Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Κώστας Γουλιάμος στην Αλεξία Καλογεροπούλου στο BOOKSITTING, επισημαίνει πως η ποίηση αποτελεί διακειμενική διεργασία. Είναι συνάρθρωση λόγου που ερμηνεύει και αυτο-ερμηνεύεται. Που εκφράζει την οντολογική συνείδηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Και για ό,τι τον αφορά εξομολογείται: Θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή-αναγνώστη. Προσπαθώ να αφομοιώσω την ύλη της διαχρονίας της αρχαιοελληνικής ποίησης και σκέψης, όπως και άλλων συναφών αναστοχασμών. Η διαχρονία ωστόσο διασταυρώνεται, διαλεκτικά και κοινωνικά, και με καλλιτεχνικά ρεύματα και επαναστατικά κινήματα τέχνης. Όλη αυτή η πολύτροπη όσμωση αποτελεί ευτοπία, την οποία και θεωρώ ως αναγκαία συνθήκη της ποίησης, καθότι δυνητικά διαμορφώνει την οργανική μορφή του λόγου και, συνάμα, διαμορφώνεται από την πολυσημία των ερμηνευτικών διασταυρώσεων κειμένων, εικόνων, μουσικής σύνθεσης και κοινωνικής ιστορίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν κάνω διάκριση μεταξύ ζωής και γραφής. Με την ποίηση κερδίζω τη ζωή μου, συμφιλιώνομαι με το θάνατο. Το έχει αποδώσει θαυμάσια ο Εγγονόπουλος στον στίχο του «η τέχνη και η ποίηση μας βοηθάνε να πεθάνουμε».
Το παραπάνω απόσπασμα της συνέντευξης είναι άκρως διαφωτιστικό για την προσέγγιση και την απόλαυση της ποίησης του Κώστα Γουλιάμου. Ο ποιητής στο Υγρό γυαλί καταφέρνει με συνέπεια να διαβρώσει τα δεδομένα και να αξιοποιήσει την αποκλίνουσα ισορροπία. Το γεγονός ότι προέρχεται από μια γενιά ποιητών, εκείνης του ’70, και μάλιστα ο νεότερος της συντεχνίας, κατέστησε την εκφραστική του διακριτή και ιδιαίτερη αναπτύσσοντας έναν λόγο λειτουργικό και πολυεπίπεδο, όπως παραπάνω περιγράφει. Το δημιουργικό όριο της αμφισβήτησης ως βασανιστικός άξονας και επιβεβλημένος εν πολλοίς για να καλύψει τις ανάγκες του νέου εγχειρήματος βρίσκει τον Κώστα Γουλιάμο ιδιαίτερα σκεπτικό μα κυρίως ανθεκτικό σε ένα ρεύμα που έχασε τον προσανατολισμό άλλοτε με τη σκευή κι ενίοτε με το φορτίο. Ήδη από τις πρώτες του εμφανίσεις, Ματικάπια, 1976, Εντροπία, 1977, Νευρασθενικά τοπία, 1984 διατυπώνει τις δικές του αισθητικές επιλογές, αποκλίνοντας από την αισθητική νόρμα των φιλόδοξων της γενιάς του. Αντιδρά σε ό,τι συνετέλεσε στον λιονταρίσιο ύπνο της, θίγοντας τα συμφραζόμενα κι όχι τα ουσιαστικά της νέας εποχής. Στέκεται κριτικά απέναντι στο μικροαστικό καλό και την ακμάζουσα ησυχία των συνδαιτυμόνων, τρυπώνοντας στη ματαιότητα των αδιεξόδων τους και τη συφορά του μη παρέκει.
Έτσι λοιπόν, μετά μια αρκετά μεγάλη περίοδο σιωπής παρουσιάζει την πιο ώριμη δημιουργική του παραγωγή. Πρώτα με την Ομιλία της νύχτας, (2017) και στη συνέχεια με το Υγρό γυαλί, (2020).
