Scroll Top

Η ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗ

Η υπερρεαλιστική παραφωνία του Νίκου Μυλόπουλου έναντι της σιωπής

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

 

Η λογοτεχνία είναι μια ιδεολογική αποτύπωση του κόσμου∙ ένα σύστημα πεποιθήσεων. Σχεδόν κάθε εμπειρία ή πεδίο σπουδών που μπορούμε να σκεφτούμε έχει ένα ιδεολογικό στοιχείο, αν και δεν είναι όλες οι ιδεολογίες εξίσου παραγωγικές ή επιθυμητές. Η λογοτεχνία ως ιδεολογία εμπεριέχει –ή συγκρούεται– με την εξουσιαστική ιδεολογία. Διδάσκει ταυτότητες. Ο αναγνώστης λογοτεχνίας βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων∙ συμπλέκει τα δικά του βιώματα με εκείνα των ηρώων ενός βιβλίου, τη δική του ψυχοσύνθεση με των πρωταγωνιστών. Ταυτίζεται με πρόσωπα του έργου, συμπάσχει μαζί τους και αναπτύσσει ενσυναίσθηση. Κοινός παρονομαστής η γλωσσική αντίληψη της εξουσιαστικής ιδεολογίας.
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα έχει ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε την οπτική της νέας ποιητικής συλλογής του Νίκου Μυλόπουλου («ο κλήρος του ανεκπλήρωτου», 2019, οι εκδόσεις των φίλων). Και τούτο επειδή ο δημιουργός πάντα αποτελεί φορέα μετάδοσης ιδεών του κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα από τα φίλτρα της δικής του γλώσσας. Για τον Bakhtine, το λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό κείμενο, αλλά ένας χώρος διαλογικής αλληλεπίδρασης πολλαπλών φωνών ή τρόπων λόγου ως κοινωνικό φαινόμενο. Είναι διαλογικό γιατί διαλογική είναι η γλώσσα και η ζωή. Η ερμηνεία ως διάλογος είναι η μόνη που μας επιτρέπει να ξαναβρούμε την ανθρώπινη ελευθερία.
Ο Μυλόπουλος συνεχίζει την παράδοση της ποίησης του ιδιωτικού οράματος. Η ποίησή του δεν είναι κλειστού χώρου (“δωματίου”), μολονότι εστιάζει στο εσωτερικό. Το σχεδόν μόνιμα πρωτοπληθυντικό υποκείμενο κινείται στον ανοιχτό χώρο με τον αφηγητή να καταγράφει μύχιες σκέψεις και αγωνίες. Το α’ πληθυντικό πρόσωπο εκφράζει το συλλογικό υποκείμενο. Είναι ο υπερατομικός πληθυντικός, κάτι που επιβεβαιώνει τη θέση για καταγραφή του ατομικού μέσα στο κοινωνικό, χωρίς όμως το τελευταίο να καθίσταται κεντρικό ζήτημα. Από νωρίς άλλωστε, όπως παρατηρήσαμε και στο παρελθόν, υιοθέτησε το πρωτοπληθυντικό πρόσωπο έναντι ενός αυτοαναφορικού υποκειμένου σε πλήρη λειτουργικότητα προς την ποιητική αγωνία.
Ο Σαλονικιός ποιητής κινείται σε μια τροχιά αντίθεσης προς την εξουσιαστική γλώσσα. Με την υιοθέτηση ενός γόνιμου μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, συγκρούεται με την ηγεμονική γλώσσα. Η ηγεμονία της πολιτισμικής βιομηχανίας επιβάλλει μία συγκεκριμένη αισθητική, που –κατά τον Gramsci– εσωτερικεύει τον κοινωνικό έλεγχο. Και η αισθητική, όμως, είναι ιδεολογία, που στο μεταμοντέρνο μέσω της αλτουσεριανής έγκλησης ενθαρρύνει τα άτομα να βλέπουν τον εαυτό τους ως ελεύθερη οντότητα, ανεξάρτητη από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο ποιητής αρνείται να