Μολονότι η εξομολογητική ποίηση ήδη εμφανίζεται από τα αρχαϊκά χρόνια με τη Σαπφώ, τον Catullus ή ακόμα στις ΗΠΑ με τον Whitman, μόνο στο β’ μισό του Κ΄ αιώνα εμφανίζεται ως ξεχωριστή τάση και διαμορφώνεται σχολή με εκπροσώπους σε διάφορες χώρες, όπως οι Plath, Berryman, Roethke και Lowell και στην Ελλάδα ο Μανόλης Αναγνωστάκης κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ως ποιητική εκδοχή αντίστοιχη προς την πεζογραφική του Γιώργου Ιωάννου, όπως και η Ζωή Καρέλλη προς τον Πεντζίκη.
Η εξομολογητική ποίηση εμφανίζεται με το «Life Studies» του Robert Lowell (1959), αν και ο Phillips ανιχνεύει στοιχεία της και σε παλαιότερους ποιητές, όπως ο Baudelaire και ο Rilke. Τον όρο εξομολογητική ποίηση (confessional poetry) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Macha Louis Rosenthal. Για τον Phillips η μεταπολεμική περίοδος, πριν ακόμα την έλευση του διαδικτύου, αποτελούσε τη μεγάλη εποχή της αυτοβιογραφίας∙ οι άνθρωποι αντί να πιστεύουν στις γενικές αλήθειες για την ανθρώπινη φύση, δέχονταν τις υποκειμενικές και οι συγγραφείς αποτελούσαν τμήμα μιας αυτοβιογραφικής φρενίτιδας. Στον ΚΑ΄ αιώνα όπου οικειοθελώς κάθε χρήστης αποκαλύπτει προσωπικές στιγμές και θέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιος χαρακτηριστικά κινήματος και αντιεξουσιαστικής ιδεολογίας πίσω από την εξομολογητική ποίηση. Η ποίηση ορίζει το προσωπικό χωρίς να απολογείται.
Η εξομολογητική ποίηση διαφοροποιήθηκε από τις μοντερνιστικές τάσεις της εποχής που τόνιζαν το διαπροσωπικό και την αντικειμενικότητα. Εισήχθη ως ύφος τη δεκαετία του ’50 και περιγράφεται από τον Abrams ως ποιητική του εγώ, εστιάζοντας στις ακραίες στιγμές της ατομικής εμπειρίας, της ψυχής και του προσωπικού τραύματος, συμπεριλαμβανομένων και περιστατικών που θεωρούνταν ταμπού ως θέματα, όπως η ψυχική ασθένεια, η σεξουαλικότητα και η αυτοκτονία. Στην Ελλάδα ο εξομολογητικός τόνος ανάγεται στον Αναγνωστάκη και στον Χριστιανόπουλο, δύο διαφορετικές εκδοχές του κοινωνικού αντίχτυπου στην ατομική ψυχολογία, πολιτική στον ένα, ερωτική στον άλλο.
Μετά την ιστορική αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων, ο προσωπικός τόνος αποτελεί μία προσπάθεια να αποδοθεί η προσωπική αλήθεια του καθενός ως μέρος της αλήθειας του συνόλου. Το μεταμοντέρνο, άλλωστε, αρνείται την ύπαρξη μίας ενιαίας αλήθειας. Έτσι, η εξομολογητική ποίηση της νέας χιλιετίας, αν και απομακρύνεται από τα θέματα ηθικής τάξεως και ατομικής ευθύνης ή την κόλαση της καθημερινότητας, που κατέγραφε ο Ασλάνογλου, αναδεικνύει την ανάγκη μιας κάθαρσης και μιας επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό, εκθέτοντας την ατομική περίπτωση ως κοινή συνείδηση.