Το Υγρό γυαλί, εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούν ένα σπουδαίο ποιητικό έργο. Συγκεντρώνει αυτό που ο ίδιος ο ποιητής ονομάζει ευτοπία και τη θεωρεί ως αναγκαία συνθήκη της ποίησης. Η συλλογή χωρισμένη σε δυο μέρη: Ι. Με το βλέμμα του έγκλειστου και ΙΙ. Με το βλέμμα της Σοφίας, ωριμάζει διαρκώς σε κάθε δημιουργική ανάγνωση. Ο Κώστας Γουλιάμος έχει καταφέρει ποιητικώ τω τρόπω να αναδείξει τα συνοδευτικά του στοχασμού και να συγκινήσει ως γνήσιος ποιητής. Η ποιητική του καθορίζεται από την έκπληξη που προκαλεί συγκίνηση και τον ενθουσιώδη λόγο που επιστρέφει κάθε φορά νεότερος και πιο οικείος: […] ο κόσμος φλέγεται/ στην αιωνιότητα της εικόνας/ που κάρφωσε άξαφνα μια νύχτα/ ο Αναξίμανδρος/ στα στιλπνά μάτια της Καλυψώς/ όταν γύρευε το μελάνι του δάσους/[…]σ.13 Μας μιλά για τον χάρτη του κόσμου, το απέραντο πεδίο του ζωτικού παιχνιδιού, όπου όλα συγκλίνουν στο δίλημμα της Θεονόης (δίκαιο, ή συμφέρον;). Οι ήττες για τον ποιητή είναι οι ανομολόγητες και ομολογημένες αλήθειες που βιώνει, έχοντας ως οδηγό την αταξία του νου που τον καθοδηγεί στις πηγές της δημιουργίας, εκεί όπου το βλέμμα κρύβεται σε μια λέξη/ όπως το απόγευμα/ που γδύνεται η σελήνη/…/και οι εκφυλλισμένες τάξεις/ τρέμουνε/ με τη χαρά της αταξίας/ και το χορό του Ζαλόγγου/ ενώ το φεγγάρι/ επιμένει να κρύβεται/ στ’ ουρανού το τραύμα.
Ο Κώστας Γουλιάμος στο Υγρό γυαλί, με θαυμαστό τρόπο συνομιλεί αβίαστα με τα γεγονότα των ανθρώπων και τις πράξεις των ποιητών. Υφαίνει το φως της ζωής και των πραγμάτων, αναδεικνύοντας την ενότητα του υλικού κόσμου και παράλληλα ξηλώνοντας τις «παρενέργειες της λογικής» δείχνει πώς η ηχώ του φωτός συνθλίβει τα δεδομένα αποκαθιστώντας την προσωπική μαρτυρία κι εντέλει το βίωμα. Έτσι λοιπόν το πείραμα της Πύλου, το ερυθρόμορφο Μαίναλο, το φρέαρ των Οινουσών, η κόλαση του Charleroi, η γυναίκα της Ζάκυθος, ο Σπάρτακος που ξενιτεύτηκε στο λιμάνι του Rotterdam, αλείφοντας τα τέρατα του κάτω κόσμου με Φύλλα Χλόης, όταν ο Whitman διέσχιζε τον Κεράτιο, συναπαρτίζουν μια ενότητα ή αλλιώς πιστοποιούν το κύρος της ποιητικής έκφρασης. Στο ποιητικό σύμπαν του Κώστα Γουλιάμου η ιστορία είναι διάστικτη από θανάτους. Θα μιλήσει για τον δια βίου θάνατο, (σ.24) ένα ποίημα πραγματεία το οποίο σε καταλύει πρώτα ως αναγνώστη και στη συνέχεια ως συμμέτοχο στο πανηγύρι της ιστορίας για να μας θυμίζει διαρκώς πως η ποίηση είναι ένα διαρκές ασυμμάζευτο της φύσης των ανθρώπων. Κι ό,τι εκχωρείται στη μνήμη ως παρηγοριά, ή ανάθεμα δεν είναι παρά η συναναστροφή μας με το αναπόφευκτο που συμβαίνει στο δικό μας- δικό του κήπο (της Μαντίνειας): […]νεκρός στο δικό μου σώμα/ σε πολυάμπελο