Ανάδρομη πορεία
«Ξεκινάμε./ Όχι από τη μήτρα, αλλά απ’ όπου βρίσκεται ο καθένας μισός.»
Η Τζούλια Γκανάσου εκδίδει την τρίτη στη σειρά νουβέλα της, με τον τίτλο Γόνιμες μέρες, ενώ προηγούνται δύο μυθιστορήματά της, το 2006 Σε μαύρα πλήκτρα και το 2001 Ομφάλιος λώρος. Δεκαπέντε χρόνια μετά το πρώτο της μυθιστόρημα, η Γκανάσου επιστρέφει με τη γνωστή τεχνική της. Στην προηγούμενη νουβέλα της, τους Γονυπετείς η Γκανάσου υπονοεί, εγκιβωτίζει στον υπότιτλο, «Μια πορεία προς την αρχή», όσα διαπραγματεύεται στις Γόνιμες μέρες.
Η συγγραφική πορεία της Γκανάσου είναι αναμφισβήτητα αξιοπρόσεκτη και είναι βέβαιο πως το μέλλον θα καταδείξει την αξιολογότητα της ιδιαίτερης γραφής της. Η σωστή χρήση της γλώσσας και οι εμφανείς γνώσεις της στον χειρισμό των αφηγηματικών τεχνικών καθιστούν τη γραφή της αξιοσημείωτη. Η Γκανάσου χειρίζεται τον μύθο της κατακερματίζοντας την ομοδιηγηματική αφήγηση του κεντρικού χαρακτήρα της με εσωτερικούς μονολόγους δικούς του και των υπόλοιπων χαρακτήρων της. Παρεμβάλλονται αφηγηματικές τεχνικές που φέρουν τα χαρακτηριστικά του θεατρικού κειμένου, με ανάδρομες αφηγήσεις, εξαιρετικά ρεαλιστική εικονοποιία, συχνά πρωταγωνιστεί η απεύθυνση, ενώ είναι εμφανείς οι υπερρεαλιστικές επιρροές, κι αλλού διακρίνονται ψηφίδες μαγικού ρεαλισμού, καθώς και επιταχύνσεις σε μορφή αφηγηματικού διαλόγου και ρητορικών ερωτήσεων. Η γλώσσα της αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό και είναι πολλές οι στιγμές που τον υπηρετεί: […] «Πάρτε κατάθεση από το φεγγάρι, τα σύννεφα, τους θάμνους, τα αγρίμια, τα μυρμήγκια, το εικονοστάσιο, το πεζοδρόμιο, το μπετόν, το γκαζόν…» Η Γκανάσου χρησιμοποιεί συχνά την παρατακτική σύνδεση, μακροπερίοδα ή με ασθματικό ρυθμό, προκειμένου να δείξει χωρίς να δηλώνει ευθέως στοιχεία που εμπλουτίζουν την πλοκή.
Η ιστορία της ακολουθεί έναν άντρα, του οποίου την υπόσταση υπηρετεί πιστά, γεγονός που καθιστά επίσης ενδιαφέρουσα τη γραφή της, φύλακα αρχαιοτήτων, ο οποίος βρίσκεται σε κώμα, ενώ τελεί υπό κράτηση για ένα έγκλημα που δεν είναι βέβαιος ότι διέπραξε. Ο εγκλεισμός, στο σώμα, στη μνήμη, στον νου, αποτελεί το έναυσμα για ανασυγκρότηση – αναδιάταξη της ζωής του ίδιου του ήρωα, μα και της ίδιας της ζωής. Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει η ίδια σε συνέντευξή της στο λογοτεχνικό περιοδικό fractal, ότι καθίσταται σαφές από την αρχή ότι, «…ο ήρωας θα ξυπνήσει. Δεν ξέρουμε με ποιο τίμημα θα επιστρέψει, δεν ξέρουμε τι θα ανακαλύψει στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, δεν ξέρουμε αν είναι αθώος ή ένοχος για τον φόνο του νεκρού που βρέθηκε δίπλα του και πώς θα στήσει την ιστορία ώστε να σωθεί, δεν ξέρουμε τι θα ανακαλύψει όσο οι δικοί του θα συνεχίζουν να διάγουν τον βίο τους γύρω του αλλά ξέρουμε ότι όλα αυτά θα του δώσουν κίνητρο για να αγωνιστεί, για να βγει…να βγει έξω!»
