Scroll Top

Μαρία Μαραγκουδάκη, ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ, Η Κάρμεν φορούσε μαύρα/ Ο Άλλος εν λευκώ – Παρουσίαση από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

Oλοκληρώνοντας την ανάγνωση του νέου πονήματος της Μαρίας Μαραγκουδάκη, αισθάνομαι ότι είναι η πρώτη φορά που έχω να πω τόσα πολλά για τόσες λίγες σελίδες. Οι εξομολογήσεις των χαρακτήρων της κινούνται μεταξύ της πρωτοπρόσωπης και της δευτεροπρόσωπης αφήγησης. Ο λόγος της μεστός, πυκνός, κοφτός, ρεαλιστικός στο πρώτο μονόπρακτο, με προετοιμάζει για το υπερρεαλιστικό κρεσέντο του δεύτερου, που ακολουθεί, με έναν ασθμαίνοντα καλπασμό που με συνεπαίρνει. Η Μαραγκουδάκη φλερτάρει έντονα με τις τεχνικές της μικρής φόρμας και κινείται ισορροπημένα μεταξύ της ρεαλιστικής και της υπερρεαλιστικής αφήγησης – περιγραφής. «Ξεστρατίζει», ωστόσο, κάθε λίγο σε ποιητικές «μορφές», εγκαταλείποντας την πεζή διάταξη, χαρίζοντας στον λόγο της τη βαρύτητα που του πρέπει, σαν να μην της αρκεί ο πεζός λόγος για να δακρύσει όσα έχει να ιστορήσει.
Η διεισδυτικήματιά της Μαρίας Μαραγκουδάκη χαράζει βαθιές τομές στη μοναξιά, όπως τη βιώνουν τα δύο φύλα αποδίδοντας δύο ακραία, με την έννοια του αντίπαλου δέους, ψυχογραφήματα.
Η «Κάρμεν» φορώντας «μαύρα» με κερδίζει, αρχικά, εισάγοντάς με σ’ ένα απολύτως ρεαλιστικό ψυχογραφικό τοπίο, από αυτά που αγαπά πολύ η ιδιαίτερη πένα της Μαραγκουδάκη. Η αφήγησή της κοφτή, τετελεσμένη, με τελείες, χωρίς δράματα και το πραγματικό όνομα της ηρωίδας, καθόλου τυχαίο. Σταυρούλα. Όλα ζυγισμένα με τον χάρακα. Η Κάρμεν του Μπιζέ είναι το κυρίως σύμβολο. Η γυναικεία αυτοδιάθεση. Το όνομα Σταυρούλα είναι ακόμα ένα. Η σταύρωση. Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ζωής. Αντιδρά. […] « Μα αυτό που γράφει στην ταυτότητα», θα πει στον γιατρό της, «δεν είναι το πραγματικό μου όνομα… Καμία σχέση δεν έχω εγώ με αυτό το άτομο.»
    […] «Εγώ είμαι η Κάρμεν
    το ρο κάνει ν’ ακούγεται όμορφα αυτό το όνομα
    του δίνει ελευθερία
    δύναμη…»
    Ωστόσο, για την Κάρμεν – «Σταυρούλα» τα κοινωνικά στερεότυπα είναι εργαλεία που, με όχημα τη διακείμενο, τα νιώθω να διατρέχουν όλο το σώμα του κειμένου της Μαραγκουδάκη. Η αέναη αντιπαλότητα των φύλων, ακόμα και αυτού του τρίτου […]«Εκείνον τον χτυπούσαν παντού, «πουσταριό με μακριά μαλλιά», φώναζαν, και δώστου ξύλο.» Τα στρέφει όλα ενάντια στη ζωή που της ετοιμάστηκε. Καμία ενοχή, εκτός ίσως από το μητρικό ένστικτο το οποίο παρουσιάζεται από τη Μαραγκουδάγκη, κι εδώ απαντάται το ιδιαίτερο στη γραφής της, ως μία κατάσταση απολύτως φυσική. Κάτι σαν μαθηματική συνεπαγωγή η οποία αντιμετωπίζεται ως αναμενόμενη. Κανένα συναίσθημα που να παραπέμπει στο «εύθραυστο» της γυναικείας φύσης.
