Scroll Top

Η μοναξιά της δημιουργίας στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη

Η νέα ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη («η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», Πόλις, 2021) συνεχίζει τη διαδρομή του ποιητικού πειραματισμού, συνδυάζοντας τον σκηνικό ποιητικό μονόλογο με τον μεταμοντέρνο υπερρεαλισμό πάνω σε μια αναζήτηση για τη δημιουργία και τον άνθρωπο, το φύλο και τη λογοτεχνική παράδοση.
Η Κουτσουμπέλη καταθέτει μία νέα δημιουργική πρόταση συνδέοντας τον πλασματικό πρωτο ενικό αφηγητή, τη βιογραφία και τον διακειμενικό διάλογο. Οι συνθέσεις της συλλογής μοιάζουν με μικρά μονολογικά μονόπρακτα. Ο ποιητικός αφηγητής ως υποκριτής, με την αμεσότητα του α’ ενικού γραμματικού προσώπου, απευθύνεται σε ένα αόρατο κοινό ή άλλοτε σε κάποιο βουβό υποκριτή. Η θεατρικότητα ενισχύεται από τον διάλογο (Κάπτεν Χουκ, Πήτερ Παν, Γουέντι, Τίνγκερμπελ, Οι τρεις αδελφές, Αποσπάσματα συνεντεύξεων που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αμπύσους) και τις ρητορικές ερωτήσεις (Το ελάφι και ο κυνηγός, Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ).
Οι συνθέσεις όμως της συλλογής δεν αποτελούν απλώς ένα –κατά Barthes– υφαντό. Η ποιητική παράδοση και επιλεγμένα βιογραφικά στοιχεία δημιουργών αποτελούν την αφορμή, προκειμένου η ποιήτρια να στοχαστεί για τη ζωή (Το μυστικό γράμμα του Νίκου Καββαδία), τον ρόλο του φύλου (Καταρράκτης, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή), τον έρωτα (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη). Καταθέτει τη δική της οπτική για τη δημιουργία και τη γέννηση του έργου (Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη, Μαθήματα δημιουργικής μοναξιάς, Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ., Ο θάνατος του συγγραφέα, οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ, γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον), την κατασκευή του μυθοπλαστικού χαρακτήρα (Το ροδάκινο του Βαν Γκονγκ) και το ίδιο το ποίημα (Η Λήδα και ο κύκνος, Η μόνη γη).
Η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη ξεπερνά τη στενή έννοια του ποιητικού διαλόγου, καθώς δεν συνομιλεί με τους ποιητές ή με έργα τους, αλλά μόνο τούς αξιοποιεί για να καταθέσει τις δικές της αγωνίες. Η θεωρία της διακειμενικότητας θεμελιώνεται στη σύνθεση πολλών φωνών σε ένα κείμενο ως άθροισμα των αναγνώσεων του δημιουργού, αυτό που Morley αποκάλεσε υποθαλάσσιο τμήμα του παγόβουνου. Σε αυτό το πλαίσιο και η Κουτσουμπέλη αξιοποιεί τη λογοτεχνική παράδοση για να οικοδομήσει ένα μεταμοντέρνο υπερρεαλιστικό παράλογο, το οποίο συγκρούεται, αποσταθεροποιεί και ανατρέπει τις βεβαιότητες του αναγνώστη για το καλλιτεχνικό παρελθόν (Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ). Τα διακείμενα προκαλούν νέες αντιδράσεις στον αναγνώστη, καθώς λογοτέχνες και έργα δεν αντιμετωπίζονται σαν κλειστές δομές αλλά ως ένα ανοιχτό δίκτυο παραπομπών με χαρακτηριστικά παρωδίας (Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη, Το ελάφι και ο κυνηγός, Ο Τζακ και η φασολιά). Συχνά μοιάζει με μία ποιητική κριτική, κατά το πεζογραφικό πρότυπο της fictocriticism, για αγαπημένους λογοτέχνες, προτείνοντας μία ερμηνεία που ανατρέπει προηγούμενες αφηγήσεις (Η Λήδα και ο κύκνος, Ηλέκτρα, Μαρία Μαγδαληνή, Ο λόγος του Ιούδα, Τα τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα). Έτσι, τα διακείμενά της αποκτούν μια συμβολική διάσταση, μετατοπίζοντας το σχήμα της μεταφοράς από τον χώρο της αισθητικής φόρμας στο πεδίο του αλληγορικού και του φιλοσοφικού λόγου.