Βασικό ειδολογικό κριτήριο της εξομολογητικής ποίησης είναι η αμεσότητα της συνομιλίας του ποιητή με τον αναγνώστη, χωρίς τη χρήση προσωπείων ή τοποθέτηση άλλων εμποδίων κρυπτογράφησης του περιεχομένου, όπως ακριβώς το συναντάμε και στην ποίηση του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου («οι 40, παλιές, Εκκλησιές», Μανδραγόρας, 2020). Διαχρονικά ο Κωτόπουλος ενσωματώνει το πρωτοενικό υποκείμενο σε μία αντιποιητική εκφραστική. Όπως οι εξομολογητικοί ποιητές (Αναγνωστάκης, Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος), έτσι και ο Κωτόπουλος φέρνει στο κέντρο του ποιήματος την προσωπική εκδοχή και επιλέγει ως τρόπο απόδοσης των βιωμάτων ένα γλωσσικό ιδίωμα που διακρίνεται με τον προφορικό και εξομολογητικό τόνο. Το ποιητικό του κείμενο είναι ένας συσχετισμός γλωσσικών και νοηματικών σχέσεων, που ενεργοποιεί ολόκληρο το σώμα του σημαίνοντος και αναγκάζει τη λέξη να λειτουργήσει υπό την έντονη πίεση των λέξεων και να ελευθερώσει τη συναισθηματική ισχύ της.
Γράφει άμεσα, με μία φυσική ειλικρίνεια και έναν νοηματικό ρυθμό που ενεργοποιεί τον αναγνώστη. Ο προσωπικός τόνος κυριαρχεί στην ποιητική του Κωτόπουλου. Μία εξομολογητική διάθεση (πόλη δεν θα εκπέσει, θάνατος ή αντί επιλόγου, το μεγάλο ποίημα, οι σημαδούρες, κατά επιθυμίαν, το Βόιο, ένας καφές, ex officio, Ίωνας και πάλι) διαπνέει τις συνθέσεις του και αποτυπώνεται με το πρωτοενικό υποκείμενο. Το ποιητικό εγώ ταυτίζεται με τον ποιητή. Το ποιητικό εγώ εκφράζει τον προσωπικό συναισθηματικό διάκοσμο του δημιουργού, χωρίς συναισθηματικές προκαλύψεις σε έναν επιμελημένο ρυθμό προφορικότητας και αξιοποιεί κοινωνικές παραστάσεις που αντανακλούν τις ψυχολογικές εμπειρίες. Για τον Rosenthal, το παλαιότερο α΄ ενικό πρόσωπο λειτουργούσε συνήθως ένας ποιητικός χαρακτήρας που έκρυβε το πραγματικό πρόσωπο του ποιητή∙ η εξομολογητική διάθεση αποδιώχνει πια την ποιητική μάσκα και δημιουργεί μια σειρά προσωπικών εκμυστηρεύσεων.
Ο Κωτόπουλος με τη δύναμη των λέξεων δεν αρκείται μόνο στην καταγραφή της εσωτερικής εμπειρίας. Η ποιητική του θεμελιώνεται στο βίωμα, χωρίς να επιδιώκει να το μετατοπίσει σε βάθος χρόνου. Μέσα από το ατομικό όμως βίωμα ο ποιητής αφήνει ελεύθερο τον ακροατή/αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στην εμπειρία. Η εξομολογητική ποίηση διακρίνεται από συσχετίσεις μεταξύ των ποιημάτων που θεμελιώνονται σε πραγματικά περιστατικά, αναφέρονται σε αληθινά πρόσωπα και αρνούνται τη μετατροπή των οικείων λεπτομερειών σε καθολικά σύμβολα.
