Γράφοντας για κινηματογράφο ο Αχιλλέας Κυριακίδης διατυπώνει την άποψη πως «για μένα, μεγάλες ταινίες είναι αυτές που μένουν ολοζώντανες στη μνήμη μου»[1]. Χωρίς πρόθεση για διερμήνευσή του, αναφέρεται στο αποτύπωμα στη μνήμη ως αποτέλεσμα ενός εσωτερικού ψυχοσυναισθηματικού συγκλονισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου ο δέκτης/θεατής συνομιλεί με το έργο τέχνης στην οθόνη. Συνεχίζει. «Γιατί πιστεύω πως η σχέση του ανθρώπου με το έργο τέχνης είναι πρώτιστα αισθηματική».
Μόλο που θα μπορούσε κάποιος να προσφύγει σε θεωρητικές περιηγήσεις διευρύνοντας τη συζήτηση, για κάποιο λόγο μου έρχεται στον νου συνειρμικά η εικόνα ενός Κυριακίδη, πλησιόχωρου προς την πλατωνική ρήση για εξάλλαξη των ειωθότων. Με άλλα λόγια, η τέχνη έχει τη δύναμη να μεταλλάξει τον άνθρωπο, προκαλώντας ακόμη και τη συμφιλίωσή του με τον καθρέφτη του.
Αυτό ακριβώς το αίσθημα μου μετέδωσε το πρώτο μυθιστόρημα της Εύης Κουτρουμπάκη. Ένιωθα την ηρωίδα της, τη Μετάξω, να επαναλαμβάνει με τον δικό της τρόπο τα λόγια του ζωγράφου Μπουζιάνη. «Σας χαρίζω το φως. Εγώ κρατώ την αντανάκλασή του»[2].
Η πρωταγωνίστρια ανήκει στους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, με πληγές στην ψυχή και στο σώμα. Όμως, αυτή είναι ένας άλλος κόσμος. «Εγώ είμαι ασαϊντστη», απαντά σε όσους την επικρίνουν την ελευθεριότητα στη ζωή της. Θα έλεγα ότι η άποψή της απηχεί τη λοξή ματιά του Πεντζίκη, η οποία βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τον «ορθοτομούντα» λόγο του κυρίαρχου κανόνα. Και οι δύο, με τον τρόπο τους είναι ασεβείς, έχουν μια διαφορετική ματιά στην ανάγνωση του κοινωνικού και λογοτεχνικού κανόνα.
Κι οι δυο δεν νοιάζονται για το «φως», που εκπέμπει ο κανόνας. Αποζητούν τη διάθλασή του μέσα από τους καθρέφτες και τα φίλτρα που έχουν εγκαταστήσει στον δικό τους κόσμο. «Κοινή τους πατρίδα τα αισθήματα», σημειώνεται για τον τόπο της έδρασης της ερωτικής σχέσης της Μετάξως με κάποιον εραστή της. Στον Πεντζίκη οι αισθήσεις ηγεμονεύουν στη γραφή του. Με τον δικό της τρόπο η συγγραφέας αποκαλύπτει και τις κορφολογήσεις από τα αναγνώσματά της. Φέρνει κοντά τους συντοπίτες που έχουν επηρεάσει τη σκέψη της.
«Μαρή αμαρτωλή, δεν χόρτασες μια ζωή ολόκληρη να κάμεις τα ίδια και τα ίδια;». Η φωνή, απειλή και οριοθέτηση του κανόνα, ανήκει σε κυρία της προσφυγιάς, η οποία εξανίσταται με τη λοξή κοινωνική ματιά της πρωταγωνίστριας. Η κραυγή της –επίπληξη είναι ο κοινωνικός κανόνας, το φως της κοινωνικής συμβατικότητας που ορίζει το επιτρεπτό και το αποκλίνον. «Εγώ προσεύχουμαι σε μια γλώσσα που δεν τηνε ξέρεις εσύ. Εγώ προσεύχουμαι στην αγάπη. Εσύ τηνε ξέρεις;» Στην απάντηση της Μετάξως συμπυκνώνεται ο αντισυμβατικός της κόσμος. Ανήκουν σε διαφορετικές πατρίδες. Στην πρώτη περίπτωση τα σύνορα είναι ορατά. Αυτό που προέχει είναι η δημόσια εικόνα, πέρα από όσα γίνονται πίσω από τα παντζούρια. Για την Μετάξω δεν υπάρχουν όρια. Τα σύνορα ορίζονται από την αγάπη κι αυτή είναι η πατρίδα της, πέρα από θρησκείες και τόπους.
Το μυθιστόρημα έχει ως αφηγηματικό καμβά την προσφυγιά του 1922. Ένας κόσμος που ταλαιπωρήθηκε, ώσπου να ριζώσει. «Τι τραβήξαμε και μ’ αυτοί τις Έλληνες ας μην τα θυμούμαι. Μεγάλο σεφιλίκι», μονολογεί η Μετάξω. Είναι η στιγμή, που τόπος της γίνεται το κοινό σεφελίκι (κακοπάθημα). Μοιράζεται τα ίδια αισθήματα με τους άλλους πρόσφυγες, που τα παπόρια τους μεταφέρουν από τόπο σε τόπο.
