Πάντα θα μένει κάτι που δεν είδες ακόμη/μια στροφή στην κορφή και απότομοι δρόμοι/θα μένει κάτι που δεν άγγιξες στο βάθος της ψυχής σου/το όραμα μιας αστραπής στο τέλμα της ζωής σου/{…} Γι΄αυτό θα μένεις πάντα να κοιτάς τη νύχτα απ΄το παράθυρο/αστέρες να διαγράφονται μύριων πιθανοτήτων/που εσύ δεν μπόρεσες ποτέ να πραγματώσεις/κι έμειναν απλανείς στον ουρανό να σε κλονίζουν/με ίσκιους ολοζώντανους τη σκέψη σου να σκίζουν ( Απ΄το παράθυρο, σελ.36)
«Στρώσεις του Ανέφικτου» (Φαρφουλάς 2020) είναι ο τίτλος της δέκατης συλλογής του γνωστού Κύπριου ποιητή Λεωνίδα Γαλάζη. Μια ποιητική συλλογή, η οποία αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Νερό της Γνώσης, Σιωπηλά Μιλήματα, Ψωμί της Εξορίας. Η προμετωπίδα του βιβλίου, απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρο, προδιαθέτει για την κεντρική κατευθυντήρια ιδέα της συλλογής: «Και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει/πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη») ΄Αλλωστε, πεθυμιά και επιχείρημα των ποιητών είναι όντως κάτι ουσιαστικά ανέφικτο, θα μπορούσε αποφαντικά κάποιος να πει, αφού επιχειρούν να συνοψίσουν την ποίηση μέσα στο ελάχιστο των λέξεων.
Το βιβλίο εμπεριέχει ποιήματα με θεματική που εκτείνεται σε πολλά πεδία του κοινωνικού και πολιτικού βίου, ενώ δεν λείπουν και τα ποιήματα ποιητικής. Μία αίσθηση ματαίωσης οραμάτων, συμβιβασμού και προσαρμογής στις εκάστοτε πραγματικότητες είναι αυτό που αποκομίζει ο αναγνώστης, καθώς διατρέχει και τις τρεις ενότητες, κι είναι αυτή η αίσθηση που λειτουργεί ως συνεκτικός ιστός ανάμεσά τους, δικαιολογώντας και τον τίτλο της συλλογής.
Για ποιους προορίζονταν τα τείχη/όταν εμείς δεν ξέραμε/ποιος είν’ ο ΄Εκτορας και ποιος ο Αχιλλέας /ποιοι Τρώες κρύβονται μέσα μας/ποιοι Αχαιοί χτίζουν το μέλλον μας /στις επάλξεις των συμβιβασμών. (Tείχη , σελ. 13)
Πέρα από τις πρωτοπρόσωπες αναφορές πληθυντικού αριθμού, με τις οποίες δηλώνει τη μαζική απήχηση των γεγονότων εντός της εποχής τους, ο ποιητής επιλέγει συγκεκριμένα πρόσωπα του Μύθου και της Ιστορίας, όντα πεπερασμένα τα οποία κινήθηκαν με τη νοσταλγία του απείρου και χόρεψαν κυριολεκτικά πάνω στο φτερό του καρχαρία, κατά τον Καββαδία. Στην ενότητα «Νερό της Γνώσης», που είναι και η μεγαλύτερη της συλλογής, εμφανίζεται ο ΄Εκτορας εκτεθειμένος στις επάλξεις, ο Δώρος Λοΐζου με φλόγες να αναβλύζουν από το αίμα της δολοφονίας του, η Εκάβη, που τίποτα κατά τον ποιητή δεν μαρτυρά τον χαλασμό στο βλέμμα της. Και είναι ακόμα η Ελένη με όρκους σαν δελτία θυέλλης, η «Ελένη της σφαγής και της απελπισίας». (Ελένη, σελ. 28) Παρουσιάζεται επίσης ο Οιδίποδας, που δεν μπορεί μετά την τραγωδία, παρά να προφυλαχτεί από τις πρόκες της Συνείδησης, κατά τον ποιητή. Κι ο Ονήσιλος με την ψυχή στον κάμπο, « …όσο την πατούν εκείνη ν΄ανθίζει/μ’ όσα λουλούδια βάζει ο νους/κι αστέρια των αρμάτων. » ( Ονήσιλος, σελ. 31)
Στην ενότητα «Σιωπηλά Μιλήματα» η ποιητική γραφή ανακαλεί μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα και ως εκ τούτου γίνεται πιο εσωστρεφής. Σε μια ζωή όπου είναι «όλα στη σκηνή διευθετημένα» ( Σκηνοθεσία, σελ. 53), ο έρωτας και η ποίηση αναδύονται από μυστικό βυθό για να καταστούν δυνάμεις απαντοχής και αναγέννησης. Τη δημιουργική αυτή συνύπαρξή τους δηλώνει ο ποιητής στο ποίημα «Υποσημείωση» και στη λεγόμενη παραλλαγή του, όπου ο έρωτας/ποίηση ή η ποίηση/ έρωτας θα μείνει «…κι αν όλα σβήσουν και χαθούν» ( σελ. 58, 59)
Στην τελευταία ενότητα του βιβλίου «Ψωμί της εξορίας» ο ποιητής, ως μάρτυρας του καιρού και της ύπαρξης, στέκεται κριτικά απέναντι σε κεντρικούς μηχανισμούς εξουσίας και θέματα γραφειοκρατίας. Ο λόγος του ποιητή άμεσος, ελάχιστα υπαινικτικός, ψέγει διαδικασίες που ταλανίζουν και συνθλίβουν τον μέσο άνθρωπο, αλλά και τους ίδιους τους εντεταλμένους φορείς της εξουσίας.
