Scroll Top

Ιωάννα Αμπατζή, Αψέντι, η Πράσινη Νεράιδα – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Μύθος, μέθη μυθ-ιστορούν, ανιχνεύοντας ιστορικά τα όρια του νεωτερικού «παραλόγου».

«Αψέντι μου πικρό μου, γάλα των εραστών
Παθιάρικη φλεβίτσα, χαρά καλλιτεχνών
Πανάκριβο ποτό μου για σένα τραγουδώ
Θνητή την ευτυχία με μια γουλιά να πιώ»

Η Ιωάννα Αμπατζή μετά από την τελευταία της ποιητική συλλογή, με τίτλο Ψυ-χώσεις σε μπλε μαρέν, (2017), επανέρχεται, και πάλι από τις εκδόσεις Μολύβι, με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως αναγράφεται και στο εξαιρετικά επιμελημένο εξώφυλλο. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο αναγνώστης εισάγεται στον κόσμο μιας άρτια μελετημένης αφήγησης, όπου η ενδελεχής έρευνα, πράγμα σπάνιο για την ελληνική αφηγηματική πραγματικότητα, αποτελεί ένα κύριο δομικό του στοιχείο.
Η Αμπατζή οικοδομεί ευφυώς την αφήγησή της, γύρω από το αψέντι, καταστρώνοντας ένα πλέγμα ρεαλιστικής πλοκής και ιστορικής αναδρομής στα λογοτεχνικά πεπραγμένα της παρισινής λογοτεχνικής ελίτ, και όχι μόνον, λίγο πριν την εκπνοή του προηγούμενου αιώνα και λίγο μετά. Πρόκειται για ένα κείμενο με πολλές αρετές. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο φλερτάρει έντεχνα με τεχνικές που άπτονται ενός μυθιστορήματος ιδεών, ενώ η πλοκή, καθώς επιχειρεί τη θεωρητική της αναδρομή, αναπτύσσεται, άλλοτε αγγίζοντας τα όρια του ρομαντισμού στην εκπνοή του και άλλοτε αποκαλύπτοντας την ικανότητα της συγγραφέως να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα μετανεωτερικό, με σαφή τη συνδρομή της διακειμενικότητας και σπέρματα αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο λόγος της μεστός, ρέει αβίαστα, καθώς ξετυλίγει την αφήγηση, ενώ οι πλοκή αντιγράφει τη ζωή με εξαιρετικά ζωηρές εικόνες και ρεαλιστικές περιγραφές. Το ύψος της αναγνωστικής απόλαυσης του κειμένου τής Αμπατζή είναι ουσιαστικά μετρήσιμο.
Ο τίτλος του βιβλίου, δεν επιλέγεται διόλου τυχαία από τη συγγραφέα, καθώς πρόκειται για το τόσο συκοφαντημένο ποτό, το αψέντι, ενώ πρόσωπα υπαρκτά και μη, εμπλέκονται υπερρεαλιστικά στην αφήγηση, καθώς οι εικόνες αλλά και η διακειμενικότητα, οικοδομούν την ατμόσφαιρα του βιβλίου και περιπλέκονται γύρω από την κατανάλωση, αλλά και τα πραγματολογικά στοιχεία που αφορούν το αψέντι, αλλά και την μυθική, σχεδόν, διασύνδεσή του με του καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού.
Παρίσι στα τέλη του 1800, η Ευρώπη υποδέχεται τον τελευταίο αιώνα της δεύτερης χιλιετίας. Όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση, καθώς η βιομηχανοποίηση και η έντυπη επικοινωνία συμβάλουν στην άμεση και έγκαιρη μετάδοση του Λόγου. Εργαλειακός ή λογοτεχνικός, ο Λόγος, προετοιμάζεται να εξέλθει από την ηθικοχριστιανική του οντότητα, να εγκαταλείψει τα πεδία του διδακτισμού και να υπερβεί την ουτοπική διάσταση του ρομαντισμού, ο οποίος συνδέθηκε τόσο τον πουριτανισμό κατά τους προηγούμενους αιώνες. Στις σελίδες του μυθιστορήματος της Αμπατζή, το θηλυκό «Άλλο» ασφυκτιά υπό το βάρος των κοινωνικών στερεοτύπων και προετοιμάζει, με εργαλείο και τη γραφή, τη μεγάλη του έξοδο προς τη γυναικεία χειραφέτηση, αλλά και προς επαναδιαπραγμάτευση της γυναικείας ταυτότητας.
