Tι παθαίνουν τα φιλιά στο κενό; Βουλιάζουν και χάνονται όπως στις μαύρες τρύπες του σύμπαντος; Γράφουν ανεξίτηλα σε απροσδιόριστες βάσεις; Ή δείχνουν απογυμνωμένη την πρόθεσή τους άσχετα με την πρόσληψη, ανεξάρτητα από την πρόθεση του παραλήπτη; Όπως και να ‘χει, την αγάπη τους δεν την χάνουν: είναι φιλιά και φιλιά παραμένουν. Ακόμα και όταν το αντικείμενο αδειάζει από περιεχόμενο, ακόμα και τότε που το αγαπημένο «Άλλο» απουσιάζει.
Μπορεί σε μια τέτοια λειτουργία να στηρίζεται και η ποίηση της Μαργαρίτας, μια τέτοια σχέση να φιλοτεχνεί ο στίχος της. Είναι η σχέση του λόγου με το αινιγματικό «Άλλο». Ένας μονόλογος αγάπης, ο μονόδρομος του αισθήματος που μας οδηγεί στην επικοινωνία, ρητός μαζί και άρρητος, ανέκφραστος στην άκρη της γλώσσας και μαζί εκφραστικός: τι άλλο λιγότερο ή περισσότερο από ένα φιλί; Κι όταν ο στίχος φύγει, θα αφήσει πάντα στο μυαλό το ανεξίτηλο χνάρι του, ένα άλλο φιλί κι αυτό:
«Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε» λέει ο στίχος.
Κάπως έτσι τα λόγια έρχονται να περιγράψουν τη ματαίωση – για να τη ματαιώσουν. Μια ποίηση εννοιολογική – στην κατηγορία της εννοιολογικής τέχνης – που γίνεται λόγος στοχαστικός και αντίλογος ξεχωριστός.
Διαβάζοντας τα ποιήματα του βιβλίου, παρατηρούμε για το καθένα μια ενιαία λίγο-πολύ δομή. Η ποιητική μορφή αλλάζει, το περιεχόμενο εμπλουτίζει τη θεματική του με ομόλογες αναζητήσεις, αλλά η δομή του κάθε ποιήματος έχει συνήθως πρόθεση συμπερασματική: το τέλος του ποιήματος αποκωδικοποιεί τα προηγούμενα και τα ολοκληρώνει. Πυκνώνει τα νοήματα και συμπληρώνει τη σημασία τους, καλύπτοντας τα κενά κι ό,τι μετεωρίζεται από στίχο σε στίχο, η κατάληξη το προσγειώνει.
Μέλη – μέρη του λόγου, του σώματος μέρη.
Η λέξη «ακροδάχτυλα» είναι αγαπημένη λέξη της συλλογής και ο αναγνώστης τη συναντά πολλές φορές (σελ. 10, 12, 34, 38). Αρκετά συχνές είναι και οι λέξεις «μαλλιά», «αυτιά», «μάτια», «δέρμα», «καρπός» «στέρνο», «χέρια», «καρδιά», «στόμα», «σώμα»: η ανατομία του σώματος γίνεται εδώ ανατομία του στίχου, τα μέρη του κορμιού γίνονται μέρη του λόγου. Σχετίζονται μεταξύ τους στο επίπεδο του λόγου και οι σχέσεις τους κάποιες φορές αποτελούν σχέσεις υποκατάστασης. Όπως για παράδειγμα στους στίχους:
«Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
Το έχει πιάσει το παράπονο
Ό,τι και να λέει
Κανείς δεν το ακούει:
ότι δεν είναι σώμα
είναι καρδιά,
μια καρδιά από δέρμα.»
Οι σχέσεις και οι μεταθέσεις των όρων λειτουργούν σχεδόν σαν μεταμοσχεύσεις οργάνων, ενώ ένας θερμά αποστασιοποιημένος ερωτικός λόγος επιτρέπει συχνά την ειρωνεία ως σχήμα λόγου και αυτή. Διότι η ποίηση της Παπαγεωργίου είναι ποίηση βαθιά ερωτική. Η έγνοια της όλη είναι η αναζήτηση του Άλλου, με τη λακανική ενδεχομένως απόχρωση του όρου. Η αναζήτηση και το αίνιγμα του ερωτικού Άλλου πυροδοτούν τη γραφή και ανεβάζουν τη θερμοκρασία του λόγου. Είναι σαν να σκαρφαλώνουν οι λέξεις ένα κορμί, να το αγγίζουν και να το διώχνουν, να το αγαπούν και να το εγκαταλείπουν. Το κερματισμένο αυτό κορμί γίνεται ένα είδος συνέχειας ή ασυνέχειας του λόγου. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψεις την ερημιά του κορμιού και τη δίψα της καρδιάς, παρά μόνο μέσα από μια τέτοια συνθήκη απουσίας. Που μας ξαναγυρίζει ευοίωνα στο «κενό».
Είναι πολλοί οι ομόλογοι όροι του κενού εδώ, η έκλειψη ή η «έλλειψη» (37, 38), το «τίποτα» και το «όλο» (39), ο λόγος που ανταμώνει με την αναίρεσή του (43), το «αδειανό» που πονάει (46,48). Κάποιες φορές, το ποιητικό υποκείμενο σπάζει στα δυο, μιλάει για τον Άλλο, κάποιες άλλες, έρχεται και το ίδιο στη θέση του Άλλου και μιλάει από τη θέση του. Οι πλάγιες γραφές και οι παρενθετικές φράσεις (σελ. 9, 24, 25, 26) σηματοδοτούν «παραλλαγές» της μίας φωνής που πολλαπλασιάζεται συγχωνευτικά και εκφράζεται ποιητικά, ακόμα και στο όνομα κάποιου άλλου. Το υποκείμενο σκίζεται στα δύο για να πάρει τη θέση του φαντασιακού Άλλου, επιστρέφοντας μ’ αυτό τον τρόπο στον εαυτό του βαθιά.
«Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού», καταλήγει ο στίχος. Και ορίζει με τον τρόπο του μια αέναη επιστροφή. Να είναι αυτό το ανεξίτηλο ίχνος από τα φιλιά στο κενό; Στην άτοπη ή την ουτοπική αγάπη, μόνο τα λόγια που γίνονται ποιήματα πιάνουνε τόπο.
* Μαργαρίτα Παπαγεωργίου Φιλιά στο κενό, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2020, σ. 48.