Τα συναισθήματα που επικρατούν εντονότερα στο κείμενο, αποτελούν και τους δύο, κατά τη γνώμη μου, ακρογωνιαίους λίθους του κειμένου. Η ενοχή, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τα πατριαρχικά στερεότυπα και τη θέση της γυναίκας όπως αυτή χτίστηκε θεολογικά και δια μέσου της χριστιανικής οδού και ο φόβος της δέσμευσης ως αντίκτυπο. […]«Σκλαβιά μεγάλη ο γάμος.» Χρυσόψαρο στη γυάλα ήμουνα, σαν εκείνο που πούλησα.», θα ισχυριστεί η «Σταυρούλα» και δεν θα την αντέξει πάνω από δύο χρόνια. Κι αργότερα θα πει: […]»Εγώ μ’ αυτήν τη Σταυρούλα δεν έχω καμία σχέση. Το ξαναλέω. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση.» Και τα δύο τα αντιμάχεται, τα μασά, τα αγνοεί επιδεικτικά και τα θάβει βαθιά μέσα της, μαζί με το παιδί που έχασε.
Η ομορφιά, ωστόσο, είναι το μόνο στερεότυπο που του χαρίζεται η Κάρμεν. Είναι το όπλο της. Παλεύει τα κοινωνικά πρότυπα αποδεχόμενη το κυριότερο. [«Όλες τις πόρτες ανοίγει η ομορφιά σου» έλεγε η γειτόνισσα.»], θα αναφέρει για να φτάσει στη διακήρυξη της «ανεξαρτησίας» της…
    […] «Ήταν αρχές της άνοιξης
    ημέρα Κυριακή
    είκοσι εννέα του Μάρτη 1959
    εκείνη τη μέρα γεννήθηκα.
    Ας γράφει η ταυτότητα ό,τι θέλει»
Έχει ηττηθεί; […]«δεν λέω πως όλα τα χέρια είναι ίδια.[…] Δεν είναι όλα όπως τα θέλουμε. Μα όλα είναι ζωή.» Η Κάρμεν δεν αντέχει τα συναισθήματα. Τα μεταβιβάζει στον ακροατή, τον άντρα, βιογράφο της. […]«Οι Γυναίκες γράφουν ρομαντικά και κλαψιάρικα, κι εγώ δεν τα’ αντέχω αυτά,», θα πει, «είναι ψεύτικα.
Θα τη λένε Κάρμεν»[…], επιμένει τετελεσμένα, την ίδια στιγμή που άνδρας εισάγει τον δικό του μονόλογο καταλήγοντας εν ολίγοις: […]«Ο καθένας μας άλλωστε επινοεί την καταγωγή του», θα πει «Ο άλλος εν λευκώ (άρα τις εστί).», ο άνδρας, ο μόνος του, «…χτίζει τον μύθο του και την ταυτότητά του.»
Έχει γίνει πολύς λόγος για τη γυναικεία γραφή. Η Μαραγκουδάκη έρχεται ακόμα μία φορά να διαψεύσει και τα λογοτεχνικά στερεότυπα. Διεισδύει στην αντρική ψυχή και ξεγυμνώνει το κουκούλι της σχεδόν επαγγελματικά. Η γραφής της, σε σημεία, έντονα ρεαλιστική αγγίζει και ξεπερνά ακόμα ακόμα και τα όρια του αγοραίου, παρασέρνοντας τον αναγνώστη της σε μια εξομολόγηση που αγγίζει τα ενδόμυχα, χωρίς ωστόσο να νιώθει ο αναγνώστης ότι προσβάλλεται. Ρήματα κίνησης οδηγούν προοδευτικά σε ένα υπερρεαλιστικό κρεσέντο, με έντονα ψυχαναλυτική ματιά.
