Ρεαλιστική συμφωνία
Ο Θεοδώρητος αναφέρει ότι διάψαλμα σημαίνει «μέλους εναλλαγή», αλλαγή του μέλους, του μέτρου, της μουσικής και συναντάται συχνά στα μουσικά κείμενα. Ο δε Μέγας Αθανάσιος αναφέρεται σ’ αυτό μεταφράζοντάς το ως νοήματος εναλλαγή. Κατά αυτήν την έννοια η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου με περισσή τεχνική και επιμέλεια διαπλέκει τη μουσική τής γραφής της με περισσή φροντίδα και άριστη τεχνική.
Η συγγραφέας και κριτικογράφος Κατερίνα Παναγιωτοπούλου επανέρχεται μετά την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, τη «Μακρυγιαλού», με ένα νέο πόνημα το οποίο περιλαμβάνει δεκαοχτώ διηγήματα σε τριτόπρόσωπη, κυρίως, αφήγηση, όπου η συγγραφέας ξετυλίγει την τεχνική της με ιδιαίτερη επιμέλεια και γνώση των αφηγηματικών τεχνικών. Ο λόγος της πυκνός, συχνά ασθματικός, υπαινικτικός και, αρκετά συχνά, άκρως ρεαλιστικός ντύνεται συχνά τον ποιητικό μανδύα, απαλλαγμένος από τα πολλά επίθετα, και τούτο είναι αξιοπρόσεκτο, […] «Μέσα απ’ τα βλέφαρά τους προβάλλονταν εικόνες από πράσινα λιβάδια και ήλιους ζεστούς, περίτεχνες σαν δύο παράλληλα σύμπαντα που αέναα συνέκλιναν.», αποδίδοντας τα πάθη των χαρακτήρων της με ρήματα κίνησης και συχνή xρήση ιδιωματικής γλώσσας. Τα σύμβολα δεν λείπουν από τη γραφή της Παναγιωτοπούλου και τα χειρίζεται δεξιοτεχνικά, εν μέσω ρεαλιστικών εικόνων και ζωηρών περιγραφών. Το ζεϊμπέκικο της Ρένας στο (Ροζ πιάνο), σελ. 17, δίνει το σήμα για ισότητα, για συμφιλίωση δυο αντρών που διεκδικούν την πατρότητα, την ίδια στιγμή που η γερμανική καταγωγή τους τείνει χείρα αποδοχής και συμφιλίωσης […]«Από την μεριά τους, οι δύο άντρες δεν πίεζαν τη διαδικασία. μαθαίνοντας τη γλώσσα της, κέρδιζαν παραπανίσιο χρόνο κοντά της, μιας και στο τέλος μόνον ένας θα μπορούσε να μείνει.»
Τα κείμενα της Παναγιωτοπούλου στοχεύουν στο θυμικό και μολονότι ο βασικός καμβάς της είναι οι τραγικές μνήμες της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, ο απόηχος των ταραγμένων ημερών είναι που ταλανίζει τις λέξεις της. […] « Η νύχτα στο βουνό δεν ξεχώριζε εποχές. Άντρες γυναίκες, για να προφυλαχτούν, κουρνιάζανε ο ένας πλάι στον άλλον σε απάγια βράχων και χαλάσματα μαντριών.», (Ο Γάμος), σελ. 19. Ο πολιτικός και ο δημόσιος βίος, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα που αφορά το φύλο και την καταγωγή βαριανασαίνουν στις ζωές των χαρακτήρων της. Το «Άλλο» στις λέξεις της Παναγιωτοπούλου, ως πολιτική, κοινωνική κατασκευή, βρίσκει βήμα στους χαρακτήρες της, υψώνει τη φωνή του και αναζητά δικαίωση, την ίδια στιγμή που η συγγραφέας, δεν αμελεί μια βαθιά ενδοσκόπηση της εσωτερικότητας του ανθρώπου.
Η γραφή της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου σκαλίζει βαθιά αγγίζοντας, στιγμές, τα όρια του μαγικού ρεαλισμού, […] «Τις νύχτες, όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, έσφιγγε την ψυχή της με όση δύναμη είχε και κατέβαζε από τη σκεπή, ένα ένα, όλα τα κεραμίδια. Άφηνε ξέσκεπο το σπίτι ν’ αερίζεται κι ανάγκαζε τα πουλιά να κουρνιάζουν στη σκιά του “καβαλάρη”, του κεντρικού μαδεριού της σκεπής, για να μην βάφονται απ΄το φεγγάρι ασημένια και τρομάζουν μεταξύ τους.», υπηρετώντας ταυτόχρονα τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, καθώς στηλιτεύει τα κοινωνικά στερεότυπα και αναδεικνύοντας την αμφισημία που κομίζει η είσοδος της γυναίκας στην παραγωγή και στα πολιτικά δικαιώματα, σε μια εποχή όπου οι ρόλοι συγχέονται και το σκοτάδι του πολέμου εξυφαίνει τα δηλητηριώδη πέπλα του, […]»Η Ρήνη δεν ήθελε φωτογραφίες.[…]…Ήταν σκληρή γυναίκα και περήφανη, ίδια με άντρα, δεν κοίταζε στα μάτια τους ανθρώπους μη τυχόν και διακρίνουν κάποια αδυναμία της. Μονάχη της μεγάλωσε…». Έτσι, η ανώνυμη ηρωίδα της δραπετεύει μια χειμωνιάτικη νύχτα, παρακινούμενη από τη δική της μάνα, φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή και την τιμωρία του αρσενικού Άλλου, του ίδιου του πατέρα της, γεννά αποδιωγμένη κι αβοήθητη, μέσα στην ερημιά, ένα παιδί εκτός γάμου. Ανήμπορη πια από έναν ανηλεή τοκετό, καταλήγει εκείνη και το νεογέννητο τροφή για τα σκυλιά, (Τα σκυλιά), σελ.11.