υποταχτεί (στοιχηματίζοντας, διπλός ενικός) και προτιμά την παραφωνία (δικαίωμα στην ύπαρξη) έναντι της σιωπής (περίπατος στο άβατο, γιορτή των χαρταετών, μέχρι τον αφανισμό) και της αφωνίας (κολόβωμα ζωής, ο χρόνος πουλί). Το όνειρο (μεγαλώνοντας τον χρόνο, πικροδάφνες του αύριο, η πληρότητα της αφαίρεσης) και η ελπίδα (τα θεμέλια του σύμπαντος, μέχρι τον αφανισμό, η πληρότητα της αφαίρεσης) εκφράζουν ακριβώς αυτήν την αγωνία του πολέμου ενάντια στο αναπόφευκτο. Προβάλλει τον αγώνα του ανθρώπου να αλλάξει τη ζωή του (ιερόδουλα πλοία, η πληρότητα της αφαίρεσης, ισοπολιτεία του χώματος, οίνος επιδόρπιος, το τέλος των αριθμών), απέναντι στο ανεκπλήρωτο (αποτύπωμα του ανεκπλήρωτου) και το αναπόφευκτο του βίου (ισοπολιτεία του χώματος, ο χρόνος πουλί, κληροδότημα, κοινωνία κατόπτρων, μικρός καιρός) ή τη φθορά (φλοίσβος της ευζωίας, ζωή υπό προθεσμία, ζωής υπέρβαση), με ένα αίσθημα απογοήτευσης για τη μηδαμινότητα του ανθρώπου (σαν ληγμένη γιορτή) ως ουτοπία της ευτυχίας.
Η ποίηση του Μυλόπουλου δεν είναι “εγωιστική”, δεν εξομολογείται. Με αφορμή τον μονολογικό ποιητικό χαρακτήρα στοχάζεται για τη ζωή και το άτομο με μία διάσταση πανανθρώπινη. Η επιτηδευμένη γενίκευση και η απουσία εντοπιότητας ή επικαιρότητας, θεμελιώνουν τον οικουμενικό και διαχρονικό χαρακτήρα της ποιητικής του. Ο χρόνος (περίπατος στο άβατο, αποτύπωμα του ανεκπλήρωτου, πικροδάφνες του αύριο, μεγαλώνοντας τον χρόνο, αφύλακτη διάβαση, ομηρία, ιερόδουλα πλοία, κολόβωμα ζωής, ο χρόνος πουλί, άλλη μία δόση ουτοπίας, πρόσωπο με πρόσωπο, αρπαγή συνειδήσεων, ληξιπρόθεσμα δάνεια, φρούτα εποχής) και η μνήμη (ενοίκιο σκέψης, σαν πειραματικό ταξίδι, μέχρι τον αφανισμό, η πληρότητα της αφαίρεσης, πρόσωπο με πρόσωπο, φρούτα εποχής) αποτελούν ένα βασικό θέμα του ποιητικού προβληματισμού, ενώ συχνά ο προβληματισμός αυτός συμβολοποιείται με το ρολόι και συνυποδηλώσεις του (αποτύπωμα του ανεκπλήρωτου, πικροδάφνες του αύριο, μικρός καιρός, ιερόδουλα πλοία, ο χρόνος πουλί, κληροδότημα). Το μάτι του ποιητή αναζητά το αύριο (σαν ληγμένη γιορτή, ιερόδουλα πλοία, εκταφή αισθημάτων, ομηρία, σαν πειραματικό ταξίδι, πικροδάφνες του αύριο, αποτύπωμα του ανεκπλήρωτου, αρπαγή συνειδήσεων, το τέλος των αριθμών) και το μέλλον (μεγαλώνοντας τον χρόνο) σε έναν διαρκή διάλογο με το σήμερα (κοινωνία κατόπτρων, ισοπολιτεία του χώματος, και το χθες ευλογία) και το παρελθόν.
Ο στίχος του διατηρεί μία εγγενή πολυκεντρικότητα που θεμελιώνεται στον πλούσιο μεταφορικό λόγο. Η ποίησή του είναι πληθυντική. Αταίριαστα ονοματικά σύνολα δημιουργούν μία πολλαπλότητα ερμηνείας και εικόνων. Οι μεταφορές πλάθουν μία πλούσια εικαστική που ξαφνιάζει τον ακροατή/αναγνώστη με τον ανοικειωτικό τους χαρακτήρα. Ένα κολλάζ εικόνων απλώνεται στις συνθήκες της συλλογής με τον διττό χαρακτήρα της μεταφοράς και του παράλληλου νοήματος (ιερόδουλα πλοία). Θέτει υπερβατικά σημαίνοντα μέσα σε ένα ποιητικό τοπίο υπερπραγματικότητας. Η ρητορική των συνθέσεων θυμίζει τη θέση του Braudrilliard για την απώλεια του πραγματικού μέσα από την καθοριστική επίδραση των εικόνων.
