Τα ποιήματα του Διονύσιου Καλιντέρη ισορροπούν ακροθιγώς ανάμεσα σε ελεγεία και σάτιρα—κυρίως αυτοσαρκαστική σάτιρα: κόσμος κι εμπειρία εδώ είναι πράγματα ιδωμένα από τη σκοπιά της μέσης ηλικίας˙ πράγματα ξεμαγεμένα, γεμάτα από σκιές κι αμφιβολίες.
Αλλά αυτή η φράση—«σκοπιά της μέσης ηλικίας»—πρέπει να διαβαστεί όχι χρονικά ή ποσοτικά αλλά οντολογικά και ακόμα, αισθητικά. Μας το κάνει σαφές το πρώτο ποίημα της συλλογής, με την σαφώς δαντική του ρίζα, το “selva oscura”, το σκιερό δάσος από όπου εκκινεί η Θεία Κωμωδία:
Nel mezzo del cammin di nostra vita
mi ritrovai per una selva oscura,
ché la diritta via era smarrita.
Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι,
τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος,
μεταφράζει ο Καζαντζάκης. Κι ο Καλιντέρης ξεκινά, πού αλλού, στη μέση, εκεί από όπου ξεκινούμε όλοι, μιας και η ποίηση δεν γεννήθηκε τώρα και δεν υπάρχει ένας κόσμος εδεμικών, άσπιλων και παρθένων λέξεων:
σαν να ξεμάκρυνα πολύ
ανοίκεια η διαδρομή
δεν ανταμείβει
η περιπλάνηση καταπονεί
δίχως την πλάνη του προορισμού
(προπάντων
όχι
τους ευφημισμούς
των ποιητών-
το μεσοστράτι της ζωής
και τέτοια)
σαν να ξεμάκρυνα πολύ
απ’ την αφετηρία
των καλών ελπίδων
μόνη μια δεξιότητα απομένει
πώς να χάνομαι
μόνο μια γνώση
(“selva oscura”, σελ. 7)
Αφού η ποίηση ξεκινά θέλοντας και μη στη μέση, σε μια διαδρομή που έχει ήδη ξεκινήσει πολύ πριν τον ποιητή και θα συνεχιστεί μετά από αυτόν, ξεκινά, τρόπον τινά, όχι από το πρώτο βιβλίο της Θείας Κωμωδίας, αλλά από το μεσαίο. Η οντολογική της κατάσταση δεν είναι η Κόλαση αλλά το Καθαρτήριο, η ενδιάμεση κατάσταση, ανάμεσα στον ολοφυρμό και την προσδοκία μιας λύτρωσης, ανάμεσα στην ελεγειακή και τη σατιρική διάθεση. Όντας στη μέση των διαθέσεων και στη μέση της χρονικότητας και της ιστορικής της εξέλιξης ως είδους, η ποίηση δεν μπορεί παρά να ξαναγράφει, να γράφει εξ αρχής, γνωρίζοντας και μη γνωρίζοντας τις προηγούμενες γραφές: τις γνωρίζει αρκετά για να γνωρίζει πως «το μεσοστράτι της ζωής» έχει εξελιχθεί το ίδιο σε κοινό τόπο, σε κλισέ˙ τις ξεχνάει αρκετά για να ξεχάσει τη θεολογική πλαισίωση της εύρεσης του δρόμου κάποιου που έχει χαθεί και να την αντικαταστήσει με την «δεξιότητα» του ανθρώπου που έχει χάσει τις θρησκευτικές βεβαιότητες όχι να βρίσκει τον ορθό δρόμο αλλά να «χάνεται», απαλλαγμένος από την «πλάνη του προορισμού.»
Όντας λοιπόν στη μέση, στην ενδιάμεση κατάσταση (όσο κι αν η ίδια η αναγνώριση του γεγονότος φραστικά τον εγκλωβίζει στο ήδη ειπωμένο), ο ποιητής ξαναγράφει και δεν μπορεί παρά να ξαναγράψει. Για παράδειγμα, το σονέτο, του οποίου ο συλλαβικός βηματισμός παραπαίει σε έναν χορό απτάλικο:
Σε τρίτο πρόσωπο μιλώ (μη με χλευάσεις)
για τη ζωή μας που κυρίευσε η σκιά.
Συχνό το τέχνασμα όποιου ασφυκτιά:
υποτιθέμενες να παίρνει αποστάσεις,
να καταφεύγει σε μακρές περιγραφές,
νηφάλιες οπωσδήποτε, χωρίς
φορτίσεις, ανεπίκαιρες θαρρείς
(την ώρα που ξηλώνει τις ραφές
το ό,τι υπήρξαμε), σαν άλλους να αφορούν
τα διαμειβόμενα. Και εν μέρει όντως
διάγουμε πια ξένοι του παρόντος:
μας περισφίγγει προσωπείο σιδηρούν
και πάμε (μοιάζει εξιστόρηση de bello gallico),
μ’ ασύμμετρο βηματισμό, σαν τον απτάλικο.