Το διακείμενο είναι παρόν στην αφήγηση της Παναγιωτοπούλου, μαρτυρώντας τη βαθιά μελέτη της ως αναγνώστρια. Από τις σελίδες της ξεπηδούν διακειμενικές μνείες όπως εκείνη του Κ. Θεοτόκη και του αριστουργηματικού διηγήματός του με τίτλο «Πίστομα», […] Η νύφη δεν πρόλαβε να δει τη θάλασσα στο κάδρο της. δέχτηκε εννέα σφαίρες στην κοιλιά κι έπεσε πίστομα.», (Ο Γάμος), σελ. 22). Τα κείμενα που ακολουθούν, παραμένουν αλληλένδετα θεματικά, καθώς, πέραν της κοινωνικό-πολιτικής δομής που τα διακρίνει, όπου είναι εμφανής η γνώση και η διεξοδική μελέτη της συγγραφέως, ώστε να αναταποκρίνεται πιστά στο ιστορικό γίγνεσθαι, η Παναγιωτοπούλου ψηλαφίζει τον σφυγμό μιας «διαχρονικής καθημερινότητας», […] Αυτό το Φθινόπωρο η ζέστη είχε πάρει παράταση. Μετράγαμε τις τελευταίες ανάσες του καλοκαιριού με ορθοπεταλιές. […] Γυρνώντας από τη θάλασσα, τη βλέπαμε να κατεβαίνει με το ρομπάκι της το σκούρο και το ψάθινο καπέλο με την παρδαλή κορδέλα,…» και οι αφηγήσεις της καθηλώνουν με την εσωτερικότητα που τις διακρίνει, χωρίς να τους λείπει ένα υποδόριο εσωτερικό χιούμορ που γοητεύει […] « “Καλόμαθε η Άλωλη στα σύκα, θα φάει και τα ξέφλουδα” μουρμούριζε η μάνα μου αλλά τίποτα παραπάνω δεν έκανε.».
Η κοινωνική ισότητα, η δικαιοσύνη, ανεξιθρησκεία, η έμμεση καταδίκη του θρησκευτικού φανατισμού ξεπηδούν από τη γραφή της Παναγιωτοπούλου. Ωστόσο, κυρίαρχος χαρακτήρας παραμένει η μάνα. Το Άλλο στο πρόσωπο της ελληνίδας μάνας βρίσκει στις γραμμές της συγγραφέως τη δικαίωση. Ωστόσο, είναι εμφανείς οι αιχμές της συγγραφέως, κυρίως με τον τρόπο που συνδέονται δύο κείμενα, Τα σκυλιά, σελ. και Το Λάθος, σελ.42 , ένα από τα δύο κείμενα της συλλογής σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι αιχμές της συγγραφέως «στηλιτεύουν» την ταυτότητα του φύλου και όσα στερεότυπα κληρονόμησε και αποδίδει στις επόμενες γενιές. Τα κείμενα της Παναγιωτοπούλου αντλούν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική τραγωδία, καθώς δεν λησμονεί τον έλεο και τον φόβο που επιβάλλει η κοινωνική και η πολιτική ταγή. Η ηρωίδα, σαν άλλη Αντιγόνη, σαν άλλη Μάνα κουράγιο, οδηγείται στη θυσία και στον ίδιο της τον αφανισμό και το τίμημα είναι η αγάπη.
Ιστορίες. Ιστορίες καθημερινής τρέλας, οδηγούν από τον (Κύριο Πτέραρχο) και την ενοχοποιητική του άνοια, στη σελ.89, στο κύκνειο άσμα της συλλογής της Παναγιωτοπούλου με σαφείς διακειμενικές αιχμές. Στο Διάψαλμα. Εκεί όπου θεματικά κλείνει ο κύκλος του αίματος, εκεί όπου η αγάπη δικαιώνεται, εκεί όπου γεννάται η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και η ιστορία δίνει το δικό της φινάλε. Ο έρωτας κι ο πόλεμος, τα δίπολα, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά ενώνονται σ’ ένα διάψαλμα, όπου η Παναγιωτοπούλου ξετυλίγει την ποιητική της φλέβα ανάμεσα από παρομοιώσεις, Ανάμεσά τους η σιωπή σαν αίμα μύριζε, σαν να ‘χε μέσα της σημάδια προδοσίας χαραγμένα, κι έδιωχνε την ανάγκη των ματιών να ενωθούν. […] « Πένες από φτερά πουλιών και δέρματα, ελεύθερες κινούμενες γλωσσίδες κι ελατήρια, κράτησαν ζωντανό τον απόηχο μέχρι το επόμενο μελωδικό χόρδισμα, όταν οι νότες και τα βλέμματά τους ακούμπησαν την ίδια χορδή και άρχισε η συνήχηση των γειτονικών φθόγγων.»
Έτσι επιλέγει η Παναγιωτοπούλου να αποχαιρετήσει τον αναγνώστη, μ’ εκείνο που ποθεί η ψυχή του ανθρώπου. Την Ελπίδα, το φως, την αρμονία και ο ήρωάς της συμφωνεί.
[…] “Η ζωή και η φύση έχουν τη σοφία ν’ απαλύνουν τις έχθρες που η ιστορία θρέφει, αλλιώς ο κόσμος θα καταντούσε ένας λάκκος με ηρωϊκά πτώματα”, σκεφτόταν ο δάσκαλος εκείνο το βράδυ, πέφτοντας να κοιμηθεί.».
* Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, Διάψαλμα, εκδόσεις Εντευκτήριο, Θεσσαλονίκη 2021