Ο τόμος χωρίζεται σε τρία μέρη: Α΄ Η ένταξη των προσφύγων στη νέα πατρίδα, Β΄ Μια φωτογραφική περιήγηση στην αγροτική και αστική ζωή των προσφύγων, Γ΄ Πτυχές της ένταξης των προσφύγων, όπως τις είδαν και τις έζησαν γηγενείς, πρόσφυγες και ξένοι. Τα υποκεφάλαια σε κάθε μέρος δείχνουν πανοραμικά όλη την πορεία των προσφύγων, από την εγκατάστασή τους, στον μόχθο να στεριώσουν, στις ποικίλες δραστηριότητές τους, στην αναγνώρισή τους ως σημαντικού φορέα πολιτισμού, τοπικά και γενικότερα.
Το πρώτο εισαγωγικό κείμενο είναι γραμμένο από την Άρτεμι Ξανθοπούλου-Κυριακού, ομότιμη καθηγήτρια του Α.Π.Θ., και φέρει τον τίτλο «Εις ενθύμησιν». Το δεύτερο από τον Γιάννη Μουρέλο, καθηγητή της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Α.Π.Θ., με τίτλο «Οι προκλήσεις του ελληνικού μεσοπολέμου».
Κάποιοι από τους λόγους που καθιστούν το αφιέρωμα μνήμης ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως απεικόνιση μιας εποχής, αλλά και ιστορικά σημαντικό:
-Η έμφαση σε συγκεκριμένη όψη της ζωής των προσφύγων: στην εγκατάσταση και στην πορεία τους προς την συμπερίληψη στην τοπική κοινωνία
-Το εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό. Οι μαρτυρίες κι γενικά το πρωτογενές αρχειακό υλικό
-Η τεκμηρίωση των φωτογραφιών. Δηλαδή κάθε φωτογραφία εντάσσεται σε ένα πλαίσιο, ώστε να δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες
-Ο τρόπος που παρουσιάζεται το ιστορικό υλικό, ώστε να είναι εύληπτο, να μην κουράζει τον αναγνώστη, χωρίς να χάνει την επιστημονικότητά του
-Η παρουσίαση (το στήσιμο) του υλικού, έτσι ώστε να συνομιλούν αποτελεσματικά το ιστορικό κείμενο με το αρχειακό υλικό, με τις φωτογραφίες και την τεκμηρίωσή τους.
Στο «Αφιέρωμα μνήμης» αφηγούμαστε τον αγώνα εκείνων που μπόλιασαν την τοπική κοινότητά μας με τον πολιτισμό των «χαμένων πατρίδων» τους. εκείνων που ζυμώθηκαν με τις πραγματικότητες της νέας πατρίδας τους, σφραγίζοντας την πορεία της στον 20ο αιώνα. Το Αφιέρωμα αυτό είναι ένα οδοιπορικό στον χώρο και τον χρόνο, σε πρόσωπα και πράγματα της τοπικής ιστορίας μας. μια απόπειρα αποκωδικοποίησης της ταυτότητάς μας. (Γ. Μπακάλη, Δ. Ι. Σφακιανάκης, σ. 9)
Θα εστιάσω σε δύο υποκεφάλαια του Β΄ κεφαλαίου, για να επιμείνω σε μια «φέτα» των πληροφοριών και εικόνων που δίνονται σε αυτά. Τα υποκεφάλαια είναι: «Ο κόσμος της χειρωνακτικής εργασίας, της παραγωγής και της μαθητείας» και «Πρόσφυγες εμπορευόμενοι, καταστηματάρχες και πλανόδιοι». Επιλέγω να αναφερθώ ενδεικτικά σε κάποιες φωτογραφίες, πολύ παραστατικές. Πρόκειται για την παιδική εργασία και τους μικρούς βιοπαλαιστές. Ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μένα να «δω» την προσπάθεια και τον μόχθο των ανήλικων παιδιών, αγοριών σχεδόν κυρίως, μέρος της μακρόχρονης πορείας να ενταχθούν οι πρόσφυγες και να συμπεριληφθούν στον τόπο υποδοχής.
Τα ανήλικα παιδιά διέκοπταν νωρίς τη σχολική εκπαίδευση. Οι μικροί βιοπαλαιστές στήριζαν συχνά την υπόλοιπη οικογένεια. Η παιδική εργασία ήταν ανεκτή, μολονότι υπήρχε σχετική νομοθετική απαγόρευση, μας πληροφορούν τα σχόλια και η παραπομπή της σελίδας 188.
