Ο Κυριάκος Αναγιωτός με δύο ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του [Ως άνεμος επακμάζων (2012), Ανέστιος και λιθοξόος (2015)] και με ευδιάκριτη ποιητική φωνή επιστρέφει στην ποίηση με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ώριμη συλλογή που φέρει τον τίτλο Ιπποστάσιο (Λεμεσός 2020). Ο πολύσημος και πρωτότυπος τίτλος της ανά χείρας συλλογής, αλλά και του εναρκτήριου ομώνυμου ποιήματος αποκαλύπτουν εξαρχής και αναφανδόν το υπαρξιακό δράμα που γίνεται μόνιμο κλίμα και μοναδικός πυρήνας της ποίησης του Κυριάκου. Πρόκειται για το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς (όχι μόνο υλικής, αλλά και συναισθηματικής – όχι μόνο κυριολεκτικής, αλλά και μεταφορικής), η οποία εξακτινώνεται και διαπερνά αποδυναμώνοντας την κάθε στιγμιαία πρόσδεση σε συμβατικές καταστάσεις ζωής, προσωπικής και συλλογικής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η συναίσθηση του θανάτου, το ανεπούλωτο τραύμα της εισβολής, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η σιωπή αλλά και η κραυγή αγωνίας, είναι ουσιαστικοί άξονες που διαπερνούν την ποίησή του και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Ακόμη και η ποίηση (το δεύτερο, φτερωτό άλογο του ποιήματος «Ιπποστάσιο») ή ο έρωτας (το τρίτο άλογο, το ξύλινο με την κρύπτη, που αποτελεί αλληγορία της ίδιας της ποίησης), άλλα βασικά και επίμονα θέματα της ποίησης του Αναγιωτού, αν και δρουν προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου-φθοράς, προβάλλουν, εντούτοις, αντιθετικά τις περισσότερες φορές, από τη μια το τυραννικό δράμα του συχνά ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου έρωτα και από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου.
Επισημαίνω εμφατικά την κριτική που ασκεί ο ποιητής σε ένα βαθύτερο επίπεδο, στο συμβατικό, κοινότυπο και το κοινωνικά και ποιητικά καθιερωμένο, συστήνοντας τον αντίλογο του ποιητικού προσώπου στην καθημερινή φθορά, στο σαθρό πολιτικό και πολιτισμικό κατεστημένο και στη γενικότερη έκπτωση της νεοκυπριακής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ο Αναγιωτός αρνείται, βέβαια, την ποιητική ωραιοποίησή της μέσα στα φωτεινά φυσικά τοπία, αλλά επιμένει πεισματικά να θέτει το άστυ ως κυρίαρχο σκηνικό της ποίησής του. Πολύ σημαντική είναι, επίσης, η πιο έντονη αναφορά του ποιητή σε αυτή τη συλλογή στο τραύμα του ’74, σε πείσμα, μάλιστα, εκείνων που θέλουν τη νέα γενιά ποιητών να αποστρέψει αδιάφορα το βλέμμα από την ανοικτή αυτή πληγή. Άλλο διακριτό στοιχείο της συλλογής αυτής αποτελεί η αισθητικά δικαιωμένη παρουσία της κυπριακής διαλέκτου, με ποιήματα όπως «Φωνή ‘που το χώμαν» να κρατούν στα ύψη τον υδράργυρο της ποιητικής συγκίνησης.
Συνοψίζοντας, η τελευταία ποιητική συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού αποτελεί φυσιολογική συνέχεια μιας ώριμης πορείας, καθώς διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους, δημιουργώντας νέες περιοχές αναζήτησης. Και για τούτο ο αναγνώστης της ανά χείρας συλλογής ανακαλύπτει τις αρετές ενός προσωπικού ύφους, που βασίζεται στην πυκνή εκφραστική, τον πολυσήμαντο ποιητικό λόγο, αλλά και την έντονη βιωματικότητα και την ψυχική ταπεινότητα. Και όλα αυτά με μια ποιητική γλώσσα που είναι προσωπική, διαφανής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική.
* Κυριάκος Αναγιωτός, Ιπποστάσιο (Λεμεσός 2020)