Scroll Top

Η ποίηση του Ευθύμιου Λέντζα – Παρουσίαση από την Λίλια Τσούβα

   Ο Ευθύμιος Λέντζας εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποίηση με τη συλλογή Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο (2020). Το έργο αποτελείται από τρεις ενότητες: Γυμνός καιρός, Απαλά μέσα στη νύχτα, Σχήμα του καλοκαιριού.

Κεντρικοί θεματικοί άξονες οι έννοιες έρωτας και θάνατος. Έννοιες κοσμογονικές, που βρίσκονται σε συνεχή διαπάλη και ενσωματώνουν τη διαλεκτική του σύμπαντος. Ποίηση με την αίσθηση ενός τραγικού ρομαντικού. Εμφανίζει επιδράσεις από τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη και άλλους.

Η πρώτη ενότητα με τον δηλωτικό τίτλο Γυμνός καιρός κυριαρχείται από το αίσθημα του ματαιωμένου έρωτα, της απουσίας. Ο τόνος είναι ελεγειακός. Οι συνεχείς διασκελισμοί ανασύρουν ένα κατακερματισμένο, θραυσμένο, υποκείμενο. Επιθυμίες που βρίσκονται σε διάσταση με την πραγματικότητα και αντιθέσεις που προβάλλουν τη χαμένη ουσία. Σαν φαντάσματα οι μορφές που έφυγαν, ανασύρουν πόθους και κατακλύζουν με απόγνωση το ποιητικό υποκείμενο. Η οδύνη της ψυχής εκδηλώνεται μέσα από εικόνες υπερρεαλιστικές και έκφραση συνειρμική.

Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον
κήπο.
Πάνω στους ώμους μας φυτρώνουν μνήματα,
φουσκώνουν χώματα και μας τινάζουν κύματα.
Με χέρια μυρωμένα σκοντάφτουν σαν
φαντάσματα.

Καμιά φορά κουβαλάνε νερό,
καμία φορά κόβουν ένα λουλούδι –
άλλοτε πάλι τρελαίνονται.
[…]
Οι γυναίκες που αγαπάμε δανείζονται το φως
απ’ το
φεγγάρι αδειάζουνε τις φλέβες όπως
αδειάζουνε
το λάδι απ’ το τηγάνι.
Τυλίγουνε στα πόδια γιασεμιά και στο κεφάλι
άστρα
βάφουν τα χείλια με νεκρόδεντρα.
Κλαίνε τα τριαντάφυλλα που ανθίζουν.

(Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο, σελ. 10-11)

Στην ενότητα Γυμνός καιρός τα ποιήματα έχουν τίτλους, διακατέχονται από υπαρξιακή και κοινωνική αγωνία. Είναι ποιήματα σωματικά, με παραστατική εικονοποιία και λυρισμό.

[…] Ίδιους μας βρίσκουν οι αιώνες:
αλλάζουμε τα πράγματα στα ράφια,
τον έρωτα αλλάζουμε στα σώματα:
αυχένες, γόνατα, λαιμοί –
κύματα γυρίζουμε στα κύματα. […]
(Κατακόρυφος, σελ. 12)

[…] Κορίτσι που τραγούδησες τα έλατα,
το ανοιχτό πουκάμισο και την ελιά στο στήθος.
Μεθυσμένες οι βάρκες με τα παιδιά στον
αιώνα:
πρόσωπα πληγωμένα σαν απογεύματα μικρά.
Τράβηξα απ’ τη φωνή σου τη σιωπή.
Κανείς μέσ’ απ’ τον κήπο δεν κουνήθηκε.

(Τράβηξα απ’ τη φωνή σου τη σιωπή, σελ. 15)

Στο δεύτερο μέρος, Απαλά μέσα στη νύχτα, τα ποιήματα είναι άτιτλα. Στο ατμοσφαιρικό εισαγωγικό ποίημα, όπου δεσπόζουν τα ρήματα, το κλίμα είναι νοσταλγικό και αισιόδοξο. Το ερωτικό στοιχείο έντονο. Εικόνες πρωτότυπες, σκηνοθετική δομή και αφηγηματικός τόνος. Αίσθημα ματαίωσης.