Το ατομικό βίωμα στην ποιητική του Κωτόπουλου δεν αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεση, αφορά το κοινόν, καθώς η ατομική εκδοχή λειτουργεί ως κοινωνική προβολή και ως ερμηνεία του κόσμου. Η ποίηση είναι μία τέχνη που προάγει δομές ελευθερίας οδηγώντας την κρίση του αναγνώστη από την αισθητικότητα στη διάνοια. Διατηρεί εγγενή την ιδιότητα μετατόπισης της αναστοχαστικής σκέψης και ιδεοποίησης των ψυχικών παραστάσεων. Το εξομολογητικό ύφος με την έμφαση που δίνει στο κοινωνικό, ως χώρο ποιητικής δράσης, δεν αποτελεί κάποια εγωκεντρική ανάγκη προβολής του ατόμου. Η προβολή του ιδιωτικού στο συλλογικό επαναφέρει την ποίηση στο κοινόν, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη λυρική σύμβαση των αρχαϊκών χρόνων με την κοινοτική διάσταση του ποιητικού εγώ.
Ο προσωπικός τρόπος αποτελεί και μία εξερεύνηση του εαυτού, ένα είδος που υποστηρίζει την ανάδειξη της προσωπικότητας. Και μέσα στο εξομολογητικό ύφος η νοσταλγία και η τρυφερότητα διατηρούν λειτουργικό ρόλο. Οι βιωματικοί συγγραφείς, σημειώνει ο Ζήρας για τον Ιωάννου, επιλέγουν ως εκφραστική οδό τον εξομολογητικό τρόπο μέσα από τη διατήρηση της μνήμης σε λειτουργία. Εισάγουν τον αναγνώστη/ακροατή στα βάθη του ψυχισμού, αφήνοντας να φανούν πτυχές της αλήθειας που κρύβουν τα φαινόμενα. Ξεχωρίζουν οι αντιελεγειακές συνθέσεις, οι οποίες συμπυκνώνουν την κοινωνική ειρωνεία του Κωτόπουλου με τη μνήμη (ο πιο γλυκός Νοέμβρης) και τον θρήνο (2/4/2014, εις μνήμην Μίμη(ν), Ίωνας και πάλι). Η ειρωνεία (οι σημαδούρες, το μεγάλο ποίημα, δωρεάν όλα, του αναγνώστη, εις μνήμην Μίμη(ν)) που αναδύεται από τη στιχουργική του Κωτόπουλου αφήνει ένα μειδίαμα στα χείλη του αναγνώστη, ενώ συχνά συμπληρώνεται από ένα “φωτεινό” κλείσιμο της σύνθεσης, ισορροπώντας ως αντίθεση στην προηγούμενη απογοήτευση (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, γ.σ. κοσμητείας…, επιτάφιος 2019 από Σκουφά, εννέα όγδοα, η αναίδεια της καλλιέργειας του κολάζ, Harrison’s cave, times Square του Αγίου Γεωργίου, μεγάλη Παρασκευή στο Cliff). Με τον τρόπο όμως αυτό αλλάζει τη συναισθηματική κλιμάκωση αντιστρέφοντας το ψυχικό φορτίο με μία αισιόδοξη οπτική μέσα στο σκοτεινό συναισθηματικό φόντο, ακόμη και ως απατηλή ελπίδα.
Τον στίχο του Κωτόπουλου χαρακτηρίζουν τα έντονα πεζολογικά στοιχεία εμπλουτισμένα με τη δυναμική της ρέουσας προφορικής γλώσσας. Ελλειπτικές προτάσεις και λόγος κοφτός ορίζουν την αφαιρετικότητα της εκφραστικής του και διαμορφώνουν μίλα ανατρεπτική φόρμα που διαφέρει από ποίημα σε ποίημα. Κάθε λέξη και κάθε σημείο στίξης είναι προσεκτικά τοποθετημένο, αποδομώντας συχνά τη λειτουργία της στίξης. Έτσι το ίδιο το κείμενο ορίζει τον τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας του. Η εκφραστική του είναι απλή, διαυγής, ειλικρινής ως τη γύμνωση του εσώτερου εαυτού και βιωματική. Όπως σχολίαζε ο Δάλλας για τον Αναγνωστάκη, η γλώσσα του Κωτόπουλου σε πολλές περιπτώσεις προσομοιάζει με εκείνη ενός ιδιωτικού ημερολογίου και μία γλώσσα που παραπέμπει σε ομιλούσα σκέψη. Σε μια τέτοια ποίηση ο τρόπος που αρμόζει είναι ο εξομολογητικός, ο χαμηλόφωνος λόγος με τους οικείους τόνους της καθημερινότητας. Η απλότητα της γλωσσικής του έκφρασης αποτελεί βασικό ειδοποιό χαρακτηριστικό, προσδίδοντας μία τάση υπαρξιακής προσέγγισης. Συχνά δε χρησιμοποιούνται γλωσσικοί τύποι από την οικεία διάλεκτο ή την αρχαΐζουσα ως έκφραση στοιχείων της ανθρώπινης συνείδησης και επαναδιαπραγμάτευσης της ποιητικής έκφρασης.
