υλικές είτε φασματικές οι οποίες προσκαλούν τον ήρωα σε μια αποκάλυψη. Στις πόλεις του γράφοντος το καταπραϋντικό άγγιγμα της φύσης ξεφυτρώνει όπως τα αγριόχορτα στις ρωγμές των άγονων κτιρίων ή στους αρμούς των ατημέλητων πεζοδρομίων, προβάλλοντας ένα αξιοζήλευτο θράσος, αψηφώντας τις νομοτέλειες.
Το ανάγνωσμα εμφορείται από μια διερευνητική ματιά , τη ματιά που εγκαταλείπει τις καθησυχαστικές βεβαιότητες, εκείνη που αναζητά μεταβλητές των εξισώσεων του κόσμου. Ακριβώς για αυτό η απουσία κρίνεται καθοριστική, καθώς δια μέσου της συλλαμβάνεται η παρουσία ή οι παραλλαγές των εκφάνσεων των πραγμάτων, σαν σιγή που υποδέχεται στοργικά το παραμικρό ψήγμα ήχου, σαν ένα μαρμαρωμένο τοπίο που υπερτονίζει την παραμικρή σπίθα ζωής , σαν την απουσία του φωτός που λούζει την πραγματικότητα με μια απαράμιλλα ανανεωμένη οπτική. Έτσι λειτουργεί εδώ η απουσία ως υπόβαθρο πάλλευκο (tabula rasa), που συσσωρεύει μέσα του τις πιο ουσιαστικές και πρωτόλειες αποχρώσεις της ζωής , τις απογυμνώνει από την υπερφορτωμένη επιτήδευση της σύγχρονης διαβίωσης επαναπατρίζοντάς τις στις καταβολές τους, επαναπροσδιορίζοντας την ανθρώπινη ταυτότητα μέσα στην απέριττη μεστή σαφήνεια της φύσης, της συντροφιάς, του άσκοπου όχι άκοπου βαδίσματος, της ενατένισης και του αφουγκράσου.
Θαρρώ πως ο Γιαλούρης επιχειρεί να μας επανασυγκολλήσει με εκείνο το απόν, το απολησμονημένο θραύσμα του εαυτού μας, που έχει κατασπαραχθεί από την υπερδιέγερση μιας ατέρμονα άσκοπης καθημερινότητας. Για να το επιτύχει επιστρατεύει μοτίβα που επαναλαμβάνονται καθ’όλη την έκταση του βιβλίου όπως “η επανάληψη των βημάτων στην άσφαλτο”, αλλά και την ευρεία ποικιλία ακριβώς όπως “η ανομοιομορφία των βημάτων στο χώμα”.
Στο βιβλίο τίποτα δεν μοιάζει άψυχο, τα περιλαίμια στοχάζονται πιότερο από τους ανθρώπους, τα σκυλιά και τα σκουλήκια αποκτούν λόγο, τα αερικά φωλιάζουν σε ανεμοδαρμένες κορφές ξεγλιστρώντας από το επιφανειακό βλέμμα, οι οπτασίες συγκατοικούν με τον ισοπεδωτικό ρεαλισμό, τα απίθανα αναμετρώνται με τη λογική, όμως πάντα πρόκειται για βιώματα που παραδίδονται σε βλέμματα επίμονα αποκλίνοντα από τα ομοιομορφοποιητικά ξόρκια που εξαπολύει εναντίον της ευφάνταστης ματιάς η κονιορτοποιητική πραγματικότητα.
Εν κατακλείδι, η απουσία θαρρώ ανακύπτει ακόμη και μέσω της ημιτέλειας, δηλαδή της επιλογής ενός πρόσκαιρου τέλους, εφόσον τα διηγήματα απολήγουν μεταφορικώς σε μια άνω τελεία, σε ένα σημείο ευπρόσδεκτο προς πάσα αιφνίδια εξέλιξη. Ακόμη και η έκβαση του τελευταίου διηγήματος, του μόνου που δεν εστιάζει σε χαρακτήρες, μας εγκαταλείπει με μια διχογνωμία, καθώς το κατάστημα δεν εγκαινιάζεται τελικά, ίσως γιατί η πόλη ουδέποτε πρόκειται να αλλάξει ή ίσως πάλι γιατί η φύση είναι αδύνατον να εκτοπισθεί , διότι η φύση κερνά πάντα τον επίλογο. Μάλλον δε θα μάθουμε ποιος υπερίσχυσε της σύγκρουσης και η αναρώτησή μας θα πλέει συνταξιδιώτισσα με ένα απόν τέλος.