Η συγγραφέας ξεδιπλώνει δεξιοτεχνικά το υπερρεαλιστικά συνειρμικό – ονειρικό παραλήρημα του χαρακτήρα του έργου της, ασθμαίνοντας, σχεδόν χωρίς σημεία στίξης. Όλα υπολογίζονται. Η μοναξιά της καθημερινότητας, το σήμερα, οι ψυχαναλυτικές προεκτάσεις του, η κοινωνική μοναξιά, η οποία αγγίζει τα όρια της ακινησίας, της ψυχικής παράκρουσης, του ιδεοψυχαναγκασμού, αποκτούν γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Οι αναγνώσεις της συγγραφέως συμβάλουν δυναμικά στη δομή του έργου της και ενεργοποιούνται ως σύμβολα. Ο Τιθωνός και η μυθική πιθανή μεταμόρφωσή του σε κάποιο έντομο, ο «Γκρέγκορ Σάμσα» του Κάφκα προτίθενται διακειμενικά αποκαλύψουν την αληθινή μας ταυτότητα. Από τις κεραίες του Χαρακτήρα του κειμένου της, ξεπηδούν ονειρικά πόθοι με ονόματα. Η «Ελμίρα», σαν άλλη Εύα, με το φίδι στον λαιμό της για περιδέραιο, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη «Μανταλένια» του Εμπειρίκου αλλά κι από την προϊούσα διακειμενικά «Μαντελένια» του Γρυπάρη. Ευρηματικά ονειρική η περιγραφή, λοιπόν, η οποία καταλήγει στο νέο στοιχείο που εισάγει η Μαραγκουδάκη: Η κόρη διακορεύεται από τον άντρα κατακτητή (φαλλικό σύμβολο του φιδιού), ωστόσο εγκιβωτίζει κάτι που μέλλει να αναδειχθεί : Η ανδρική δύναμη – κτητικότητα σε όλο της το μεγαλείο φτάνει τα όρια της ψύχωσης και οραματίζεται την εκμηδένιση του αντικειμένου του πόθου της. […]«Το φίδι σύρθηκε ανάμεσα στα πόδια της…/[…]Όπως ήταν παραδομένη ανάσκελα άνοιξα τα πόδια της. Εκείνη συνέχισε να κοιμάται κάτω από τη σκιά του πεύκου, μόνο είχε γύρει ελαφρά το κεφάλι και έμοιαζε με παιδί. Άρχισε να μελανιάζει. Ποτέ δεν άντεχε τη ζέστη.»…
    Η Μαραγκουδάκη σ’ ένα αφηγηματικό – περιγραφικό κρεσέντο, καταλήγει να συνδέει τη δυναμική «απέθαντη» Κάρμεν με τις γυναίκες της ζωής του. Όλες οι γυναικείες φιγούρες της ζωής του Χαρακτήρα αυτού του μονόπρακτου συνδέονται σε ένα ονειρικό παραλήρημα γεωμετρικά αναπτυγμένο. Η Μαραγκουδάκη δεν ξεχνά τη μάνα και είναι έντεχνα αποτυπωμένη η ανδρική της ματιά. Με πρακτικές λεπτομέρειες, που στερεοτυπικά θα πρόσεχε ή θα θυμόταν ένας άνδρας περιγράφει τη σημαντικότερη γυναίκα της ζωής του.
Στερεότυπα, όνειρα, πραγματικότητα, ζήλεια, κτητικότατα, τα μέσα και τα έξω, ο περίγυρος, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ξετυλίγονται σε έναν μονόλογο. Χρησιμοποιώντας, εντέχνως, ρήματα κίνησης ο μονόλογός της φλερτάρει σχεδόν «εμμονικά» με τη μικρή φόρμα, περιγράφοντας περιεκτικά, κάθε συναίσθημα κι ανάμνηση σχεδόν σε μία περίοδο.
Αίτιο και αιτιατό. Ο Χαρακτήρας του δεύτερου μονόπρακτου συνδέεται οριστικά με κάτι θηλυκό. Αμφισβητείται έμμεσα η «βιολογική» ανάγκη της τεκνοποίησης. Δικαιολογεί την άρνησή του να γίνει, κι αυτός, γονιός και οδηγούμενος σ’ ένα έντεχνο «παραλήρημα», καταλήγει στη «δικαίωση» και τέλος στην κάθαρση. Η Κάρμεν και ο άνδρας δραπετεύουν. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Η ελευθερία μπορεί να είναι ή ζήτημα επιλογής ή θάνατος. Άλλωστε το μαρτυρά και ό ίδιος:
    […] «μέσα σ’ ένα λευκό τίποτα χωρίς τοίχους, χωρίς όρια
    δεν χρειάζομαι κλειδιά
    είμαι ευτυχισμένος.» 


Ο δραματουργικός στόχος επετεύχθη._

Μαρία Μαραγκουδάκη, ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ, Η Κάρμεν φορούσε μαύρα/ Ο Άλλος εν λευκώ, εκδ. Εύμαρος, Αθήνα 2020