χώρα ως μέλισσα/ σε γκρεμισμένο πεύκο/ που συλλαβίζει τη σύλληψη των άστρων/ σαν έντομο/ καταμεσής του σύμπαντος/ που κυνηγά τη σκοτεινή ύλη/ τη σκόνη τ’ ουρανού/ στο εγγύς υπέρυθρο/ καθώς νυχτώνει/ κι ακόμα ταξιδεύουμε/ από αμηχανία/ … Για τον Κώστα Γουλιάμο η μνήμη του έρωτα μονάχα μπορεί να ακινητοποιήσει τον χρόνο, έστω πρόσκαιρα για να διασκεδάσει με τις μικρές προσωπικές ιστορίες που μένουν, όσο γίνεται ασύλητες από τη φθορά στο περιθώριο ως μικρές γενναίες αποδράσεις που αναβάλουν τη μοιραία λήξη του παιχνιδιού: […] …η σκέψη της Θάλασσας/ …/ απ’ την άλλη μεριά τ’ ουρανού/ και δραπετεύει αόρατο φως/ στα χωράφια του Κρεσφόντη/ και σώζει τις χθόνιες θεές/ στο φαράγγι της Σάντοβας/ που κάποτε υδροχαρείς αγγίξαμε/ το σκληρό στήθος των γυναικών/ που κάποτε λαίμαργα φιλήσαμε/ υπό το φως της σελήνης/… Και συνεχίζει: …θυμάται ο έρωτας/… όταν τρυφερές γυναίκες/ δίνουν σώμα στ’ όνειρο/ κι ο έρωτας/ αρχίζει να θυμάται/ το σώμα που έφυγε. Άλλωστε για τον ποιητή οι ιστορίες δεν χωράνε στα όνειρά μας, γι’ αυτό διαχέονται και αφορούν σε όλους μας. Στην ποίηση του Κώστα Γουλιάμου το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο έχει μιαν ιδιαίτερη σημασία, αφού ενθυλακώνει το συλλογικό και το καθιστά αβίαστα λειτουργικό στην ποιητική φόρμα για να το επιστρέψει με νέα δυναμική στον αναγνώστη. Γράφει στο ποίημα, Όσο δεν βαδίζω εκεί που υπήρξα. …/ ο απογευματινός ύπνος/…/ μαζεύει όπως ο Άδμητος τις τύψεις μας/ στο ίδιο πάντα δωμάτιο/ με το ίδιο πάντα υγρό γυαλί/ ώσπου στο τέλος ενδίδουμε/ στη θρυμματισμένη σιωπή/ τ’ ονείρου/.
Για την επιλογή του ο ποιητής να εστιάσει στις εκδοχές και στις διαστάσεις του φωτός δίνει εξηγήσεις στο δεύτερο μέρος της συλλογής, Με το βλέμμα της Σοφίας. Η σαφής αναφορά στη Σοφία, αφορά στις Σοφίες του κόσμου, το πολυδύναμο εναργές φως που ωριμάζει μέσα από την περιέργεια που οδηγεί στη γνώση. Το ταξίδι συνεχίζεται, αναχαιτίζοντας το κακό. Η αέναη συνέχεια έχει την εικόνα της Σοφίας και τον παππού Οδυσσέα κρατώντας την απ’ το χέρι να τη ρωτά: Από πού θα ξεκινήσουμε Σοφία;
Καταλήγοντας θέλω να επισημάνω πως το Υγρό γυαλί, αποτελεί έναν ύμνο στην ποίηση που επιμένει να συγκινεί και να μαθαίνει. Όπως υποστηρίζει ο ποιητής, ο λόγος είναι διαδικασία απελευθέρωσης και συνάμα, αγώνας και αγωνία ν’ ανακαλύψουμε την αρμονία της σοφίας που διέπει όλο το πεδίο της φύσης. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι που ξεκινάει από παλιά για να αναμετρηθεί με τους μνηστήρες στο παλάτι και να μιλήσει εντέλει ειλικρινά για μια γενιά που κατακερματίστηκε κι ησύχασε σε μια πλασματική αμφισβήτηση.
* Κώστας Γουλιάμος, ΥΓΡΟ ΓΥΑΛΙ, εκδόσεις GUTENBERG, 2020