Η αφήγηση κορυφώνεται ασφυκτιώντας μέσα στα στενά πλαίσια των ενοχών, της υποσυνείδητης και ενσυνείδητης συγκάλυψης, της ανάγκης για επιβίωση, […] « Αντιπερισπασμός. / Δεν θέλω επ’ ουδενί, να πληρώσω για ό,τι έχει και δεν έχει συμβεί. Πρέπει να στρέψω αλλού την προσοχή.», καθώς ο ήρωας ανακαλύπτει το νήμα της παιδικής του ηλικίας. Καθώς ο εγκέφαλός του ήρωα βομβαρδίζεται χημικά, του χορηγείται φάρμακο ώστε να βγει από το κώμα – γεγονός που αποτελεί ευφυές λογοτεχνικό εύρημα – προκειμένου να καταθέσει, εκείνος κινείται ανάδρομα, «επιστρέφει» στη μήτρα που τον έφερε στη ζωή και περιπλανάται, ψυχαναλυτικά, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, αναζητώντας τη σύνδεση με τη μητέρα. […] «Μια υπόνοια απλώνεται σαν χυλός στο μυαλό, κατακλύζει τα γρανάζια της μηχανής και τα πετρώνει: η φωνή της πρώτης γυναίκας που μπήκα μέσα της, μοιάζει με τη φωνή που επανέρχεται σαν φλας από τη μνήμη, αρθρώνουν τις λέξεις με τον ίδιο σκοπό, χαλαρώνουν τους φθόγγους με παρόμοιο κύμα, προφέρουν σαν να δίνουν χροιά σε πλευρικό ασπασμό.»
Ο ήρωας συγκρούεται με τον ρόλο του πατριάρχη πατέρα, καθώς ασφυκτιά σε ένα σώμα ακινητοποιημένο αγωνιζόμενος να θυμηθεί και περισσότερο να επιβιώσει. Στο σώμα του παλεύει η πατριαρχία, το «Άλλο και τα ως όφειλε κατά τας γραφάς, […] «Άντρες, ατρόμητα αρσενικά σαν…», σελ. (73), […] «Οι άντρες δεν κλαίνε!», «Οι άντρες δεν πονάνε!», «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές!», … «Χτύπα σαν άντρας!», «Βρίσε σαν άντρας!», …«Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα!», …»] σελ. (101 για να οδηγηθεί στην κοινωνική ωριμότητα […] «Στοπ./ Σεξισμός κατασκεύασμα. Σαδισμός κατασκεύασμα. Συντηρητισμός κατασκεύασμα. Σωβινισμός κατασκεύασμα. Ερωτισμός; Μιμητισμός;» Η πλοκή αναδύεται αριστοτεχνικά από τη συγγραφέα ξετυλίγοντας το κουβάρι της δικής του θέσης ως σύγχρονου, σχετικά αδιάφορου, ανώριμου πατριάρχη στην δική του οικογένεια. Στα όνειρά του κυριαρχεί πάντα μια γυναίκα και μια αίσθηση από «γινωμένο πορτοκάλι, γλυκό». […] « Παχύσαρκα χείλη πλησιάζουν το στόμα μου, γεύονται δάκρυα, μου δίνουν πνοή. Λαχταρώ άνοιξη, νεράντζι, γινωμένο γλυκό πορτοκάλι.»
