Scroll Top

Με την πύκνωση στα άκρα/Κώστας Κουτρουμπάκης, Οι κάποιοι – Κριτική από την Κούλα Αδαλόγλου

Μικροαφηγήσεις τα κείμενα στη νέα συλλογή του Κώστα Κουτρουμπάκη Οι κάποιοι. Με την πύκνωση στα άκρα. Από την άλλη πάντα υπάρχει μια ιστορία, όχι απλώς μια εικόνα, ένα στιγμιότυπο – κάτι που εκτιμώ πάρα πολύ σε τέτοια σύντομα αφηγηματικά κείμενα. Είναι πιο σύνθετη η γραφή του Κουτρουμπάκη. Συναισθήματα, καταστάσεις, χαρακτήρες αποκτούν ένταση συμπυκνωμένη. Με τη σημαντική κατακλείδα κάθε φορά.
Μέρες αργότερα την είδα στον ύπνο μου. έσταζε ακόμη το μαγιό, τα χταπόδια στη λιάστρα, το ποτήρι ίδρωνε. Ήρθε και στάλαξε στο ούζο μου δυο κόμπους βυσσινάδα . πηχτή. «Απ’ όσους λείπουν», είπε. «Στη ζωή και στη λογοτεχνία».
Τα μάτια της κόκκινα. («Λείπεις», σ. 62)

Οι κάποιοι. Η αοριστία της αντωνυμίας υπονομεύεται γερά από το οριστικό άρθρο. Οπότε αυτοί οι τυχαίοι γίνονται σημαντικοί, συγκεκριμένοι, μετράνε.
Κοινωνική η ματιά του Κουτρουμπάκη. Και ανθρώπινη η ματιά του. Μπλέκονται αυτά τα δύο και δίνουν μια ιδιαίτερη θέαση του κόσμου. Κάποιοι στο περιθώριο της ζωής. Και κάποιοι άλλοι κάπως πιο τακτοποιημένοι, συχνά χωρίς έπαρση, χωρίς άρνηση της πραγματικότητας. Στέρηση της αγάπης, το κεντρικό μοτίβο. Αλλά έρχεται η αγάπη κάποιου άλλου σαν χάδι. Ο Άλλος ως έγνοια, ως άγγιγμα στις πληγές, ως συμπαραστάτης. Η οικογένεια με όλους τους δεσμούς της. Να στηρίζει και να αποδιαρθρώνει. Να πονά και να σακατεύει.
Οι μικροαφηγήσεις της συλλογής είναι η άλλη όψη των πεζών ποιημάτων. Συχνά κινούνται στο όριο της ποίησης.
   Σαν το τρένο που μπαίνει στον σταθμό, κλακ, κλακ, κλακ. Δυο ξεκολλημένες πλάκες πεζοδρομίου. Τσιμισκή 71, μπροστά στη βιτρίνα με τα ακριβά. Κάθε βράδυ μετά το εσπερινό σχολείο. Όλο ξεχνιέμαι – κλακ κλακ το ποδήλατο στις πλάκες.
   Οι κούκλες φοράνε τις νέες κολεξιόν. Το χαρτόκουτο ανέκκλητο. Κι εκείνος κάθε βράδυ στις πλάκες, με το κλακ κλακ να του χαρακώνει τον ύπνο. («Κλακ κλακ», σ. 44)
Σε δυο μάλιστα περιπτώσεις παρεισφρέουν ποιήματα, όπως το «Κορίτσι Ζεν» και η «Βαρύτητα». Στις περιπτώσεις αυτές τα αφηγηματικά ποιήματα εφάπτονται των σύντομων πεζών, φλερτάρουν μαζί τους. Είναι γνωστό πλέον ότι με το είδος αυτό των σύντομων αφηγηματικών πεζών θαμπώνει το όριο ανάμεσα στο ποιητικό και πεζό κείμενο, τα στεγανά υφίστανται ισχυρές ρωγμές.
Η βαρύτητα είναι ασήκωτη/ – θέλω να πω –/ η βαρύτητα είναι η επικράτεια/ των πλαδαρών τεθλασμένων/ των εκφυλιστικών μεταγραφών/ των σκεβρωμένων Ατλάντων/ […] Η βαρύτητα/ και οι εν γένει υπέρτερες δυνάμεις/ προξενούν συντριπτικά κατάγματα/ στους εν γένει/ ή εν είδει/ αλαζόνες («Η βαρύτητα», σ. 36)

