ο ποιητής και το θηρίο – το πριν και το μετά της ποίησης
Πώς ένα ελάφι, ενώ πίνει αμέριμνα νερό,
αντικρίζει στο ποτάμι
την αντανάκλαση του κυνηγού
και παραλύει;
[ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ]
Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στην πιο σπουδαία ως τώρα ποιητική της κατάθεση –και πάντοτε μέσα στα πλαίσια του βασικού μοτίβου πένθους (εδώ όμως σε άλλη διάσταση) που χαρακτηρίζουν και τα άλλα της ποιήματα– επιχειρεί να δει την ποίηση εν συνόλω, την αφορμή της, τη γέννησή της, τη βίωσή της ως μια αληθινή κατάσταση ζωής, το μοίρασμά της, τη μοναξιά του δημιουργού εν τέλει, σαν βρεθεί μόνος χωρίς να μπορεί ούτε μέσα στα δικά του ποιήματα να βρει τον εαυτό του. Ξεδιπλώνει από το ένα ποίημα στο άλλο τη μορφή του θηρίου, που τρώει από τα σωθικά του ποιητή κι ακόμα δεν χορταίνει, ως να τον δει στην άκρη του γκρεμού, και τότε να τον χλευάσει για τη νέα του δημιουργία που τον σώζει την τελευταία στιγμή· ανακύκλωση δημιουργίας ή καταβύθιση στην πιο συνειδητή μοναξιά.
Η ποίηση, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμή της, νιώθει βαθύτερα τα όρια της μοναξιάς της, μιας συνθήκης που γεννιέται μαζί της και κάθε τόσο ζητά αίμα από το αίμα της· ένα νέο ποίημα να φανεί, να δώσει μια μικρή ώθηση, μια φυγή από τα όρια του πραγματικού, μια απόδραση προς ένα τοπίο υποσχόμενο πολλαπλές ταυτίσεις – ο ποιητής αναζητά το είδωλό του στον καθρέφτη των άλλων, αυτών που όχι μόνο εννοούν αλλά συμπάσχουν. Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη παίρνει τις αποστάσεις της από ό,τι προσεγγίζουν οι αισθήσεις και ορίζει η λογική, γειτνιάζει με το αφύσικο και το αλλόκοτο, αρνείται να γίνει κοινότοπη και «φυσιολογική». Πρόκειται για μια αισθητική αλλά και ηθική επιλογή, και σαν τέτοια μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε στο παράδοξο τοπίο της. Σε μια ποίηση πολλαπλών μεταμφιέσεων, όπου αναγνωρίζεται τόσο ο ποιητής όσο και τα πρόσωπα που αυτός επινοεί – πώς να διαχωριστούν αλήθεια;
Η Απαραβίαστη Φρασίκλεια που θα καλείται για πάντα κόρη, μάς εισάγει στη συλλογή, μέσα από ένα ταφικό επιγραφικό απομεινάρι του 6ου π. Χ. αιώνα, για να δηλώσει μαζί με τη ματαιωμένη ζωή και το απαραβίαστο ταυτόχρονα του ποιητικού χώρου. Αυτή είναι η αρχική νύξη της ποιήτριας ότι εδώ πρόκειται να δούμε μια ανασκαφή της ποίησης, μα και της δημιουργίας συνολικά, μια ανατομία ίσως του ποιητικού σώματος· και όπως κάθε τέτοια διεργασία απαιτεί και αυτή το μερίδιο του αίματος, και όσο θα προχωράει η εξέταση τόσο το σώμα θα παραμένει απαραβίαστο – ποιος εννόησε ποτέ τη γέννηση του θαύματος, την αιφνίδια αστραπή που φωτίζει για μια στιγμή το σκοτεινό τοπίο της ζωής; Η μόνη πραγματική συγκίνηση/που ένιωσε ποτέ/ήταν όταν έπεσε στους Καταρράκτες./Κι όταν έγραψε το πρώτο της ποίημα. (ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ).
Ακόμη και όταν η Κουτσουμπέλη επινοεί τα (θεατρικά εν μέρει) σκηνικά της για να τοποθετήσει μέσα τα πρόσωπα, υποκριτές, ποιητές, δημιουργούς, ήρωες ιστοριών, παραμυθιών, όλα σε μονόλογο ή διάλογο μαζί της, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το ισχυρό δέσιμο της δημιουργίας με τη ζωή. Μοιάζει να λέει: αν η ζωή βρίσκεται σε κάθε ελάχιστη ανάσα καθημερινότητας, τότε εδώ είναι και η τέχνη της δημιουργίας, από αυτή την εν μέσω παθών ζωή πηγάζει και η ποίηση, μέσα από τα τετριμμένα και εγκλωβισμένα στα στερεότυπα, την καθημερινή τριβή, γεννιέται το θαύμα. Και σαν στερέψει η αντοχή, τότε το ποίημα παραμερίζει και ως θεατής παρατηρεί τον θνήσκοντα δημιουργό του να αναλώνεται πλέον θυσία στον Κανίβαλο θεό που με κατατρέχει τόσα χρόνια (ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ). Και ο άλλος αυτόχειρας ποιητής, θα μοιραστεί την πολύτιμη γνώση της αποχώρησης, προς πάντα ενδιαφερόμενο: Προπαντός όχι με πνιγμό. Ο θάνατος. Ίσως με μήλο/στο κεφάλι, ενώ ο γηραιός Γουλιέλμος σάς σημαδεύει/με το βέλος. Ή με πιστόλι. Αν ξέρετε σε ποιο μέρος/ακριβώς βρίσκεται η καρδιά. Αν έχετε καρδιά. (ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΛΑΚΗ).
