Η κρεμμυδαποθήκη
Κατερίνα Λιάτζουρα
εκδόσεις Βακχικόν
οι τόποι και η ψυχή τους
Πλείστα παραδείγματα έχουμε να αριθμήσουμε από ποιητές που ύμνησαν τους τόπους της μνήμης και της ζωής τους. Η περίπτωση της Κατερίνας Λιάτζουρα, όμως, είναι διαφορετική. Και αυτό γιατί εν συνόλω η ποιητική της παρουσία είναι ξεχωριστή.
Η ποίησή της έχει δύναμη, οι λέξεις της έχουν σαφή την αίσθηση του περιττού αναδεικνύοντας τη μοναδική αξία του ελάχιστου, μα δημιουργικού, ποιητικού πυρήνα. Από ποιητική επιλογή προτάσσει ένα σκληρό κέλυφος και προκαλεί τον αναγνώστη να το σπάσει για να ξεχειλίσει μια πρωτόγνωρη ευαισθησία. Στην προηγούμενη συλλογή της ποιήτριας (Αποκαΐδια ηθικής, 2017), με έντονο τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, είχε επισημανθεί το ήθος που διατρέχει τη γραφή και λειτουργεί ως απαραίτητη συνθήκη για να διατηρήσει η ποίηση το μέγεθος που της αξίζει. Είχε δώσει εκεί το στίγμα της ποιητικής της αξίας και είχε προϊδεάσει για τη συνέχεια. Τώρα εδώ, στην πρόσφατη συλλογή της, απομακρύνεται από την πάσχουσα κοινωνική πραγματικότητα, από την πολιτική συνθηκολόγηση που φθείρει τις συνειδήσεις, αφήνει τον καταγγελτικό τόνο να ηχεί μόνον υποδόρια, διατηρεί όμως στο ακέραιο την πρωταρχική συνθήκη της γραφής της, την ηθική της ποίησής της. Στρέφει προς τα έσω για να μιλήσει με πιο ιδιωτικό τόνο, σε ένα συνταίριασμα με τον τόπο, που μπορεί να είναι η Εύβοια και η Χαλκίδα ή το Πήλιο, ωστόσο θα μπορούσε να είναι και το αποκύημα της φαντασίας, όπως είθισται να μεταλλάσσονται οι τόποι ακολουθώντας τις εσωτερικές μας μνήμες, επιλεκτικά και αυτοί. Ίσως πάλι να μην είναι επιλογή μας ο τρόπος που παίρνουν υπόσταση οι τόποι μέσα μας, συχνά στη δική τους κερδισμένη αυτονομία – προσωπικός κάθε φορά αυτός ο τρόπος, μοιάζει να μην αφορά κανέναν τρίτο. Κι όμως, καθώς ανοίγεται η θέα στο τοπίο, όλο και περισσότερο νιώθεις ότι ενσωματώνεσαι στο σκηνικό που με θεατρικότητα φτιάχνει η ποιήτρια. Χώροι των συναντήσεων και των αποχωρισμών διατηρούν τον απόηχο των ανθρώπων, και αυτό το πολύτιμο ελάχιστο άγγιγμά τους γίνεται ποίηση στη γραφή της Κατερίνας. Χαμηλόφωνα δραματική στην απόδοση της απώλειας των αγαπημένων προσώπων, στη σκιαγράφηση της σκληρής καθημερινότητας που συντηρείται με απλές χαρές, στην έκφραση τέλος του έρωτα. Θεωρώ πως στο ποίημα «Πλατεία Φριζή» η ποιήτρια αναδεικνύεται σε μία από τις πιο δυνατές φωνές για τον τρόπο πουηχεί ο έρωτας όχι ως μοναδική κάθε φορά παρουσία αλλά ως σύνοψη προσώπων:
Οι άντρες που γνώρισα φιγούρες από βιβλία. Κάτι από Μπουκόφσκι, Σαρτρ, Έσσε, Pessoa, σκιές από Καβάφη, Σκαρίμπα, Καββαδία. Δεν έχουν πρόσωπο ή όνομα ούτε και ιστορία. Μόνο τα ίδια πάθη. Μόνο τα ίδια λάθη. Μοναχικοί λύκοι χαμένοι μέσα στην αγέλη ταξιδεύουν τον εαυτό τους με στιχάκια μουσικοσυνθετών. Παρηγορούν με αφιερώσεις περιωπής παρακμιακούς στο περιθώριο της ζωής, παραγκωνισμένους σε μπάρες συναλλαγής, χαμαιτυπεία, πεζοδρόμια και φθηνά ξενοδοχεία. Σαν όμως κοιτούν απέναντι, εκεί όπου βλέπουν την αλήθεια διακρίνουν έναν έφηβο με ασπρισμένα τα μαλλιά και αναρωτιούνται πού πήγανε τα χρόνια. Πώς γλίστρησε η νιότη; Πώς κάποτε νέοι ακόμα, αρυτίδωτοι, ανυποψίαστοι, αθώοι, όρκο δώσανε την αδάμαστη ζωή να τιθασεύσουν; Απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε. Αθώα προσέγγιζαν και αθώα προσεγγίζουν. Αθώα θα σπαρταρίσουν.Αθώα θα μαρτυρήσουν σ’ αυτόν τον απόηχο των τόσων συγγραμμάτων μου.
Τόποι και σώματα αναδύονται σαν κρησφύγετα, απόντες επιστρέφουν στη μνήμη των παρόντων, κρίματα ζητούν την εξιλέωση και συναντούν τον ιαματικό ύπνο.
Να χαθώ έτρεξα σε κρησφύγετο μυστικό […] Εικόνες γνώριμες, γνωστές από τις μνήμες της νοσταλγίας ή και της επιθυμίας αναδυόμενες. Και εκεί το ρολόι των κριμάτων μου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του χρόνου για να ξεχάσει να μας υπενθυμίζει υστερόβουλα πως αιώνιοι θα είναι οι εφιάλτες.
Οι τόποι και η ψυχή τους, όπως την ανιχνεύει η ποιήτρια χωρίς να μπορεί να ξεδιαλύνει, έτσι όπως μπερδεύεται μαγικά μέσα τους, αν μιλά γι’ αυτούς ή για τη δική της ψυχή, άρρηκτα δεμένη με τη γήινη υπόστασή τους που ποιητικά με την τέχνη της καταγράφει. Μια σωτήρια διαλεκτική σχέση.
Τριάντα ένα ποιήματα σε μια περισσότερο πεζή εκδοχή ως προς τη μορφή, χωρίς να χάνουν τίποτα από τη μουσικότητα, τον ρυθμό και την υποδόρια υπαινικτικότητα της αληθινής ποίησης. Έτσι οι λέξεις στοχεύουν ευθύβολα τα μνημονικά κατάλοιπα της ζωής και τα αποδίδουν ως τέχνη εκλεκτή πλέον. Κι όμως, η Κατερίνα Λιάτζουρα, πιστεύω, δεν έχει δώσει ακόμη όλο το εύρος της ποιητικής της. Με άλματα ουσίας από συλλογή σε συλλογή, είναι μια γνήσια ποιητική φωνή, πρωτότυπη και (ευτυχώς) ανελέητη, συγκλονιστική.