Στη σ. 138 η οικογενειακή φωτογραφία με το βελόνιασμα του καπνού (δεκαετία του ΄50). Ήταν μια εργασία στην οποία βοηθούσαναγόρια και κορίτσια, χωρίς να είναι λόγος για τη διακοπή του σχολείου
O τσαγκάρης απαθανατίζεται με τους καλφάδες και τους μικρούς μαθητευόμενους (σ. 168). «Χασαπάκια» και «μαναβάκια», προσφυγόπουλα τα περισσότερα, μερικά ανυπόδητα, στη Δημοτική Αγορά της Δράμας, κατά τη Βουλγαρική Κατοχή 1941-44, όπως πληροφορούμαστε από τη λεζάντα-σχόλιο της φωτογραφίας (σ. 188).
Στη φωτογραφία της σ. 190, ο μικρός βιοπαλαιστής εικονίζεται κατά την εκφόρτωση καρπουζιών. Μικροί λουστραδόροιστα μέσα της δεκαετίας του ’40 (ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επαγγέλματα των ανηλίκων, αποτυπωμένο και σε ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες), σ. 191.
Οι φωτογραφίες αυτές, μαζί με πολλές άλλες, δείχνουν μια δύσκολη πλευρά της προσφυγικής ζωής αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα.
Σε ένα άλλο κλίμα κινούνται οι φωτογραφίες πλανόδιων επαγγελματιών, ενηλίκων πλέον. Στέκομαι σε κάποιες που τέμνονται με την προσωπική μου εμπειρία και τις μνήμες. Τους πλανόδιους φωτογράφους (σ.200-201) και τον παγωτατζή. Στη φωτογραφία των σελίδων 204-205 εικονίζονται τέσσερις Μικρασιάτες αδελφοί, με τα τροχήλατα «παγωτατζίδικα» των μετακατοχικών δεκαετιών, που ήταν εφοδιασμένα με προβολείς και μεγάφωνα. Όπως μας πληροφορεί η λέζάντα-σχόλιο για τα αδέλφια αυτά, «από τα παγωτά, τη δεκαετία του ΄50, πέρασαν στα κεμπάπ και στη συνέχεια δούλεψαν με αυτοκινούμενες καντίνες.
Γίνεται φανερό, νομίζω, ότι ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να αντλήσει πολλές και ποικίλες πληροφορίες μέσα από τις φωτογραφίες, τα κείμενα, το αρχειακό υλικό – λόγος και εικόνα δηλαδή. Όπως σχολιάζουν οι επιμελητές του τόμου, φωτογραφικό υλικό υπάρχει πλούσιο, αλλά υπάρχει και η απροθυμία κάποιων προσώπων να βοηθήσουν και, επιπλέον, η έλλειψη τεκμηρίωσης για το υλικό που διαθέτουν:
Το φωτογραφικό υλικό για τους πρόσφυγες της Δράμας θα μπορούσε να είναι αυστηρότερα επιλεγμένο, αν η ανταπόκριση «να ανοίξουν τα κιτάπια» ήταν μεγαλύτερη και, προπάντων, αν ήταν στοιχειωδώς τεκμηριωμένο. Φωτογραφίες υπάρχουν, δυστυχώς όμως οι περισσότερες είναι πλέον απογυμνωμένες από την ιστορικότητά τους, καθώς είναι ανύπαρκτες ή ελάχιστες – όχι σπάνια αντιφατικές – οι συνοδευτικές πληροφορίες που μπορούν να τις φωτίσουν (σ. 9).
Η συμβολή του Αφιερώματος στην ιστορία των προσφύγων της Δράμας είναι πολύ σημαντική. Και φυσικά μπορεί να λειτουργήσει ως ο βασικός κρίκος μιας διαδικασίας που θα φέρει στο φως περισσότερο υλικό, τεκμηριωμένο, ώστε να παράσχει βοήθεια στους ερευνητές, κάτι που είναι η ευχή και η προσδοκία των επιμελητών του.
Γεωργία Μπακάλη, Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης
Η Δράμα των προσφύγων. Αφιέρωμα μνήμης
Δράμα, 2019 (μεγάλο σχήμα, σ. 272)[1]
Επιμέλεια κειμένων: Γεωργία Μπακάλη, Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης
Σχεδιασμός-σελιδοποίηση, επεξεργασία φωτογραφιών: Αλέξανδρος Ν. Κόντης
Εισαγωγικά κείμενα: Άρτεμις Ξανθοπούλου-Κυριακού, Γιάννης Μουρέλος
[1] Ο τόμος κυκλοφορεί εκτός εμπορίου. Όσοι ενδιαφέρονται να τον διαβάσουν μπορούν να τον βρουν στη Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Κεντρική βιβλιοθήκη ΑΠΘ, στο ΙΜΧΑ, στο Κέντρο προσφυγικού ελληνισμού στην Καλαμαριά. Η εταιρεία Raycap η οποία και το χρηματοδότησε, έχει χαρίσει έναν μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Το τηλέφωνο της εταιρείας, στο οποίο μπορούν να απευθυνθούν και να ζητήσουν ένα αντίτυπο, είναι 25210 55 700.