Η πανδημία εισχωρεί στη συλλογή, διακριτικά. Ιστορίες που θα μπορούσαν να συμβούν σε κάθε επιδημία ιών. Διαχρονικά δηλαδή. Όταν οι άνθρωποι δοκιμάζονται φριχτά στις αντοχές, στις δυνάμεις, στις σχέσεις, στην ένδειά τους.
   […]Μια μέρα κατέβασα τα σκουπίδια – με μάσκα και γάντια. Πίεσα το πεντάλ του κάδου ακροπατώντας κι έριξα μέσα τη σακούλα με χειρουργική βιρτουοζιτέ. Πίσω μου περίμενε μια Ρομά από τη Βουλγαρία, απ’ αυτούς που μαζεύουν τ’ ανακυκλώσιμα με τα παιδικά καρότσια. Βούτηξε στον κάδο ψάχνοντας. Πέρασε ένας γείτονας, την κοίταξε στα χέρια, την έβρισε που δε φορούσε γάντια. […] («Τα χέρια», σ. 60)
Οι μικροαφηγήσεις επιδέχονται περισσότερες από μία αναγνώσεις, λόγω της αφαίρεσης και της πύκνωσης. Ο αφηγητής αφηγείται ιστορίες στις οποίες είναι παρών. Ή πάντως έχει καλή γνώση των λεπτομερειών τους, ως αυτόπτης μάρτυρας και από πληροφορίες. Έτσι, οι εικόνες των περιγραφών είναι ζωντανές και, μαζί με την αφαιρετικότητα της αφήγησης, γίνονται μικρά βίντεο που παίζονται συνέχεια μπροστά στα μάτια του θεατή. Βασανιστικά κάποτε. Έτσι, για να μην ξεχνάει.
Είναι κάποιες φορές που οι Κάποιοι «συνομιλούν» με πρόσωπα τα οποία δεν είναι πια κοντά τους, έφυγαν σε ταξίδι χωρίς γυρισμό. Όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, η επικοινωνία αυτή μοιάζει απαραίτητη, γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, καθώς εντάσσεται στην καθημερινότητά τους. Η μείξη του εδώ με το επέκεινα. Όπως εκείνη που μάζευε εμμονικά βαμβακερές πετσέτες, κι ύστερα είχε πάντα ένα πακέτο βαμβάκι στο κομοδίνο της, άθικτο πλέον εδώ και χρόνια.
Το ‘χει τώρα μαζί της. Δεν το γνέθει. Ούτε υφαίνει πετσέτες.
Μόνο τον σφάζει, κάθε φορά που τη φωνάζει σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό. («Βαμβάκι», σ. 22)
Ή όπως ο οργανοπαίχτης, συγκινητική φιγούρα, μια πορεία δύσκολη στη ζωή, με το όργανο τα κουτσοκατάφερε.
Στην κηδεία οι εγγόνες παίζανε όλη την ώρα με τα κινητά. Στο «Ποίος χωρισμός, ποίος κοπετός, ποίος θρήνος», σηκώθηκε. Έβγαλε τ’ όργανο απ’ τη σακούλα, το φόρεσε κι άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τις φτερούγες. Πλάναρε από πάνω μου, μου ‘κλεισε το μάτι και μου ψιθύρισε «Άσ’ τα λαϊκά. Κάνα βλάχικο πιάσε. Τα βλάχικα έχουν τα λεφτά.» («Πλαστική σακούλα», σ. 26)

Με τη συλλογή αυτή ο Κώστας Κουτρουμπάκης εδραιώνει μια φωνή αναγνωρίσιμη και ξεχωριστή. Μαζί με την πυκνότητα του ύφους, να επισημάνω την προσεχτική χρήση τη γλώσσας, με επιλογές που υποστηρίζουν το ύφος, σε ένα μεγάλο εύρος παράλληλα. Γεύση πικρή και επίγευση στυφή από τις ιστορίες του Κώστα Κουτρουμπάκη. Αλλά και η αίσθηση ανθρωπιάς από το χάδι στους πονεμένους ταυτόχρονα, σαν αχτίδα φωτός και σαν ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γίνει καλύτερο στις ζωές μας.