Scroll Top

Ηλίας Κουτσούκος, “Μάθημα ανατομίας” – Κριτική από τον Βαγγέλη Τασιόπουλο

[…] δεν μπορείς να γράψεις πραγματικά αν δεν σ’
επισκεφτεί αυτός ο μαύρος φοβερός λύκος που μπαίνει
απρόσκλητος στην αυλή του μυαλού σου, ουρλιάζει και,
μόλις ξεμυτίσεις για να τον διώξεις, σου ορμάει και σε
ρίχνει κάτω κι αρχίζετε το πάλεμα κι εσύ νιώθεις πως θα σε
νικήσει όσο κι αν προσπαθείς ν’ αποφύγεις τα σαγόνια του,
νιώθεις να σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου και αυτός με
μια τελευταία δαγκωνιά στο πόδι σ’ αφήνει κι
εξαφανίζεται, μένεις εξουθενωμένος, διαλυμένος μέσα στα
χώματα, και τότε ξεπροβάλλει ένα απίθανο πλάσμα, μια
γυναίκα όλα τα λεφτά, που σκύβει πάνω σου και σου μιλάει
τρυφερά και σου δίνει τα χείλη της, που στάζουν κρύα νερά
και συνέρχεσαι και γυρνάς στο δωμάτιό σου και αρχίζεις να
γράφεις μανιασμένα και γίνεσαι μεθύστακας στις γωνιές
του μυαλού σου, ψάχνεις την πόρτα του σπιτιού σου και
όλα γυρίζουν γύρω σου κι έτσι γράφεις, γράφεις, γράφεις.

         (Απόσπασμα από το διήγημα, Η δημιουργική γραφή είναι πατάτες)