Η συγγραφέας εγκιβωτίζει την ιστορία της σε όσα συνέβησαν έναν αιώνα πριν, που συνοδεύτηκαν από αίμα, πόνο, απώλεια του τόπου και μια περιδίνηση από τη θάλασσα του Μαρμαρά, στα αμελέ ταμπουρού, στις εξορίες, στις Σποράδες, στον Πειραιά, στο Αίγιο, στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. Εβρεντί, Μπαλικεσέρ, Ερζερούμ. Η γεωγραφία μιας πυοφορούσας διαδρομής, ένας τόπος που μίκρυνε. Μια μνήμη που αναρριπιζόταν από το γλυφό νερό στις ξέρες που απορρίχτηκαν. Η μνήμη γινόταν φιδόγλωσση.
«Ο χρόνος είναι το ποτάμι που με παρασέρνει», σχολιάζει ο Μπόρχες[3]. Οι πρόσφυγες το’22, όλοι εκείνοι που διαισθάνονται να εκρήγνυται το ρολόι της καθημερινότητάς τους από πολέμους, παρασύρονται από μια διαφορετική χρονομέτρηση. Εκβάλλονται σε ένα ποτάμι, φτιαγμένο από τα ριζιμιά τους, μικρά ή μεγάλα, από τις φωτοσκιάσεις της μνήμης, από θανάτους. Η προσφυγιά γίνεται ποτάμι που δεν αφήνει τίποτε όρθιο.
«Αλλά εγώ είμαι το ποτάμι». Προφανώς, η Μετάξω δεν είχε συναντηθεί με τον Αργεντινό. Γίνεται η ίδια ποτάμι, που οργανώνει τη ζωή της αλλά και στερεύει όταν πρέπει, για να προστατευθεί από τα καρφιά της μνήμης. Είναι ο υδάτινος κόσμος της που τη συνοδεύει στις περιπέτειές της. Το γλυφό νερό της κουτσουλιάς γης, της ριγμένης στο πέλαγος που τη φιλοξένησε, θυμίζει αντιστικτικά το γάργαρο της πατρίδας κι αυτή η αναθύμηση γίνεται πηγή ενέργειας κι αντοχής. Ακόμη και στον πιο χέρσο καιρό, στη φυλακή του Γεντί κουλέ, ο υδάτινος κόσμος της, όπως πρόβαλε από τα παράθυρα, μαλάκωνε την απαντοχή.
Η Μετάξω είναι μια γυναίκα αντισυμβατική. Πατρίδα είναι το σώμα και τα ένστικτά της. Όλοι οι άνθρωποι της ζωής της ήταν χαρακιές πάνω στο δέρμα της. Αυτές οι εμπειρίες αναδύονται και κανοναρχούν τη ζωή της. «Πώς να καταλάβεις τη θάλασσα αν δεν έχεις βουτήξει μέσα της; Τα κύματά της γι’αυτές είναι σελίδες γυρισμένες κι αδιάβαστες» . Η πρωταγωνίστρια υπακούει μόνο στην ανταριασμένη θάλασσα που βρισκόταν κάτω από τη φούστα της. Αυτός είναι ο δικός της κόσμος.
Ώσπου, έρχεται η αγάπη με τη μορφή του συμπατριώτη της Θεοδόση. «Ήταν γι’ αυτόν η πρώτη του και τελευταία ανέραστη αγάπη. Και γι’ αυτήν, αυτός ήταν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο ένιωθε ισότιμη. Ήταν οι δυο τους οι τρελοί του χωριού». Τσακισμένοι ψυχοσωματικά, κυνηγημένοι από τις χαρακιές της ιστορίας δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να προχωρήσει σε μια συγκλονιστική έξοδο. Είναι ένας ύμνος στην αγάπη και στον καραβοτσακισμένο πρόσφυγα. Ο Θεοδόσης πεθαίνει και η Μετάξω επιλέγει να συναντηθεί μαζί του. Μπαίνει στη θάλασσα. «Μείνε κει που είσαι. Θα κολυμπήσω και θα’ ρθω εγώ σε σένα. Μαζί θα είμαστε, Θεοδόση μ’. Κάστρο θα χτίσουμε στην άμμο…. Όρμηξε με φόρα στη θάλασσα φωνάζοντας τ’ όνομά του». Η επιστροφή στον δικό της χρόνο. Στη δική της πατρίδα της λοξής ματιάς. Με όρους παπαδιαμαντικούς.
[1] Αχιλλέας Κυριακίδης, Φωτεινό σκοτάδι. Κείμενα για τον κινηματογράφο. Εκδόσεις Πατάκη 2020, σελ. 25.
[2] Δάνειο από τον Κυριακίδη, σελ. 21.
[3] «Νέα ανασκευή του χρόνου/Διευκρινήσεις» στον τόμο Δοκίμια, πρώτος τόμος,, μτφρ. Αχ. Κυριακίδης. Πατάκης 2015.