Η ταυτότητα και η ποίηση περί ποιητικής συγχωνεύονται στο υπερρεαλιστικό καλειδοσκόπιο. Η δημιουργός ωθεί τα όρια της γλώσσας και ενσωματώνει στοιχεία του σουρεαλισμού μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής. Άλλωστε η Κουτσουμπέλη παραμένει μία σημαντική εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, τον οποίο άλλοτε ευθυγραμμίζει με την έμφυλη ταυτότητα και άλλες φορές με το κοινωνικό παράλογο. Υπηρετεί σταθερά τον σουρεαλισμό μέσα στα υπαρξιακά προτάγματα της εποχής, συνδέοντας τη στοχαστική αναζήτηση του παρόντος με τα υλικά του παρελθόντος κατά το πρότυπο του μεταμοντέρνου. Δεν συνδέεται τόσο με το μπρετονικό όνειρο και την αυτόματη γραφή, όσο με την ανάγκη δημιουργίας παράλληλων μηνυμάτων σε ένα ανοιχτό ποίημα πολλαπλών νοηματικών κατευθύνσεων. Δημιουργεί ένα μείγμα ιδεών με ιδιαίτερες αντιθέσεις και με βάση το σουρεαλιστικό στοιχείο συμπλέκει το λογικό και το παράλογο, το ασυνείδητο και το ρεαλιστικό. Αν το μεταμοντέρνο συνδυάζει στοιχεία από το παρελθόν για να τα ανακυκλώσει, τότε γίνεται φανερή και η ανάγκη δανεισμού διαφόρων συστατικών από τον σουρεαλισμό και η επανατοποθέτησή τους στον σύγχρονο ποιητικό χώρο. Και η αισθητική πρόταση της Κουτσουμπέλη συνδυάζει τη σουρεαλιστική και τη μεταμοντέρνα δυσπιστία στην επιστήμη και τον ορθολογισμό. Ο Breton αρνούνταν την ιδέα ότι η επιστήμη θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα λογικά. Ο μεταμοντερνισμός αμφισβητεί επίσης τη βεβαιότητα στο τι λέγεται, πώς λέγεται και ποιος το λέει, ακυρώνει τη σταθερότητα τόσο του νοήματος όσο και των άσειστων αξιών, ταυτοτήτων και των μεγάλων αφηγήσεων. Όπως υποστηρίζει ο πολιτιστικός κριτικός Hal Foster, «ο μεταμοντερνισμός δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό ύφος αλλά ένας όρος ζωής», που αμφισβητεί τις παγιωμένες ερμηνείες για τον κόσμο και τις αντιλήψεις που κατάγονται από τις θεωρίες του διαφωτισμού για τον ορθό λόγο και την πρόοδο.
Το υπερρεαλιστικό στοιχείο σε συνδυασμό με την διερεύνηση της έμφυλης ταυτότητας προσφέρει μία άλλη οπτική στο έργο. Η θέση της γυναίκας κατέχει κεντρική θέση στην ποιητική της Κουτσουμπέλη (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ, Πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον, Μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού, Τα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον). Η γυναίκα παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο που προσπαθεί να βρει τη δική του θέση σε έναν παράλογο από την καταπίεση κόσμο, ο οποίος την φυλακίζει στο σπίτι και τις οικιακές εργασίες ή την καθιστά σκεύος ηδονής (θέματα που με διάφορους τρόπους θέτει διαχρονικά η δημιουργός). Η υπερρεαλιστική παρωδία οπλίζει τη δημιουργό με εκφραστικά μέσα και της επιτρέπει να πειραματιστεί πάνω σε μια αντιπατριαρχική ποιητική, ανατρέποντας παραδοσιακές ιεραρχήσεις και κειμενικές προσεγγίσεις. Ο σουρεαλισμός, άλλωστε, μέσα από την ανατρεπτική ιδεολογική και αισθητική του πρόταση, ήταν δυνητικά ανοιχτός στην ανατροπή της έμφυλης “ομαλότητας” και της διάλυσης των διακρίσεων, προάγοντας μία νέα ανάγνωση των κοινωνικών και έμφυλων σχέσεων.
Επιλογικά, η τελευταία συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη μάς θυμίζει ότι η ποίηση ξεπερνά την επικοινωνία της «μορφής βιωμένης εμπειρίας», καθώς αποτελεί μία υψηλή τέχνη που συνδέει το βίωμα με την κοινωνική εμπειρία και τις ιδέες μέσα σε ένα δομημένο πολιτισμικό περιβάλλον. Η ποίηση είναι σκέψεις και ιδέες που συγκροτεί ο/η καλλιτέχνης σε λόγο. Παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς του υλικού κόσμου και καταθέτει τις δικές του/της αγωνίες και αμφιβολίες προτείνοντας ένα διαφορετικό σύστημα ιδεών. Το ανοιχτό κείμενο της Κουτσουμπέλη ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τις διαφορετικές αναγνώσεις, αφήνοντας περιθώριο για μια πληθώρα ερμηνειών και διδακτικών σχέσεων που συνυπάρχουν στην ίδια την πράξη της ανάγνωσης, καθώς εμπλέκονται ο υπερρεαλιστικός γλωσσικός κώδικας με το ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της παρωδιακής προσέγγισης. Έτσι, δημιουργεί χώρο για μία πιο παραγωγική σχέση με τον αναγνώστη και επιτρέπει στη δημιουργό να τον παρασύρει σε νέες στοχαστικές ατραπούς. Η ποίηση αναδεικνύεται σε μία μοναχική τέχνη, όπου ο δημιουργός ανατρέπει πρώτα τις δικές του ιδέες και αναζητά μέσα από ένα συνεχή πειραματισμό νέες εκφραστικές διεξόδους και ταυτόχρονα προκαλεί τον αναγνώστη να εγκαταλείψει τις δικές του βεβαιότητες για τη γλώσσα και τη λογοτεχνική παράδοση, το φύλο και τη δημιουργία.