Ο πεζογράφος Κυριάκος Δημητρίου επανέρχεται λογοτεχνικά με το ένατο, κατά σειρά, βιβλίο του το οποίο φέρει τον διττό τίτλο Μαύρος Παγετώνας. Παράσταση. Πρόκειται για δύο νουβέλες που συνδέονται στενά μεταξύ τους, όχι μόνο λόγω του ιδιαίτερου ύφους της αφήγησης, αλλά και λόγω της θεματικής τους αφετηρίας. Πιο συγκεκριμένα, κατευθυντήρια ιδέα των δύο πεζογραφημάτων υπήρξε η διαμόρφωση και η αποτύπωση μιας ψευδαισθητικής εμπειρίας η οποία, όμως, παρουσιάζεται με όρους ρεαλιστικούς, με την διάθεση και την τάση, δηλαδή, να πείσει για την αλήθεια και την πραγματικότητά της. Σε αυτήν ακριβώς τη σύζευξη του φαντασιακού υπόβαθρου των ιστοριών με τη ρεαλιστική και ορθολογική τους απόδοση, έγκειται η ιδιαιτερότητα του βιβλίου το οποίο έρχεται για να εμπλουτίσει τη μακρά παράδοση της λογοτεχνίας του φανταστικού και του φαντασιακού. Η ακροβασία, μάλιστα, αυτή ανάμεσα στη φαντασία και στην προσπάθεια της λεκτικής της εκλογίκευσης συνιστά ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί και διαμορφώνεται η λογοτεχνική δημιουργία εν γένει. Κι αυτό γιατί κάθε συγγραφική απόπειρα προϋποθέτει τη λεκτική, με τους όρους και τους κανόνες δηλαδή της γλώσσας, μορφοποίηση του αδιαμόρφωτου υλικού που λανθάνει στη συνείδηση ή και το ασυνείδητο του συγγραφέα. Από αυτή, λοιπόν, την άποψη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η περίπτωση ενός πεζογραφήματος όπου οι δύο αυτές πλευρές ή πτυχές υπερασπίζονται το πλαίσιο και τα όριά τους και προσεγγίζουν η μία την άλλη με πρόθεση και στόχο τη συνύφανση, τη συλλειτουργία και, εν τέλει, τη συνύπαρξή τους μέσα στον κόσμο του πεζογραφήματος.
Στην πρώτη και μεγαλύτερη σε έκταση ιστορία παρουσιάζεται με λόγο ζωντανό, ρέοντα, ευρηματικό το οδοιπορικό ενός υπαλλήλου μιας δημόσιας υπηρεσίας με τελικό στόχο την άφιξή του σε μια πόλη άγνωστη και μυστηριώδη. Το ταξίδι αυτό ενσωματώνει πολλά στοιχεία και αναλογίες με το αντίστοιχο ταξίδι του Οδυσσέα, το νόστο του που αποτελεί το κεντρικό θέμα του ομώνυμου ομηρικού έπους. Η περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα, μάλιστα, που συνιστά και τον βασικό ιστό της ιστορίας του Δημητρίου, χωρίζεται σε επιμέρους επεισόδια που παραπέμπουν, ανακαλούν και αναπαράγουν τα αντίστοιχα επεισόδια της Οδύσσειας. Η μεθόδευση και η πρακτική αυτή οδηγεί σε ένα ιδιαίτερα ελκυστικό, ενδιαφέρον και διασκεδαστικό αναγνωστικό αποτέλεσμα από τη στιγμή που ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει και να επισημάνει τις αντιστοιχίες, τις αναλογίες, τις ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις και να αντιληφθεί, έτσι, σε κάποιο βαθμό, τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβε, εκμεταλλεύτηκε και χειρίστηκε τον ομηρικό μύθο ένας κατά πολύ μεταγενέστερος συγγραφέας. Η συγκεκριμένη ιστορία βρίθει από εικόνες και περιγραφές παράδοξες και εξωπραγματικές, από γεγονότα και περιστατικά ασυνήθη και ανοίκεια, από στιγμές και στιγμιότυπα που τείνουν να ανατρέψουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων και να συναποτελέσουν έναν νέο κόσμο, μία νέα πραγματικότητα αντίστροφη και ανάστροφη της αληθινής. Όλα τα παραπάνω συνιστούν εκφάνσεις και εκλάμψεις μιας φαντασίας ιδιαίτερα ευρηματικής η οποία, όμως, συνεπικουρείται και τιθασεύεται από τον λογικό σχεδιασμό, τη θεμελίωση και την υπαγωγή στο ευρύτερο αφηγηματικό πλάνο. Γιατί πράγματι ο πυρήνας της νουβέλας αυτής μπορεί να είναι τα αποκυήματα της φαντασίας του συγγραφέα, πρόσωπα και γεγονότα πλαστά και πλασματικά τα οποία, όμως, παρουσιάζονται να αγνοούν ή να παρακάμπτουν αυτή τους την πτυχή ή τη λειτουργία και παρουσιάζονται στον αναγνώστη σα να πρόκειται για αληθινά και υπαγόμενα στους κανόνες της λογικής και της νόρμας. Αυτός ακριβώς ο χειρισμός του φαντασιακού υλικού που αποτελείται από το παράδοξο, το παράλογο, το ανατρεπτικό φωτίζει και καθιστά διαυγέστερη τη διαδικασία και τη διεργασία τόσο της μυθοπλασίας, ως πράξης παραγωγής του αφηγηματικού λόγου, όσο και το αποτέλεσμά της, το τελικό δηλαδή αφήγημα που οικοδομείται πάνω στη βάση και στη στόχευση της παρουσίασης μιας φανταστικής εμπορίας με όρους του πραγματικού και του ρεαλιστικού.