Ως ρητορική δομή το εξομολογητικό ύφος επιτρέπει στον ποιητή να αλλάζει τη θεματική εστίαση και να εισάγει διαφορετική γλωσσική διάλεκτο σε επιλεγμένους στίχους ως μία έκφραση ειρωνείας (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, times square του Αγίου Γεωργίου, εις μνήμην Μίμη(ν)). Παράλληλα, ο προσωπικός τόνος ως εκφραστική διέξοδος διαμορφώνει ένα σκηνικό ύφος. Είτε ως μονόλογος είτε με τα διαλογικά χαρακτηριστικά που ορίζουν το συχνό β΄ ενικό (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, επιτάφιος 2019 από Σκουφά, εννέα όγδοα, εξομολόγηση, η αναίδεια της καλλιέργειας του κολάζ) και η κλητική προσφώνηση (το ποίημα του Φραγκή, ΠΔΜ/ΠΤΝ/ΠΜΣ-ΠΜΣ-ΔΓ), μορφώνει μία δυναμική παραστατικότητα, ορίζοντας ένα υβρίδιο σκηνικής ποίησης (το ποίημα του Φραγκή, on the road). Η προφορικότητα και η απέριττη ρητορική υποστηρίζουν τη θεατρικότητα αυτή.
Η διαρκής αλλαγή του σκηνικού χώρου αποκαλύπτει στον ακροατή/αναγνώστη μία τάση διαρκούς μετακίνησης και ανατοποθέτησης. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Φλώρινα, Γιάννενα, Κέρκυρα, Κύπρος, Νέα Υόρκη και άλλα μέρη άμεσα ή έμμεσα αποτυπώνονται στα ποιήματα. Το ταξίδι (on the road, ex officio, Harrison‘s cave) και η διαρκής μετακίνηση φέρουν το εσωτερικό σκηνικό της κοινωνικής κριτικής με ενσωματωμένες παραστάσεις από την πανεπιστημιακή εμπειρία (γ.σ κοσμητείας…, on the road, ΠΔΜ/ΠΤΝ/ΠΜΣ-ΔΓ, δωρεάν όλα), της απογοήτευσης και του έρωτα (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, εννέα όγδοα, times square του Αγίου Γεωργίου) ή της απώλειας, ως βασικά και αμετάβλητα δομικά στοιχεία της ποίησής του. Ο ποιητικός τόπος του Κωτόπουλου ενσωματώνει ως χωροχρόνος την ερμηνευτική οπτική των ατομικών εμπειριών.
Στόχος του ποιητή δεν είναι να συναχθεί με τον εξουσιαστικό λόγο, αλλά να τον υπερκεράσει ως ελεύθερο κριτικό πνεύμα, να διαταράξει την κανονικότητα της γλωσσικής νόρμας και της συνείδησης. Η εξομολογητική διάσταση του προσωπικού βιώματος και του πόνου λειτουργεί ανατρεπτικά απέναντι σε μια κουλτούρα που αποδοκιμάζει τις εξομολογήσεις και επιβάλλει στους ανθρώπους να κρατούν τα κεφάλια τους κάτω στο νερό για μεγάλες χρονικές περιόδους (Eagleton). Είναι η άρνηση της ιδιωτίας και του ατομισμού που προβάλλει το φιλελεύθερο μοντέλο της εξουσιαστικής ιδεολογίας και η ενσωμάτωση του ατόμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Κοινωνικός ποιητής κατά βάση αποδίδει τα ανθρώπινα πράγματα με τομές που επιτρέπουν στον κοινό νου να δει πίσω από την επιφάνεια και να αντιταχθεί στις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Και αυτό ο Κωτόπουλος το υπηρετεί σταθερά εδώ και δεκαετίες.
