Ιαματική καταβύθιση – το βάθρο, το πένθος, το βάραθρο
Η Διώνη Δημητριάδου γράφει για την
«Εξημέρωση» του Δημοσθένη Παπαμάρκου
εκδόσεις Πατάκη
Η γραφή αγαπά τις καταδύσεις. Και δεν εννοείται εδώ μόνον η καταβύθιση στον πυρήνα ενός μύθου ικανού να υποστηρίξει την πλοκή και ενδεχομένως την περιπέτεια των ηρώων. Περισσότερο πρόκειται για μια εισχώρηση επώδυνη και δυνάμει εξιλεωτική στον εσώτερο εαυτό, προκειμένου να αναδυθεί κατόπιν ο λόγος αποκαθαρμένος και διαυγής. Η εικόνα, ωστόσο, αποβαίνει συχνά κρυπτικότερη και πιο δύσκολα προσβάσιμη, όσο περισσότερο η γραφή αντέχει σθεναρά την ενατένιση του ανοίκειου και σκοτεινού τοπίου, καθιστώντας έτσι τη διαύγεια των λέξεων αμφίβολη – ίσως όμως εδώ να εντοπίζεται και η αξία μιας γραφής, όσο αυτή δυνητικά πολλαπλασιάζει τις ερμηνείες της συναντώμενη με την κάθε φορά διεισδυτική αναγνωστική διάθεση. Με άλλα λόγια, ενδεχομένως κάποιες γραφές να αποκτούν την ουσιαστική τους υπόσταση μέσα από το μοίρασμά τους. Ακριβώς αυτή είναι η περίπτωση της (κρυπτικής στο νόημά της)Εξημέρωσης, του πρόσφατου βιβλίου του Δημοσθένη Παπαμάρκου.
Σταδιακή η θέαση του τοπίου, στο οποίο μας οδηγεί ο συγγραφέας. Σημείο περιστροφής του βλέμματος το πέλαγο, εκεί που στο μέσο του υπάρχει μια σπηλιά. Αν θαρρετά εισχωρήσεις, θα δεις στο μέσο της ένα βάθρο. Το βήμα του προφητικού λόγου ή του καλλίφωνου πένθους –αρχικά αυτή η μετάλλαξη είναι αρκετή– μέχρι πουθα καθαρίσει η εικόνα και θα φανεί πως δεν είναι βήμα αλλά βάραθρο, που αδημονεί να καταπιεί κάθε ελπίδα ερμηνείας. Γιατί εδώ τον πρώτο λόγο έχει ο θάνατος, και ο λόγος των νεκρών είναι αυτός που θα ακουστεί, αν ακουστεί. Πώς γίνεται, όμως, να μιλούν όσοι στον Άδη πλέον εγκαταβιούν;
Αν νοηθεί ο ορατός και ο αόρατος κόσμος σε επίπεδα, με διαβαθμίσεις ικανές να συντηρήσουν τις (αμφίβολες σε κάθε περίπτωση) εξουσίες, δείτε πώς καταρρέει όχι μόνον το απατηλό αυτεξούσιο της θνητότητας αλλά και η ψευδαίσθηση της θεϊκής υπεροχής· όλα, και τα ανθρώπινα και τα θεϊκά, υποταγμένα στον παντοδύναμο νόμο της Μοίρας. Κι αν η Μοίρα είναι αυτή που ορίζει τα μελλούμενα, τότε ο θάνατος είναι κοινός για όλους είτε ως ανακοπή της ευεργετικής ανάσας είτε ως κατακρήμνιση της οντότητας στη λήθη. Ο Μάντης και Πιστός είναι αυτός που θα θελήσει να δει πιο πέρα, να νοήσει τον χώρο των απόντων, να ακούσει τη γλώσσα τους – μα οι νεκροί δεν έχουν γλώσσα, μόνο αγλωσσία και αλαλία για τα δικά μας πεπερασμένα νοητικά όργανα επικοινωνίας. Μόνο προσωπικές ερμηνείες δίνουμε στις σιωπές τους, μόνο εικασίες στα σημάδια που φθάνουν ως εδώ σταλμένα από αυτούς. Κι ο Μάντης παραδίνεται στην ατολμία της εισχώρησης, στην αδυναμία της ερμηνευτικής διείσδυσης.