Πρώιμα, η Αμπατζή προτίθεται να προϊδεάσει τον αναγνώστη, μ’ ένα κεφάλαιο προοίμιο, το οποίο ονομάζει σημειολογικά με το κεφαλαίο γράμμα Ο το οποίο παραπέμπει και στον αριθμό μηδέν (0), με μια παράγραφο, η οποία, πολύ έξυπνα, αποτελεί και τον επίλογο αλλά και τη λύση ενός δράματος, και η οποία αναφέρεται στο 59ο από τα 69 κεφάλαια του βιβλίου.
Στο κείμενο τής Αμπατζή η καθημερινότητα βαδίζει παράλληλα με εκείνες τις ψυχώσεις και το αλύτρωτο της δημιουργικής αγωνίας που καινοτομεί. Η μυθοπλασία οικοδομείται χωρίς να παραλείπεται το τραγικό στοιχείο, ενώ δεν λείπει το χιούμορ, η λογοτεχνική κριτική και οι τάσεις που επικρατούν ή πρόκειται να επηρεάσουν την τέχνη γενικότερα. Επίσης, είναι αξιοζήλευτη η φυσικότητα της ροής των διαλόγων. Κάποια από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται είναι υπαρκτά και κάποιες στιγμές της ζωής τους αληθινές, ενώ οι σχέσεις των ανθρώπων που παρουσιάζονται είναι μυθοπλαστικές κι ο χωροχρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται ανάλογα με την χρησιμότητά του στην πλοκή.
   Ο Αλφρέντ, η Ρασίλντ, ο Τουλούζ, ο Αλφρέντ, ο Γκιγιώμ, ο Πάμπλο και ο Ανρί, αποτελούν τον στενό πυρήνα μιας καλλιτεχνικής συντροφιάς, η οποία προτίθεται να διαμορφώσει νέες προτάσεις, αρνούμενη να μιμηθεί και να αγνοήσει τον νέο αιώνα που καταφθάνει αιτούμενος νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές, αλλά και τεχνολογικές και θεωρητικές εξελίξεις. Ανάμεσά τους, άνθρωποι της εποχής, άνθρωποι των δύο φύλων, αλλά και των δύο ηπείρων, Ευρώπης και Αμερικής, δρουν αποτυπώνοντας το δικό τους κοινωνικό στίγμα.
Το αψέντι, θα γίνει η ψυχή της συντροφιάς και η επίδρασή του στο θυμικό των χαρακτήρων θα μυθοποιηθεί. Η Μαργαρίτα, τολμά τη δική της ανατροπή αποδομώντας τον διακειμενικό της ρόλο ως κόρη, ως γυναίκα και ως σύζυγος «[…] Ήταν η γυναίκα που κρυβόταν πίσω από τη δυναμική της Mercure de France, η σύζυγος του Βαλέ, του εκδότη.», (σελ. 18), περνά τα σύνορα για να γλυτώσει μία ποινή φυλάκισης, αφού τολμά στα δεκατέσσερά της να πυρπολήσει το δίπολο γυναίκα – άνδρας μ’ ένα μυθιστόρημα, με τον ανατρεπτικό τίτλο «Ο κύριος Αφροδίτη», το οποίο εκδίδει με το ψευδώνυμο Ρασίλντ. «Ο κύριος Αφροδίτη», κι αυτό αποτελεί μια από τις κύριες αρετές της γραφής της Ιωάννας Αμπατζή, εγκυβωτίζει την εξέλιξη του χαρακτήρα της Μαργαρίτας, και την «ανδρόγυνη», νεωτερική της στάση. Έτσι, η Ρασίλντ, όταν πίνει αψέντι, ξεδίνει απολαμβάνοντας τον αποδομημένο έρωτα στα κελιά του Γραν Γκινιόλ, καλεί καλλιτέχνες το Σαλόνι της Τρίτης, φορά ποδηλατικά κολάν, γράφει μυθιστορήματα, διασκεδάζει στα καμπαρέ της Κόλασης και του Παραδείσου, χορεύει στο Ινδικό Περίπτερο δίπλα στον Σηκουάνα, κλαίει έξω από το νεκροτομείο, θυμώνει, γελά, χαρίζεται, αποτίει φόρο τιμής στον φίλο της, αναζητά τη Σουζάν.
Η Σουζάν, όπως και κάθε θηλυκό «Άλλο» της εποχής της, θυσιάζει τις βαθύτερες επιθυμίες της και τη χαμένη μάχη της ανεξαρτησίας της στο βωμό των κοινωνικών στερεοτύπων με ένα πανάκριβο δαχτυλίδι. Ο Φρανσουά κι ο μπάρμπα Φρέντ αλληλεπιδρούν σφραγίζοντας, με το δικό τους στίγμα τη ζωή της θρυλικής «παρέας», σερβίροντας αψέντι.