Για να μιλήσεις για το έργο του Ηλία Κουτσούκου απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αποδεχτείς ότι έχεις μερίδιο ευθύνης για όσα διαδραματίζονται στις ιστορίες του, ή είσαι αυτόπτης μάρτυρας, ή και ο χρήσιμος τρίτος (ουδέτερος) της κάθε ιστορίας. Στις γραφές του Η.Κ. δεν είναι δυνατόν να είσαι αμέτοχος. Ο συγγραφέας καταφέρνει εδώ και χρόνια να συστήνει στον αναγνώστη τον εαυτό του. Να τον καταξιώνει, ή να τον αποσαθρώνει στα εξ ων έχει συντεθεί. Αυθαδιάζει και προκαλεί με τα απόνερα της τακτικής ζωούλας, υπενθυμίζοντας πως οι ασυμπτωματικοί, που πιστεύουν στην υγεία τους, είναι καιρός να αποκαλυφθούν και να συνταχτούν στην άλλη πλευρά της ζωής.
Στη συλλογή διηγημάτων Μάθημα Ανατομίας, παρακολουθούμε μια εξαιρετική οικονομική διαχείριση του λόγου. Αυτή η πυκνότητα της γραφής με την υποδειγματική αφαίρεση κάθε περιττού στοιχείου καθιστούν το αποτέλεσμα συγκινησιακά φορτισμένο και πολυεπίπεδο. Ο συγγραφέας ταυτοποιεί σε κάθε του ιστορία την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την εξέλιξη της δράσης, των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων, όχι μονάχα ως δική του επιλογή, αλλά και ως υπόδειξη στον αναγνώστη, τον οποίο αναγνωρίζει ως συνδημιουργό σε κάθε περιπέτεια του νου, είτε πραγματική, είτε φανταστική. Μολονότι οι δεσμευτικές αφηγηματικές τεχνικές ουδόλως τον ενδιαφέρουν, διακρίνω ένα συγκερασμό της «ιστορίας περιστατικών» με την «ιστορία χαρακτήρων»[1] Επίσης είναι πασίδηλο πως δεν τον αφορούν τα προστάγματα των δημιουργικών λογιστικών της γραφής και η συγκάλυψη του ιδεολογικού, πολιτικού και φιλοσοφικού φορτίου των επιλογών του. Ο Η.Κ. υιοθετεί πλήρως την μαρξιστική άποψη πως η λογοτεχνία είναι μέρος του εποικοδομήματος της κοινωνίας, γι’ αυτό και παίρνει θέση, όχι ως λειτουργός της στράτευσης και οπαδός μιας στείρας τέχνης, αλλά ως ανθρωπιστής αμφισβητίας. Ματώνει το όνειρο της ευημερίας και εισχωρεί στον βαθειά χειμαζόμενο κόσμο της βιτρίνας. Διασκεδάζει με τα καμώματα της αστικής αλαζονείας και κάποτε ανακαλεί το παρελθόν για να εναποθέσει τις μνήμες όπου στηρίχτηκε το εθνικό αφήγημα. Ως πολιτικός συγγραφέας με γνώση και ευαισθησίες καταφέρνει την πρόκληση και την αισθητική απόλαυση. Εδώ μάλλον έχουν θέση οι απόψεις του Τέρυ Ήγκλετον: «Τα λογοτεχνικά έργα δεν αποτελούν αποκυήματα μυστηριακής έμπνευσης, ούτε μπορούν να ερμηνευτούν απλά σε σχέση με την ψυχολογία του συγγραφέα τους. Είναι μορφές αντίληψης, ιδιαίτεροι τρόποι του βλέπειν τον κόσμο‧ και σαν τέτοια σχετίζονται με τον κυρίαρχο τρόπο του βλέπειν ή την ιδεολογία μιας εποχής. […][2]. Έτσι λοιπόν μπορούμε να κατανοήσουμε τους τρόπους της ποιητικής τουΗλία Κουτσούκου, ο οποίος συντάσσεται και συνομολογεί επί του πρακτέου με τον σπουδαίο γερμανό στοχαστή Walter Benjamin πως η Λογοτεχνία, όπως και κάθε Τέχνη είναι κυρίως μια κοινωνική πρακτική, παρά ένα αντικείμενο προς ακαδημαϊκή έρευνα. Η έννοια της κοινωνικής πρακτικής είναι έκδηλη σε όλα τα διηγήματα της συλλογής, κάτι που προσωπικά με εντυπωσιάζει, αφού μετουσιώνει απλές ιστορίες σε αισθητικά άρτια έργα. Οι άνθρωποί του, είναι οι ήρωες της διπλανής πόρτας, το λούμπεν περιθώριο, οι εφησυχασμένοι αστοί, ακόμη και οι ευνουχισμένοι εχέφρονες επιστήμονες. Ο συγγραφέας δεν αποστασιοποιείται από τα δρώντα πρόσωπα των ιστοριών του, αλλά άλλοτε ως γόνιμος παρατηρητής κι άλλοτε ως προεξάρχων του χορού, επεμβαίνει και δρα για παν ενδεχόμενο. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως όλον, μια συμπεριληπτική ενότητα μέσα στην οποία όλα ακολουθούν τους νόμους του κύκλου της ζωής. Ωστόσο στις εκλάμψεις αυτής της νομοτέλειας, πιστεύει ότι εμφιλοχωρεί η ουσιαστική καταδική του συμβολή. Με τρυφερότητα βωμολοχεί, χαρακτηρίζει κι επιστρέφει στην κανονικότητα για να επιβάλει, τι άλλο την Τέχνη. Γράφει για τη Μαρία Κάλλας στο υπέροχο πρώτο διήγημα, Casta diva στη λαχαναγορά: Στη λαχαναγορά […] αγάπησε τρελά την Κάλλας, που άκουγε ο νονός του, καπνίζοντας αδιάκοπα, με τις ενδιάμεσες ατάκες του «Ρε την καργιόλα, τι θεϊκή φωνή είναι αυτή» ή «Πω, πω ρε πούστη μου, τι ήχους βγάζει η θεά». Το απροσδόκητο είναι συστατικό στοιχείο των διηγημάτων. Εμβαθύνοντας στον κόσμο του Ηλία Κουτσούκου αντιλαμβάνεσαι πως προοικονομείται διακριτικά η εξέλιξη του μύθου για να προστατεύσει το κορυφαίο γεγονός της λύσης. Γυρνάει με το τσεκούρι ξαναμμένος στη βεράντα, βάζει ένα διπλό με πάγο, ρίχνει άλλο τόσο στον Άγγλο, που τον κοιτάζει λες και βλέπει εξωγήινο, και λέει στη γυναίκα του «Πες του πως ο Παπαστάθης γαμάει και τις ελιές αν εμποδίζουν τους φίλους του να δουν το ηλιοβασίλεμα» και κατεβάζει μονορούφι το μαλτ τσουγκρίζοντας δυνατά το ποτήρι του Τομ, που δεν έχει συνέλθει ακόμα από το σοκ. (Ο Αντώνης Παπαστάθης δεν λογαριάζει τις ελιές). Στο δραματικό Μάθημα Ανατομίας που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, ο καθηγητής Καρλάφτης δια του Ηλία Κουτσούκου γίνεται ο τιμωρός των υβριστών για το ανοσιούργημά τους, καθώς το υλικό σώμα του ποιητή, δωρεά του ίδιου, βεβηλώνεται από τους φοιτητές στους οποίους είχε δωριθεί για τις ανάγκες των σπουδών τους. Οι συνειρμοί και οι συμβολισμοί μας δίνουν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πως η φρίκη δεν είναι βιωμένη ανάμνηση, αλλά στοιχείο της καθημερινότητας. Η απαξία της ανθρώπινης υπόστασης λογαριάζεται ως ακρογωνιαίος λίθος του δυστοπικού τοπίου που μας περιέχει. Γι’ αυτό και η κραυγή του καθηγητή:…Πιστεύω πως το μόνο που θα ήθελε να σας χαρίσει, θα ήταν τα αρχίδια του. Άντε μου όλοι στο διάολο τώρα, ηλίθιοι.