Η δεύτερη νουβέλα επικεντρώνεται επίσης πάνω σε μία ψευδαισθητική εμπειρία ενός άνδρα. Πρόκειται για τη συνάντησή του με δύο ανθρώπινες μορφές κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης, δύο μορφές οι οποίες, εν τέλει, αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν. Ενώ λοιπόν στην αρχή ο κεντρικός ήρωας επιμένει να προσπαθεί να ερμηνεύσει την εμπειρία του αυτή, φτάνει μάλιστα στο σημείο να επισκεφθεί έναν ειδικό ψυχίατρο προκειμένου να θεραπευτεί, στο τέλος συμφιλιώνεται και αποφασίζει να συμβιώσει μαζί της, μαζί με αυτές τις παρουσίες που βρίσκονται έξω από την πραγματικότητα, υπάρχουν όμως μέσα στην πραγματικότητα του ήρωα. Στη νουβέλα αυτή επιχειρείται και κατορθώνεται μία καίρια διείσδυση στον κόσμο των φαντασιώσεων και στον τρόπο με τον οποίο αυτές μπορούν να αναπτύξουν μια δυναμική, ώστε να ορίσουν και να προσδιορίσουν τον άνθρωπο, το βίο και την ψυχοσύνθεσή του. Πραγματοποιείται, δηλαδή, κατά τρόπο επιδέξιο, μία ανατροπή στην καθιερωμένη γνώση και αντιμετώπιση των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων οι οποίες, ενώ αρχικά εκλαμβάνονται ως εκφάνσεις και συμπτώματα μιας νόσου ψυχοσυναισθηματικής ή πνευματικής, μετατρέπονται, εν τέλει, σε εμπειρίες πολύτιμες και ανεπανάληπτες τόσο που να μπορούν να συντροφεύουν τον άνθρωπο σε όλες τις πτυχές και τις στιγμές της ζωής του, αποτελώντας ένα είδους καταφύγιο και φτάνοντας στο σημείο να μεταδίδουν την αίσθηση της ίδιας της αλήθειας και της πραγματικότητας. Αν κανείς θελήσει να μεταπηδήσει και να μεταφερθεί από το επίπεδο της ιστορίας στο επίπεδο της σύνθεσής της θα μπορούσε, μέσα από μια απλή αναλογία ή μεταφορά, να υποθέσει ότι η αποδοχή της δύναμης της φαντασίας και η καταφυγή σε αυτήν ως αναπόδραστη λύση ισοδυναμεί με την καταφυγή στην ίδια την τέχνη και στο σύμπαν της, το σύμπαν της δημιουργικής φαντασίας. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που προεξάρχει και προκρίνεται και στα δύο αφηγήματα είναι το αντίκρισμα της ζωής με τους όρους που η καλλιτεχνική δημιουργία, η τέχνη της μετατροπής του φαντασιακού υλικού σε λογοτεχνικό έργο, θέτει.
Το βιβλίο του Κυριάκου Δημητρίου προσφέρει μία ενδιαφέρουσα εμπειρία ανάγνωσης στο μέτρο και στο βαθμό που η περιδιάβαση στις ιστορίες του συνιστά και μία ευκαιρία για τον αναγνώστη να διερωτηθεί και να προβληματισθεί για τη συμβολή της φαντασίας στη διαμόρφωση τόσο του καλλιτεχνικού έργου, όσο και του ανθρώπινου βίου. Κι αν για την πρώτη περίπτωση η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη ή, έστω, ευκόλως εννοούμενη, αφού η τέχνη, παραδοσιακά, τρέφεται και τροφοδοτείται από την εντατική λειτουργία της δημιουργικής φαντασίας με τη βοήθεια της οποίας συλλαμβάνει μία πραγματικότητα παράλληλη της αληθινής, για την δεύτερη περίπτωση, αυτήν του ανθρώπινου βίου η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη και βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση και συνάρτηση με την πρώτη. Γιατί με τον ίδιο τρόπο που τα προϊόντα της φαντασίας – το παράδοξο, το αντιφατικό, το ανατρεπτικό – μπορούν να αποτελέσουν το θεμέλιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, έτσι και η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο και τη βάση του αληθινού βίου. Διαμορφώνεται λοιπόν ένα είδος αλυσιδωτής διαδρομής που εκκινεί από τη φαντασία και καταλήγει στην ζωή με ενδιάμεσο σταθμό την τέχνη, εν προκειμένω τη λογοτεχνία. Τα όσα συνθέτουν την αφηγηματική ύλη καθεμιάς από τις δύο νουβέλες, λοιπόν, συνιστούν ένα είδος «προσκλητηρίου» προς τον αναγνώστη να εισέλθει σε ένα σύμπαν όπου η φαντασία έχει τεχνουργήσει τη δική της πραγματικότητα την οποία υπερασπίζεται ως εναλλακτική, παράλληλη και παράπλευρη της αληθινής, την πραγματικότητα της τέχνης.
Κυριάκος Δημητρίου, Μαύρος Παγετώνας. Παράσταση, Σμίλη, Αθήνα 2020.