Μύθος της μαντικής διαμεσολάβησης παλαιός όσο και η προσπάθεια του ανθρώπου να εννοήσει. Και δίπλα στον μύθο η ιστορία. Δύο πόλεις αδελφές, απομακρυσμένες στα δύο σημεία του ορίζοντα, τα αντιδιαμετρικά. Με κοινή μοίρα αλλά με διαφορετική συναίσθηση της κοινής ευθύνης που ορίζεται από την αδελφοσύνη. Η Μίλητος και η Σύβαρις. Η ύβρις, η νέμεσις, ο πόλεμος, η καταστροφή, η άλωση, η αδυναμία εξιλέωσης, τα αντικριστά σημεία που ορίζουν τον χώρο του δράματος. Και ο Μάντης καταμεσής στο πέλαγος, μέσα στη σπηλιά να αναζητά τη λύση. Γιατί σ’ αυτόν έδωσε ο θεός το χάρισμα εναποθέτοντας ανάμεσα στα δόντια του τη φωνή του:
Ο ίδιος ο θεός με ξεχώρισε με τη μανία που από παιδί αφρίζει τον νου μου, και με τα χρόνια έμαθα να πλέω σε αυτή την τρικυμία που ποτέ της δεν παύει, μόνο υψώνει μια στιγμή το κορμί της στον ουρανό κι ύστερα πάλι ορμάει στην άβυσσο που βαθαίνει με κάθε της χτύπημα. Κι έτσι όποιος θέλησε έστω και για λίγο να σταθεί στις κορυφές της γκρεμίζεται μαζί με την επιθυμία του. (σελ. 11)
Ο μύθος, δίπλα του η ιστορία σε άρρηκτη σύνδεση, που μόνον η λογοτεχνία κατορθώνει, και σε άφευκτη συνέχεια του νήματος το σήμερα. Πάλι η θάλασσα, πάλι το χάλκινο χέρι του πολέμου, πάλι σώματα που ξεβράζονται από την απέναντι ακτή στις παραλίες των νησιών· ζωές καταργημένες. Η τραγική συνέχεια. Και ίσως μόνο μια ταραγμένη φύση μπορεί να κυριευθεί από την επιθυμία να δει πιο πέρα από την ορατή δυνατότητα – με όποιο κόστος απογοήτευσης στη θέα του ερέβους, στην αδιαπερατότητα του κόσμου για την ανθρώπινη νόηση.
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος με εύστοχο υπότιτλο καθόρισε και το περιεχόμενο του μικρού (αλλά τόσο περιεκτικού) βιβλίου του: Νεκρογραφία. Γραφή νεκρών το προτιμώ, όχι γραφή για τους νεκρούς. Ίσως γιατί με τη σιωπή τους έχουν μιλήσει. Αν οι γλώσσες, με την ευπροσήγορη πολυσημία τους ή την ακατάληπτη συχνά αδυναμία τους, προσιδιάζουν στην αδιάκοπη επιθυμία των ανθρώπων για επικοινωνία, τότε η τραγική σίγαση της φωνής, η σιωπή των θανόντων ανταποκρίνεται απολύτως στην απροθυμία τους να αποκαλύψουν όσα σε απύθμενα πηγάδια φυλάσσονται αυστηρά – ο νόμος της ζωής: μαθαίνεις όταν πάψεις να βλέπεις, όταν δεν συσκοτίζεται πια ο νους σου από τα ορατά των πραγμάτων, κατά το οιδιπόδειο νόημα του κόσμου. Έτσι ο Μάντης θα κατέλθει εις Άδου τόπο, μόνο για να ανακαλύψει πως:
Για τις κεράτινες πύλες του Κάτω Κόσμου απ’ όπου διάβηκα κι ανέβηκα, δεν μπορώ να μιλήσω. Από τον κόσμο των νεκρών επέστρεψα νεκρός, γιατί δεν αντίκρισα είδωλο του θανάτου. Δεν υπάρχει αναπαράστασή του, μόνο αυτός ο ίδιος. (σελ.35)
Είναι άραγε ιαματική αυτή η καταβύθιση; Έρχεται στον νου μου το Ρήμα το Σκοτεινόν του Οδυσσέα Ελύτη, ένας παράλληλος λόγος στην Εξημέρωση, ας μου επιτραπεί ο συνειρμός. Όσοι στα σκοτεινά τοπία εναποθέτουν τις γραφές τους –και ο Παπαμάρκος αναμφίβολα ανήκει σ’ αυτούς τους εκλεκτούς– φέρουν το βάρος μιας απόπειρας εξήγησης, με όποια αντίδραση δυνατόν να προξενήσει ο κρυπτικός τους λόγος. Θα μπορούσε, λοιπόν, να επαληθεύσει ο Παπαμάρκος τους δύο ακροτελεύτιους στίχους του Ελύτη από το εν λόγω ποίημα: Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’/H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται. (Οδυσσέας Ελύτης, Ρήμα το σκοτεινόν, Ελεγεία της Οξώπετρας, Ίκαρος 1991). Ιδιαίτερες φωνές, ξεχωριστές καταβυθίσεις στο ανελέητο σκότος. Θαρρώ πως έχουν την ιαματική τους δράση τόσο στους ίδιους που επιχειρούν την καταγραφή τους όσο και σ’ αυτούς που θα θελήσουν την κοινωνία του λόγου. Ίαση ψυχής που σωματοποιεί τις ακριβές θεάσεις με έξοχες γραφές και εκλεκτές αναγνώσεις.