Όταν πίνει αψέντι ο Ζαν, το κάνει για να ξεχάσει τον πόλεμο, γιατί τον γιατρεύει από την απογοήτευση, το κάνει για να ξεχάσει την οικονομική καταστροφή που επέφερε στ’ αμπέλια του η φυλλοξήρα και η αυξανόμενη καλλιέργεια της αψινθιάς, πίνει για να υπομείνει τον πληγωμένη του αξιοπρέπεια και την φτώχεια που τον έριξε στην ανάγκη του αδερφού του Φρασουά, προτιμά τη φτώχεια από τη δουλειά στα εργοστάσια, επιμένει να κρατά καλογυαλισμένες τις μπότες του, καπνίζει πίπα, αποκτά έναν περίεργο φίλο, βγάζει μεροκάματο για την οικογένειά του, σκοτώνει.
Ο Μαρτσέλλο κρατά σημειώσεις, φοβάται τον Μεγάλο και ταξιδεύει στο Παρίσι. Όταν μαθαίνει να πίνει αψέντι, θα συνεργαστεί με τον Τομ και τον Τζον και θα μαθαίνει ν’ απολαμβάνει τη ζωή, να οργανώνεται, ενώ ραδιουργεί για να γλιτώσει το τομάρι του. Η τύχη θα τον φέρει στα αψεντοχώραφα, όπου χορεύει στη γιορτή της Πράσινης, μαθαίνει να ελίσσεται και καταφέρνει το ακατόρθωτο: να υπονομεύσει τις τεράστιες πωλήσεις του αψεντιού, οι οποίες αφού απείλησαν τη γαλλική επαρχία, τώρα απειλούν το όφελος του Άλντο στις πωλήσεις κρασιού.
   Ο Αλφρέντ πίνει αψέντι και επιχειρηματολογεί αποδομώντας την υπάρχουσα άποψη περί λογοτεχνίας, «[…] Γιατί η λογοτεχνία δεν είναι παρά παράλληλη πραγματικότητα σε έναν μη φυσικό κόσμο και εξίσου αληθινή με αυτή που θεωρούμε πραγματική ζωή.», (κεφ. 20), θα πει ο Ζαρύ στον Γκιγιώμ, προσπαθώντας να τον πείσει ότι η λογοτεχνία συμμετέχει σε κάθε ανθρώπινο βίωμα και το αιτιολογεί, « […]Το όνειρο, η τρέλα, οι παραισθήσεις του ποτού, σου δίνουν εμπειρίες εντελώς αληθινές και συναισθήματα που σε επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο με αυτά που βιώνεις με τις αισθήσεις σου.», (κεφ. 20), απευθυνόμενος στον Γκιγιώμ, ενώ εκείνος οραματίζεται και γράφει τη δική του λογοτεχνική πρόταση με τις 11.000 βέργες.
Την ίδια στιγμή ο Ανρί, ο Πάμπλο και ο Τουλούζ, ο καθένας από τη δική του αφετηρία, όταν πίνουν αψέντι υπογράφουν τις δικές τους εικαστικές προτάσεις, ενώ η σκηνή φωτίζεται από την αυτοκαταστροφική, μα ταυτόχρονα δημιουργική μανία του Αλφρέντ. Και ενώ το Παρίσι διχάζεται και αμφιθυμεί για την κατασκευή και τοποθέτηση του Πύργου του Άιφελ, o Ζαρύ καταφέρνει να ανεβάσει τον Ubu του, με αναμενόμενες για την εποχή αντιδράσεις, «[…] Σκατρά!» φώναξε ο ηθοποιός με την εισαγωγικήατάκα.Μόλις ακούστηκε αυτή η πρώτη λέξη του έργου, ανεπιτυχώς καμουφλαρισμένη πίσω από ένα «ρο», η αίθουσα άρχισε να βράζει.», (σελ. 291).   Η συγγραφέας οδηγεί τους χαρακτήρες της σοφά και ψυχαναλυτικά προς την κορύφωση και η λύση είναι πάντα ρεαλιστική. Ο Αλφρέντ παραμένει υπερήφανος, εκκεντρικός και όλο και φτωχότερος. Συγγράφει στις όχθες του Σηκουάνα συντροφιά με τη Πράσινη Νεράιδα και ό,τι του προσφέρουν τα νερά του ποταμού. Καθώς αλλάζει ο αιώνας, η πόλη φωταγωγείται και η συντροφιά απολαμβάνει «[…] Μια μπουφονική παραλλαγή του αρχαίου μύθου της Λήδας και του κύκνου με μοντέρνα στοιχεία και παταφυσικό τέλος.»(σελ.361), στην αποθήκη του Αλφρέντ, γιορτάζοντας τα γενέθλιά του, μεταχρονολογημένα, καθώς το αψέντι μέλλεται να βγει επίσημα στην παρανομία. […] Με βραχνές απ’ το αψέντι φωνές, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ακολούθησαν τον Αλφρέντ στο ρεφραίν.»