Οι μεταφορές του με τον υπερρεαλίζοντα προσανατολισμό τους, αποαυτοματοποιούν τόσο τον ποιητικό λόγο όσο και τον τρόπο που βλέπουμε τον γύρω χώρο (η ίδια η γλώσσα αποκαλύπτει πώς ερμηνεύουμε τον κόσμο). Λέξεις από διάφορα επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά ιδιώματα συμπλέκονται με αγωγό τη συνειρμικότητα σε έναν πλούσιο μεταφορικό λόγο (σαν ληγμένη γιορτή, κοινωνία κατόπτρων, μικρός καιρός, εκταφή αισθημάτων, σαν πειραματικό ταξίδι) που γεννά μια στιχουργική με πολλαπλά σημαινόμενα (ζωή υπό προθεσμία). Το ερωτικό στοιχείο (αφύλακτη διάβαση, τελευταία διεισδύσει, κολόβωμα ζωής, φλοίσβος της ευζωίας, πρόσωπο με πρόσωπο, αρπαγή συνειδήσεων, οίνος επιδόρπιος, και το χθες ευλογία, ζωής υπέρβαση) συνυπάρχει με το υπαρξιακό τραύμα και την αποτίμηση του παρελθόντος (εκταφή αισθημάτων, ομηρία). Το φιλί (σαν πειραματικό ταξίδι, ενοίκιο σκέψης, σαν ληγμένη γιορτή, άλλη μία δόση ουτοπίας, μέχρι τον αφανισμό, κληροδότημα, φιλιών δεσμίδες) εμφανίζεται πολύ συχνά στη συλλογή.
Η ποίηση όμως δεν είναι απλώς μία σειρά λεκτικών μεταφορών ούτε λακανικές συμπυκνώσεις διαφορετικών εικόνων. Η στιχουργική του Μυλόπουλου προβάλλει μία άλλη μεταμοντέρνα ταυτότητα ποιητικής, πλήρη ανατροπών και ποιητικής ειρωνείας. Οι αντιθέσεις και οι μεταφορές με όρους αρνητικούς (αόμματοι, κωφοί, χαμένος κτλ) αισθητοποιούν λεκτικά τη σύγκρουση με την εξουσιαστική γλώσσα. Η ποίηση, εξάλλου, του Μυλόπουλου αντιστέκεται σθεναρά στην εισβολή της μαζικής κουλτούρας, ανασκευάζοντας το κοινωνικό γόητρο της ποίησης. Ξεπέρνα την απατηλή προσομοιωτική εμπειρία και οδηγεί το κοινό σε στοχαστικές ατραπούς. Εξάλλου, η ποίηση δεν φέρνει απαντήσεις, αλλά προκαλεί σκέψεις μέσα από τα ερωτήματα που θέτει.
Το κείμενο όμως του Μυλόπουλου δεν είναι κλειστό. Αυτό επιτρέπει την πληθυντική ερμηνεία του ακροατή/αναγνώστη άρα την αποκάλυψη ενός πλήθους παράλληλων ιδεολογικών στοιχείων, καθιστώντας τον δέκτη αντικείμενο περισσότερων προσδοκιών. Κατά την αναγνωστική πράξη ο αναγνώστης ως ενεργούν υποκείμενο εισέρχεται στον κόσμο του βιβλίου με τις αξίες και τις εμπειρίες του, τη γλώσσα και τον κώδικα του την κουλτούρα του τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο∙ του δίνεται η ευκαιρία να στοχαστεί και να ελέγξει τις δικές του αφετηρίες σε σχέση με εκείνες του κειμένου φτάνοντας έτσι σε μία αυτογνωσία (Χλωπτσιούδης).
Επιλογικά, ο Μυλόπουλος καταθέτει μία ποίηση πολυφωνική, η οποία αναδύεται μέσα από τον αλληγορικό λόγο, που κρύβει φωνές πολλαπλών σημαινομένων. Η ποιητική γλώσσα, άλλωστε, είναι διαλογική∙ και στη στιχουργική του Μυλόπουλου συνδιαλέγονται αταίριαστα ονοματικά σύνολα μεταξύ τους και με το ποίημα ως αυτόνομο σώμα και ταυτόχρονα με τον ακροατή/αναγνώστη και τους συνειρμούς του, βάζοντάς τον στη δοκιμασία της ανταπόκρισης στο νοηματικό βάθος.

πρώτη δημοσίευση