[…] Τίποτα δεν μας γύρισε η μέρα –
από πάντα σκληρή σαν την πέτρα.
Το χαραγμένο μου αίμα στη μεριά
όπου ο ήλιος πηγαίνει χτυπημένος.
Από τα βάθη των νερών που μας αφήσανε
στο μονοπάτι από το σπίτι στο σφαγείο:
ζωή μου άπιαστη σαν τον χυμένο υδράργυρο.
Μια τούφα παίζει ο θάνατος στον τοίχο.
Ζωγραφίζω μια μαργαρίτα και μου
επιστρέφει το σώμα της Μάρως,
της Κωνσταντίνας, της Ελένης.
Τίποτα να μου χαρίσει ο Λόγος.
Τίποτα το σύννεφο να μου σταθεί στον ώμο
σ΄ ένα κλαδί ελιάς, σε μια σταγόνα, σ’ ένα
φύσημα. […]
(σελ. 26)

Το αίσθημα ματαίωσης βρίσκουμε και στο Σχήμα του καλοκαιριού, την τρίτη ενότητα, όπου με λέξεις που περιγράφουν εποχές και χρώματα δημιουργείται ποίηση υποβλητική.

[…] Με την ηλικία
της γης μπήκαμε στο Σεπτέμβρη. Το
καλοκαίρι με τα σγουρά του μαλλιά σαν
μια παλιά φωτογραφία ή σαν δυο χέρια
ζεσταμένα από ένα θρόισμα στα φύλλα.
Έμεινε μόνο το σχήμα των κλεισμένων
βλεφάρων κι ο άντρας με την ομπρέλα.
(σελ. 34)

   «Ἄδης καί Διόνυσος ἓν καί ωυτό», έλεγε ο Ηράκλειτος. Το δίπτυχο έρωτας-θάνατος βρίσκουμε και στο Σχήμα του καλοκαιριού. Διακρίνουμε αρχετυπικά σύμβολα (αίμα, δόντια σώμα, νερό, βροχή), παρομοιώσεις τολμηρές, αίσθημα αδιεξόδου και ένα υποκείμενο που κραυγάζει απόγνωση χωρίς πίστη, περιβάλλεται από μια αξεδίψαστη μελαγχολία.

Χαμηλώνω τα βλέφαρα: λίγο στην πέτρα
λίγο στον θάμνο ο τρόπος που έχουν οι
εποχές να μας πληγώνουν.
Με τόσα φύλλα σιωπηλά, με τόσα σίδερα
στο στόμα.
Ένα καρφί στο αριστερό μας χέρι το λάδι
του ήλιου.
Κάποια κορίτσια που μας ξέχασαν.
Μένει ακόμα η ζωή χωρίς εμάς ο δρόμος
για την επανάσταση.
Ο κλειστός καιρός με τις πλεξούδες στο
φάρο –
ο βράχος που μας έφερε κοντά.
Όλα μας τα ‘δωσε η θάλασσα:
τα κόκαλα, το καλοκαίρι, την ανάσταση.
(σελ. 44)

Η ποίηση του Ευθύμιου Λέντζα αποτυπώνει την υπαρξιακή αγωνία, την αυτοφυή ανθρώπινη αγωνία που πηγάζει από τη θέση μας στον κόσμο. Το πρώτο ενικό και πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που κυρίως χρησιμοποιεί, αποκαλύπτουν ατομικές και συλλογικές πτυχές μιας αβάσταχτης αίσθησης: νύχτες γεμάτες εφιαλτικά όνειρα, μέρες που κυριαρχούνται από μια βασανιστική μνήμη. Ο έρωτας μοιάζει πράξη καταδίωξης.

Ο ποιητής αναμετρά τα βιώματα που σφράγισαν την ψυχολογία του. Αποδομεί την ανεμελιά των παιδικών χρόνων μέσα από το αίσθημα της διάψευσης και της απώλειας. Η μελαγχολική πραγματικότητα αποτυπώνεται με πνεύμα εξπρεσιονιστικό και συνειρμική παράταξη εικόνων του ασυνειδήτου. Οι εικόνες αντανακλούν την αγωνιακή αίσθηση μέσα από την οποία ο ποιητής αντιλαμβάνεται τον κόσμο, έναν κόσμο περίκλειστο και αγωνιώδη. Ανασύρουν ρωγμές και στίγματα ενός εσώτερου εαυτού, ενός έντονα συναισθηματικού «εγώ», το οποίο καθώς πιέζεται, σπάζει τα δεσμά της λογικής.

Στη συλλογή Οι γυναίκες που αγαπάμε είναι θαμμένες στον κήπο, ο Ευθύμιος Λέντζας συνυφαίνει την πραγματικότητα με την υπερπραγματικότητα και καταγράφει το διαρκές παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο. Δραματοποιώντας το υποκειμενικό συναίσθημα, αναπαριστά την διαταραγμένη πραγματικότητα των ημερών και εκφράζει έναν κόσμο ρηγματικό, παραμορφωμένο, με αφύσικους σχηματισμούς.

Βιβλιογραφία

Βαρελάς, Λ., Βογιατζόγλου, Α., κ. ά. 2008. Γράμματα II, Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας), ΕΑΠ, 482, 489.