Από γραφείο σε γραφείο/με φράσεις μαγικές για ν΄ανοίγουν οι πόρτες/ν΄ανθίζουν πλαστικά χαμόγελα /στις γλάστρες των αισθημάτων του πρωτοκόλλου/μέχρι ν΄ασπρίσεις από την εξάντληση/των αποθεμάτων εγκαρτέρησης./Από διάδρομο σε διάδρομο με τις σημάνσεις/των περιοχών ευθύνης εντός του γράμματος του νόμου./Το πνεύμα παραδίδεται/σ΄εντεταλμένους αρμοδίους/για τις νενομισμένες προδιαγραφές/των εργασιών με τάξη και ασφάλεια/και δίχως τύψεις για τυχόν καθυστερήσεις /κι άλλες αναβολές που έξω η ζωή δεν συγχωρεί./Αλλά εδώ παράπονα και κλάψες δεν περνούν /κι ας αυξάνονται οι παλμοί της καρδίας επικίνδυνα./Μόνο οι διαδικασίες να διαφυλαχθούν πάση θυσία! ( «Γραφεία», σελ. 71)
Θεματικά διακείμενη στην καρυωτακική ποίηση, η τρίτη αυτή ενότητα, ένα σχεδόν αιώνα μετά, με το τέρας της γραφειοκρατίας να απομυζεί τον υπάλληλο στα γραφεία και τους διαδρόμους. Με λεπτό χιούμορ και σαρκασμό επιχειρεί και ο Γαλάζης να αποκαλύψει τον γραφειοκρατικό εφιάλτη της εποχής του, χωρίς φιλολογικές εξάρσεις που θα αποχρωμάτιζαν ή θα απάμβλυναντη σκληρή πραγματικότητα. ΄Αλλωστε, όπως τονίζει, απευθυνόμενος μάλλον στον εαυτό του στη διεργασία ενός εσωτερικού διαλόγου, «Πρόσεξε μην πέσεις στην παγίδα των σπάνιων λέξεων. Δεν είναι τα ποιήματα αποθήκες/να στοιβάζεις τις σκονισμένες/εγκυκλοπαιδικές σου γνώσεις./Ούτε προθήκες κοσμημάτων./Σε ποιους να τα πουλήσεις άλλωστε;/Μόνο κοίταξε με το σφυρί σου να καρφώνεις/τις ταπεινές σου λέξεις στους τοίχους» («Προθήκες κοσμημάτων», σελ. 74)
Και την προσωπική αυτή συνθήκη λόγου ο ποιητής τηρεί σε όλη τη συλλογή, αυξάνοντας με τη λιτότητα του στίχου τη δυναμική της ποιητικής έκφρασης και του συναισθήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα « Το θέμα είναι», το οποίο και παραθέτω ολόκληρο.
Το θέμα είναι να μη σε καταπιούν οι διάδρομοι/να μη σε συνθλίψουν οι πόρτες/να μη σε καθηλώσουν τα καρφιά/στην ίδια πάντοτε θέση/ ακόμα κι αν γι΄αυτό θα μείνεις/μόνος με τις λέξεις/κοφτερά χαλίκια στα χέρια σου/την άρνησή σου να χαράζεις /στους τοίχους του κελιού σου/σαν ύστατα συνθήματα/κραυγές μελλοθανάτου. (Το θέμα είναι, σελ. 77)
Ο Γαλάζης ψυχογραφεί την εποχή του και τους ανθρώπους της με χαμηλόφωνη γραφή, με γλώσσα λιτή και ταυτόχρονα πυκνή. Περιγράφει μια καταθλιπτική, διαβρωτική καθημερινότητα, η οποία διαχρονικά συσσωρεύει στρώσεις του απραγματοποίητου έως ανέφικτου και συνεπακόλουθα προκαλεί τη ματαίωση και τον συμβιβασμό, λέξη την οποία συναντούμε σε διάφορα ποιήματα της συλλογής. Στη συγχρονία και διαχρονία της η ποίηση αναμοχλεύει τις συνθήκες των καιρών με την προοπτική ενός ανανεωτικού κόσμου, αλλά υπερισχύει εν τέλει η εκλογικευτική διάστασή της.
Η ποίηση κάθισε κάπου στη γωνιά/μη γίνει στόχος επικλήσεων/απ’όσους προσδοκούν/τις θαυματουργικές της επενέργειες /στην πόλη των συμβιβασμών( Μην περιμένεις, σελ. 18)
Ωστόσο, αν όχι θαυματουργικά, η ποίηση δεν θα πάψει ποτέ να λειτουργεί ιαματικά.
Ένα ποίημα παρακαλώ χωρίς περιστροφές/με ψυχρά δεδομένα/στεγνό, για κάθε στομάχι./ Ένα ποίημα με ορθές γωνίες/ένα ποίημα πρώτης ανάγκης/για την επίδεση των τραυμάτων. («Δελτίο Θυέλλης», σελ. 27)
΄Αλλωστε, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης διακηρύσσει «η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος» και μπορούμε να συμψηφίσουμε στην έννοια του θανάτου τόσο τη βιολογική όσο και την πνευματική και συναισθηματική διάσταση.