Με όχημα τον εσωτερικό μονόλογο, τις ασθματικές, ποιητικές, περιγραφές, τη ρεαλιστική αφήγηση, ο ήρωας της Γκανάσου αναζητά τη σύνδεση με την πρόωρα χαμένη του μητέρα, ανακαλύπτοντας έναν διπλό θάνατο: τον φυσικό της πρόωρο θάνατο κι εκείνον, της μνήμης της, που επιβάλει ο ίδιος ο πατέρας του, ο οποίος επιχειρεί την εξαφάνιση του «Άλλου». […] « Αυτή είναι η πραγματική σου μητέρα!, «Μα μπαμά…», Δεν είπαμε; Η άλλη είναι ένα πλάσμα από τις ιστορίες!…». Θυμός και υπερπροστασία, ο ρόλος που θηλυκού που ματαιώνεται αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Ο «έγκλειστος» άνδρας βαδίζει οδυνηρά προς την απελευθέρωση, την αφύπνιση και ουσιαστικά προς την ωριμότητα. […] «Ξεκινάμε./ Όχι από τη μήτρα, αλλά απ’ όπου βρίσκεται ο καθένας μισός.»
Η Γκανάσου χειρίζεται τον λόγο της με αξιόλογη ωριμότητα ξεδιπλώνοντας τις τεχνικές της, το διακείμενο, καίριες οι αναφορές της στον Σ. Φρόυντ, στον Γ. Σεφέρη, στον Χ. Ίψεν κ.ά, καθώς ανατέμνει τα πάντα. ψυχές και σώματα τίθενται στο λογοτεχνικό της τραπέζι. Δεν παραλείπει τις κοινωνικές διαστάσεις της πλοκής της, όπως αυτές διαμορφώνονται εντός ενός ευρύτερου εγκλεισμού, όπου όλοι καλούνται να ωριμάσουν, ενώ τα σύμβολά της ισχυρά αποτυπώνονται στις διάσπαρτες «ελιές» μίας πλάτης. Ένα σχήμα που επαναλαμβάνεται, όπου το ονειρικό στοιχείο εμπλέκει το σώμα, την πλάτη που γέρνει, όλο γέρνει για να αποκαλύψει τη μητρική πλάτη, καθώς εγκαταλείπει τη ζωή, επιφορτισμένη με την ευθύνη της εγκατάλειψης. […] «…κι ύστερα, ξάπλωσες στο κρεβάτι σου αργά, φορούσες την κίτρινη καλοκαιρινή νυχτικιά που άφηνε εκτεθειμένη όλη τη ράχη, έγειρες στο πλευρό να μη σε δω να αποδημείς και από τότε, συναντώ, συνέχεια, πλάτες, μάνα…». Η πλάτη που συνδέεται με την αγάπη, τη δύναμη, τη στήριξη, την ενότητα. […] «Οι πλάτες μιλάνε, μητέρα, το ίδιο και τα όργανα.»
Κάπως έτσι ο ήρωας επιχειρεί να κόψει το νήμα του εγκλεισμού, διανύοντας το υπόλοιπο του συντελεσμένου βίου ονειρικά, με απεύθυνση, τεχνική που χρησιμοποιεί συχνά η Γκανάσου, όπως και τις ευθείες ερωτήσεις. Περιληπτικά, φτάνει στην «Ανάσταση» με «…φτερά», ενώ παραδέχεται τα λίγα, τα μικρά πως δίνουν στη ζωή αξία. Ξυπνά αναζητώντας ένα ακόμα σύμβολο, η μάνα, το «Άλλο», αποκαθίσταται, […] «Οι θηλές σαλεύουν και στάζουν. Πίσω από τις στάλες, με ένα φέγγος, με μια αίσθηση βιβλικής αποκάλυψης, βλέπεις τα μάτια της μάνας, το πλέριο βλέμμα το γεμάτο αρχή.» Παραδέχεται πως προτιμά την ήττα σε αντάλλαγμα να αντικρίζει το φως κάθε πρωί. Ο πατριάρχης γονατίζει μπροστά στο θαύμα της ζωής και ο ώριμος πια ενήλικας αποχαιρετά τη μητέρα. Την απελευθερώνει καθώς το σύμβολο γίνεται ακόμα μία φορά χρώμα, εκείνο της ελπίδας.[…] «Υπόσχομαι να μιλάω στη σκιά μου κι ας μην είσαι ζωντανή.
Αντίο μητέρα. Τα πράσινα μπαλόνια στο ταβάνι μου αρέσουν πολύ.»
* Τζούλια Γκανάσου, Γόνιμες μέρες, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2021