Καθώς ο συγγραφέας περιφέρεται ανάμεσα στα περιστατικά με τους ήρωές του άλλοτε φθαρμένους κι άλλοτε υποτελείς ως αναπόσπαστα στοιχεία της παρακμής, δεν θα μπορούσε να προσπεράσει τα μετεμφυλιακά χρόνια και τις σκοτεινές εκείνες περιόδους της αντικομουνιστικής υστερίας και της κατασκευής του εθνικού αφηγήματος. Ως έφηβος και ανήσυχος θα καταχωρίσει τα βιωμένα περιστατικά και θα εκθέσει τους τρόπους με τους οποίους κατακτήθηκε η φαιδρή ευημερία, μα κυρίως η σιωπή. Νιώθω πως το πνεύμα της αμφισβήτησης, της ελευθεριάζουσας γλώσσας και το αστραφτερό πνεύμα του Κουτσούκου εκκολάφτηκαν μέσα σε ένα ολοκληρωτικό περιβάλλον που απαιτούσε συναίνεση, σύνεση μα κυρίως σιωπή. Απρόσβλητος από τις σκοπιμότητες θα απαντήσει τονίζοντας, σαρκάζοντας και διακωμωδώντας, τα έργα και τις ημέρες της πατρίδας με καρυωτακική διάθεση, όμως δίχως πεσιμισμό, αλλά με την προσήκουσα ευθύνη. Κορυφαία τα διηγήματα, Κάθε 10 του μήνα κλειστός…, Κάστανα στο Πάικο, Κριθαρόσουπα.

Ο Ηλίας Κουτσούκος, στα τριάντα διηγήματα της συλλογής παρακολουθεί τη βιωτή των ανθρώπων σε όλες τις διαστάσεις, αλλά δεν αφήνει ασχολίαστα όσα η μνήμη τον τροφοδοτεί για να λεηλατήσει και να προβάλει τις παράπλευρες συνέπειες που συνιστούν τον νεοελληνικό βίο.

Το Μάθημα Ανατομίας είναι ένα μωσαικό το οποίο αποτελείται από εξαιρετικά αφηγηματικά διηγήματα-σπαράγματα υψηλής λειτουργικότητας και αισθητικής. Μιλάμε λοιπόν για μια αυθεντική Τέχνη, όπου υπηρετείται η αλήθεια, άλλοτε με τη ρεαλιστική λεκτική απεικόνηση κι άλλοτε με το συνυποδηλωτικό της περιεχόμενο. Με κατακτημένα τα εκφραστικά μέσα ο συγγραφέας διαπερνά το χρόνο κορφολογώντας τα ήθη και τους τρόπους της κάθε εποχής. Πρέπει επίσης να σημειώσω, ως ακροτελεύτια παρατήρηση και την άκρως ενδιαφέρουσα μεταφυσική διάσταση κάποιων διηγημάτων, όπως η Ξεκούρδιστη βόλτα, Ο Φιντέλ κυνηγάει αστραπές στον ουρανό και Η Διεθνής Έκθεσις Βιβλίου – το Απρόοπτον, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης μνείας.

Κι επειδή πρόκειται περί μαθήματος, θα ολοκληρώσω μ’ ένα σχόλιο του Νόρμαν Μέιλερ στο οποίο αντικατοπτρίζεται πλήρως ο συγγραφέας Ηλίας Κουτσούκος και ο κόσμος του: «Ο λογοτεχνικός κόσμος είναι επικίνδυνος τόπος για συχνή κατοίκηση…»[3]

ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ (διηγήματα) εκδόσεις: Μελάνι, Αθήνα 2020.

[1] Βλ. M.H. Abrams,Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, μετάφραση, Γ. Δεληβοριά, Σ. Χατζηιωαννίδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009, σσ. 90-91

[2] Τέρυ Ήγκλετον, Ο Μαρξισμός και η Λογοτεχνική Κριτική, μετ. Γρ. Αζαριάδης,. Ύψιλον/βιβλία, 1981, σ. 26

[3] Νόρμαν Μέιλερ,Η Μάγισσα Τέχνη, μετ. Ιλ. Διονυσοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σ. 178