(«ούτε καν σονέτο», σελ. 23)
Το εκπληκτικό (κυριολεκτικά: εκπλήσσει) καταληκτικό δίστιχο του «(ούτε καν) σονέτου» του Καλιντέρη μας δίνει τα δύο ίσως σημαντικότερα ερμηνευτικά κλειδιά στο ποίημα: την πηγή της αναφοράς στην «ομιλία σε τρίτο πρόσωπο», αποστασιοποιημένα έστω και τεχνηέντως («συχνό το τέχνασμα όποιου ασφυκτιά/υποτιθέμενες να παίρνει αποφάσεις»), που είναι ακριβώς το De bello gallico του Ιουλίου Καίσαρα, γραμμένο σ’ ένα ψευδεπίγραφο τρίτο πρόσωπο το οποίο συνηθίζουμε να ονομάζουμε «αυτοκρατορικό», μιας και ρητορικά στόχευε να μεγαλοποιήσει και να μυθοποιήσει τα πολεμικά κατορθώματα του ίδιου και το οποίο τώρα, στην δική μας λιγότερο ευκλεή και μαγεμένη εποχή, είναι μονάχα το μέσο αυτοπροστασίας ενός εύθραυστου εγώ, αλλά συνάμα και μια μαρτυρία αποξένωσης από τον εαυτό και από την ίδια την παροντικότητα της εποχής, μιας και «εν μέρει όντως/διάγουμε πια ξένοι του παρόντος».
Γιατί είναι «ούτε καν σονέτο» αυτό του Καλιντέρη; Μα ασφαλώς επειδή συλλαβικά παραπατά «μ’ ασύμμετρο βηματισμό, σαν τον απτάλικο» (τον πολεμικό χορό χωρίς προκαθορισμένα βήματα): δεκατρείς συλλαβές στον πρώτο στίχο, δεκατρείς στον δεύτερο, αλλά μόνο δώδεκα (φωνητικά μιλώντας) στον τρίτο, έντεκα στον έκτο, δέκα στον έβδομο, και ούτω κάθε εξής. Κι αυτά χωρίς να μετρήσουμε τους διασκελισμούς («χωρίς/φορτίσεις», «ξηλώνει τις ραφές/το ό,τι υπήρξαμε»), όπου διαδραματίζεται κυριολεκτικά ένα «ξήλωμα» των στιχουργικών ραφών, κυρίως στη δεύτερη περίπτωση, όπου η αποκατάσταση της συντακτικής και νοηματικής συνοχής μας αναγκάζει σε μια παύση κόντρα στη «ρύμη του λόγου», τη μουσικότητα του παραδοσιακού σονέτου.
Έχω ισχυριστεί στο παρελθόν ότι η επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές στη σημερινή εποχή έχει αισθητική νομιμότητα όταν χρησιμεύει ως μέσω πρόταξης της κρίσης της παραδοσιακής μορφής, μέσο δραματοποίησής της στο ίδιο το επίπεδο των μορφικών επιλογών—με άλλα λόγια όταν η κρίση της παράστασης του κόσμου ως αρμονικού και οργανικά δεμένου (περιεχόμενο) εκδηλώνεται ως σύμπτωμα στο επίπεδο της μορφής. Αυτή ακριβώς είναι η χρήση της παράδοσης στον Καλιντέρη: είναι ένα εργαλείο, ένα σύνολο τρόπων, το οποίο μας έχει παραδοθεί σπασμένο και το οποίο δεν μπορούμε ούτε να χρησιμοποιήσουμε συνηθισμένα, με βάση τη συνήθη του χρήση, ούτε και να πετάξουμε. Σε αυτή την συνθήκη μεσότητας—και συνεπαγόμενης αμηχανίας για το «τι να κάνουμε»—απευθύνεται με λεπτότητα, χιούμορ και θλίψη η συλλογή του Καλιντέρη, σημειώνοντας
πως
οι επιγενόμενοι θα αναγνωρίσουν δίχως άλλο
το ανακόλουθον των λεγομένων και τα χάσματα
πράγματι
δίχως οδηγό παράσταση πορεύθηκα
στον πλάνητα αιώνα των σπασμών
[…]
στέκω πλειστόκαινος
υπομονετικά λειαίνω και στιλβώνω
και ούτε μια γούρνα τόση δα
λίγο χορτάρι
(«απόλογος», σελ. 43).
Ο αναγνώστης που δεν θα καταγράψει την πυκνή αισθητική και πολιτική ιστορία που εμφιλοχωρεί στη φράση «αιώνα[ς] των σπασμών», δεν θα κατανοήσει, πιθανώς, και την ειρωνεία στην απολογητική περί «ανακόλουθου των λεγομένων» και «χασμάτων», ούτε τη μέριμνα, παρ’ όλα αυτά, για μια εργασία αποκατάστασης («υπομονετικά λειαίνω και στιλβώνω»), που σε εποχές μαζικής έκθλιψης της ιστορικής συνείδησης (περιλαμβανομένης της ιστορικής συνείδησης της ίδιας της ποίησης ως μορφής λόγου), παραμένει μοναχική, σχεδόν απόλυτα απαρηγόρητη: μέριμνα για ένα ξερόκλαδο στο μέσο μιας ερήμου, μήπως κι αυτό ξαναβλαστήσει για τους «επιγενόμενους». Ως τότε, «ούτε μια γούρνα τόση δα/λίγο χορτάρι».
Βιβλίο χαμηλόφωνο, καλά μαστορεμένο, θαρραλέο.
* In Medias Res: Διονύσιος Καλιντέρης, Τα ευρισκόμενα, εκδ. Sestina, 2022