«Αψέντι μου πικρό μου, γάλα των εραστών…»

   Η Μονμάρτη με τους «[…] μποέμ τύπους, με τους μπερέδες τους και τα φαρδιά τους ρούχα,..», τις «…τροτέζες των καμπαρέ,» (σελ. 365), με τους προαγωγούς, τους μουσικούς, τους ποιητές, τους αναρχικούς διανοούμενους, […] βούιζε από τις συζητήσεις τους και οι ήχοι έβγαιναν διαφορετικοί.», (σελ. 368).

«[…] Η Πράσινη Νεράιδα είχε γίνει πλέον Πράσινη Κατάρα.» (σελ. 365)

Αν υπάρχει κάποιος πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα, δεν είναι ούτε ο Αλφρέντ, ούτε η Μαργαρίτα, ούτε ο Μαρτσέλλο. Δεν είναι άνθρωπος, αλλά ένα ποτό, το αψέντι, που ποτίζει όλο το μυθιστόρημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Πράσινη Νεράιδα, η μούσα τον καλλιτεχνών και των συγγραφέων, μας κρατά από το χέρι και μας τριγυρνά στα σοκάκια, τα καμπαρέ, τα μικρά διαμερίσματα, τα σαλόνια, τις κάβες, τους δρόμους και την εξοχή του Παρισιού. Όλα συμβαίνουν γι’ αυτή και γύρω από αυτή, που λατρεύτηκε, εκθειάστηκε αλλά και μισήθηκε τόσο ώστε να απαγορευτεί για δεκαετίες.*

*Σημείωμα της συγγραφέως

Ιωάννα Αμπατζή, Αψέντι, η Πράσινη Νεράιδα, εκδόσεις Μολύβι, Θεσσαλονίκη 2022