Μα η ποίηση του Κωτοπούλου δεν είναι μονοδιάστατα κοινωνική ή καταλυτική. Διακρίνεται μία πολυθεματικότητα στα ποιήματά του (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, γσ κοσμητείας…, γενέθλια της καλλιέργειας του κολάζ, on the road, το μεγάλο ποίημα). Για τον Ασλάνογλου, με αφορμή τη δική του γενιά, η εξομολογητική ποίηση προσφέρει μια εκφραστική ευελιξία, προκειμένου οι ποιητές να μιλήσουν πιο άμεσα για το προσωπικό δράμα με τρόπο εύληπτο και πειστικό. Οι συνθέσεις ανοίγουν σε πολλαπλά συστήματα αναφοράς, καθιστώντας τελικά το ποιητικό κείμενο απροσδιόριστο. Παρόλο που ο αναγνώστης προβάλλει το νόημα στο κείμενο, καλά την αναγνωστική διαδικασία το ανακατασκευάζει με ενσωματωμένες σε αυτό επιλεγμένες λέξεις. Η ανάγνωση δεν αποτελεί ευθύγραμμη κίνηση. Παραφράζοντας τον Iser, ο Κωτόπουλος καταθέτει ένα αποτελεσματικό έργο που εξαναγκάζει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει με κριτικό τρόπο τον γλωσσικό κώδικα και να μετασχηματίσει λανθάνουσες πεποιθήσεις αποσταθεροποιώντας τους μετρημένους τρόπους αντίληψης και καθιστώντας την ποιητική του πληθυντική (ο πιο γλυκός Νοέμβρης, εξομολόγηση, θάνατος ή αντί επιλόγου).
Την πολυθεματικότητα υποστηρίζουν με τη λειτουργική τους θέση και οι τίτλοι των ποιημάτων. Η αναγνωστική πρόσληψη της ποίησης συνδέεται άμεσα και με τον τίτλο, καθώς αυτός συγκροτεί το εισαγωγικό τμήμα μιας σύνθεσης, αποτελεί μέρος της συνολικής εντύπωσης για το λογοτεχνικό έργο, καθώς θέτει τον τόνο και δημιουργεί μια προσδοκία. Ίσως είναι η πιο σημαντική λέξη/φράση, διότι είναι το πρώτο πράγμα που διαβάζει ή ακούει κάποιος. Και οι τίτλοι του Κωτόπουλου αποκαλύπτουν εξαρχής την εξομολογητική διάσταση της ποιητικής του, ενσωματώνοντας συχνά μία ειρωνική οπτική. Είναι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη της ερμηνείας του ποιήματος, καθώς με αυτόν αρθρώνεται το πρωταρχικό αίνιγμα ή ερώτημα που προσανατολίζει τον αναγνώστη (Barthes) και γίνεται το κλειδί της αλληγορίας ως ανοικειωτικό τέχνασμα. Είναι ένα ερμηνευτικό σχόλιο, το οποίο συχνά καλείται ο αναγνώστης να εξετάσει ή να συλλογιστεί ακόμη και μετά το πέρας της ανάγνωσης του ποιήματος, καθώς εκτός από ένα προνομιακό σημείο εισόδου αποτελεί και στοιχείο εξόδου από το ποίημα συμβάλλοντας στο συνολικό ερμηνευτικό απολογισμό του.
Μία προσέγγιση στην εξομολογητική ποίηση: η περίπτωση της ποίησης του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
24/09/2020