Μέσα στα ποιήματα της Κουτσουμπέλη εναλλάσσονται τα πρόσωπα συνιστώντας στην ουσία ένα, αυτό του δημιουργού, με όσα προσωπεία κι αν αλλάξει. Η πιο σημαντική μεταμφίεση (ή μετάλλαξη άραγε;) είναι αυτή του δημιουργού με τους ήρωες που επινοεί. Ο καθρέφτης εδώ λειτουργεί προσφέροντας την εικόνα του επινοημένου σε μείξη με αυτή του επινοητή, καθώς οι ήρωες αποκτούν φωνή, υπόσταση, διεκδικούν ή διαμαρτύρονται· στην πραγματικότητα δηλώνοντας ξεκάθαρα πως είναι αυτοί που προϋπήρχαν της επινόησής τους, άρα εμπεριέχουν τον δημιουργό τους και τον κατευθύνουν. Πότε, λοιπόν, ξεκινά η γραφή; ποια η αφετηρία της; Η Τζο, η ηρωίδα συγγραφέας, το alter ego της δημιουργού της, της Λουίζα Μέι Άλκοτ θα ξεσπάσει: Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες/αυτού του απάνθρωπου βιβλίου/στο οποίο/είμαι μεν μία συγγραφέας/αλλά όχι η συγγραφέας του. (ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΛΟΥΪΖΑ ΜΕΪ ΑΛΚΟΤ). Αλλά και πώς υπερβαίνει ο δημιουργός τους ήρωές του, ή πώς ξεμπερδεύει μαζί τους; Δίπλα στη μοναξιά του δημιουργού εμφανής είναι και η αμηχανία, το αδιέξοδο του ήρωα, που ανασαίνει, ζει, καταδικάζεται σε σιωπή ή πεθαίνει εκών άκων: Ο κύριος Σ. ένιωσε τον τρόμο του κενού./Αισθανόταν μισός./Το ένα του πόδι ανύπαρκτο./Ακόμα δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη,/αφού ο Τζον είχε επιλέξει τριτοπρόσωπη αφήγηση. (Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Σ.).
Η Ποίηση ξεπερνάει σε μέγεθος τον δημιουργό της, όπως η Τέχνη ως ιδέα υπερίπταται της έμπνευσης και χρονικά προϋπάρχει του έργου που την αποτυπώνει δίνοντάς της υλική μορφή. Μπροστά στην καταλυτική αυτή αλήθεια, οι ποιητές έχουν να επιλέξουν τη φυγή από το θηρίο που τους κατατρώει αποζημιώνοντάς τους με τις γραμμένες λέξεις κερδίζοντας, αλίμονο, την ποθητή ισορροπία, ή τη συμφιλίωση με την αδιέξοδη πορεία μέσα και γύρω από το ποίημα και τη μοναξιά τους. Ο ποιητής Όμικρον, εν προκειμένω, που δίνει τον τίτλο σ’ αυτή την ποιητική αποτίμηση της δημιουργίας, συνειδητοποιεί ολοκληρώνοντας το ποίημα πως ούτε αυτό του ανήκει, καθώς αυτό διαλύεται στην κοσμική νύχτα. Έτσι: Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον/όπως κάθε ποιητής πριν και μετά/χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής, βιώνει το μοναχικό ταξίδι της δημιουργίας, ταΐζει το οικόσιτο κοράκι του και πέφτει να κοιμηθεί. Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (Η ΓΥΜΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΟΜΙΚΡΟΝ). Γιατί αυτή η περιπέτεια της γραφής δεν θα τελειώσει εδώ, και η ποίηση είναι ο τόπος που οι ψυχές ενώνονται, θα πει η ποιήτρια. Κι ας μην το γνωρίζουν. Και ας αναζητούν μέσα τα ποιήματα τη συντροφιά των ομοίως πασχόντων. Κάθε φορά που κάποιος ποιητής, όπως εδώ η Χλόη Κουτσουμπέλη, θα ανασηκώνει το πέπλο που σκιάζει τη μοναχική δημιουργία, η μοναξιά θα γίνεται λιγότερο αφόρητη, το ποίημα θα παίρνει ανάσες ζωής.