Η νέα ποιητική συλλογή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου («νυχτερινή βιβλιοθήκη», Κέδρος, 2020) θέτει ως κεντρικό προβληματισμό το ζήτημα της ταυτότητας και την αναζήτηση του εαυτού μέσα στα δίπολα άρνηση-αποδοχή, έρωτας-θάνατος, όνειρο-πραγματικότητα. Η ποιήτρια συνεχίζει με συνέπεια την πορεία που ξεκίνησε πριν από περίπου 20 χρόνια.
Η συλλογή οργανώνεται πάνω σε μία συνθετική λογική. Μολονότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ποιητική σύνθεση, είναι φανερή η ενιαία σύλληψη και παρουσίαση του έργου. Διακρίνεται σε τέσσερα μέρη που χωρίζονται από ποιητικά σπαράγματα, οιονεί τραγικών στασίμων. Η λανθάνουσα μελωδικότητα που ορίζει τη στιχουργική κίνηση συμπλέει με τον έμμετρο θρυμματισμένο στίχο (τον οποίο μετατρέπει σε ελευθερωμένο), συμμετέχοντας λειτουργικά στη συναισθηματική ένταση των συνθέσεων. Η παλλόμενη συχνά ρυθμικότητα κατευθύνει την αναγνωστική ένταση και την ψυχολογική συμμετοχή του κοινού στον ποιητικό στοχασμό. Η ελλειπτική γραφή της Παπαλεξάνδρου “δένει” λειτουργικά με τη διερεύνηση της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Στον λιτό λόγο κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά, ενώ λίγα επίθετα τοποθετούνται σε επιλεγμένες σημειολογικά θέσεις. Στην πυκνή γραφή οι λέξεις που φανερώνουν άρνηση (αρνητικά μόρια και αντωνυμίες ή λέξεις με αρνητικό νόημα). Οι αρνήσεις και οι αντιθέσεις είναι εκείνα τα ποιοτικά στοιχεία που οικοδομούν μια ειρωνεία, πάνω στην οποία θεμελιώνεται ο βασικός προβληματισμός της δημιουργού, καθώς συνδέονται άμεσα με τα εμπόδια και τις επιβολές της κοινωνίας στα άτομα (Για αυτήν τη δική μας την Μαντώ, Memorandum, Βορειοδυτικά της Ακροπόλεως, Καταμεσήμερο στην αποβάθρα 6, Στο au revoir για ένα τελευταίο, Requiem ΙΙΙ).
Η ποίηση της Παπαλεξάνδρου μοιάζει με πέτρες που πέφτουν στα λιμνάζοντα νερά του κυνισμού και της ατομικότητας. Η αμφισβήτηση της μεταμοντέρνας τέχνης και φιλοσοφίας για την εθνική, κοινωνική, έμφυλη και σεξουαλική προσωπική ταυτότητα, οδήγησε σε μία ρευστοποίηση την διερεύνηση του εγώ, ειδικά από τη στιγμή που αναιρέθηκαν οι μεγάλες αφηγήσεις και οι αντικειμενικές αλήθειες. Πάνω σε αυτή τη λογική προσπαθεί να ισορροπήσει ποιητικά και η Παπαλεξάνδρου. Η λογοτεχνία, εξάλλου, ως ιδεολογική μορφή ενσωματώνει τις κυρίαρχες ιδέες και προβάλλει τις δικές της αξίες, σε σύμπλευση ή σύγκρουση προς τον εξουσιαστικό λόγο. Κάθε ποίημα στην ενδογενή τουπολυφωνικότητα αντικατοπτρίζει την εξουσιαστική δομή της εποχής ή αναλόγως την αντίσταση στην ιδεολογική σταθερότητα. Έτσι και η ταυτότητα που αναζητά η δημιουργός διαμορφώνεται από το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο, το φύλο ως κοινωνική κατασκευή και τις μνήμες από τους ίδιους ανθρώπους.
Η έμφυλη ταυτότητα παραμένει στο επίκεντρο. Μέσα στους ήπιους τόνους της συλλογής ξεχωρίζει μια υπόκωφη κραυγή για τη γυναίκα. Η Παπαλεξάνδρου αποφεύγει τον καταγγελτικό λόγο∙ προτιμά τη χαμηλή ένταση, οδηγώντας τον αναγνώστη εκείνος να στοχαστεί για την κοινωνική αντιμετώπιση της γυναίκας. Η σύγκρουση με το πατριαρχικό πρότυπο αναδύεται μέσα από την ειρωνεία και την παρωδία (Requiem). Η ποιήτρια αξιοποιεί τη δυναμική της ποιητικής της ανατροπής (Σε ποιον ψυχαναλυτή και ο Φρόυντ;) για να θέσει ζητήματα γυναικείας σεξουαλικότητας και να αντιταχθεί στις θρησκευτικοπατριαρχικές αντιλήψεις που καταδικάζουν τις γυναίκες «εφ’ όλης της Εύας» και για «φθόνο για το πέος». Στο ίδιο κλίμα παρωδεί τη θέση των γυναικών στην ιστορία και την αντιμετώπισή τους από τη σύγχρονη ανδροκρατούμενη κοινωνία (Γι’ αυτήν τη δική μας την Μαντώ). Αρνείται τον ρόλο που η κοινωνία επιθυμεί να δώσει στις γυναίκες, όπως είχε ονειρευτεί για εκείνη μητέρα της (Υπέρ Αναπαύσεως). Μία σειρά αρνήσεων και αντιθέσεων φέρνει τις δύο γενιές σε απόσταση. Το ένδυμα αποτελεί το κλειδί αυτής της διάστασης, που διατηρείται και μετά θάνατον. Είναι η γυναίκα που αρνείται το παραμύθι της φτωχής κοπέλας που παντρεύεται το πριγκιπόπουλο (Στο νούμερό της). Πρόκειται για κείνο τον βασικό μύθο με τον οποίο ανατράφηκαν τόσες γενιές κοριτσιών και στον οποίον πατά η μαζική ροζ λογοτεχνία και τελικά κατασκευάζει συνειδήσεις υποταγμένων γυναικών, που κυνηγούν ως αυτοσκοπό το όνειρο του ρομαντικού γάμου.
Την ίδια όμως στιγμή ο θάνατος καιροφυλακτεί και φέρνει μελαγχολία στη ζωή του ανθρώπου (Εκ του σύνεγγυς). Η δημιουργός στοχάζεται μεαφορμή τη μνήμη και τον πόνο που εκείνος γεννά. Απέχει ωστόσο από το αντι-ελεγειακό πνεύμα των τελευταίων ετών. Στο επίκεντρο δεν τίθεται το ποιητικό υποκείμενο ούτε αισθάνεται τύψεις που ακόμη είναι ζωντανό. Αντίθετα στο κέντρο του ποιητικού στοχασμού είναι η μνήμη από τον νεκρό (Υπέρ Αναπαύσεως) και ο πόνος που έφερε η ξαφνική απώλεια (Καταμεσήμερο στην αποβάθρα 6).
Η επιστροφή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου στον έμφυλο λόγο – Κριτική του Δήμου Χλωπτσιούδη
05/10/2021