Η συλλογή διηγημάτων Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες, συγκροτεί τη δεύτερη πεζογραφική κατάθεση της Λεμεσιανής Νένας Φιλούση (προηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων Ας ρώταγες ποιον Αγαπώ που απέσπασε και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Διηγήματος το 2010, καθώς και τέσσερις ποιητικές συλλογές), η οποία για ακόμη μια φορά αναδεικνύει τη συνέπεια και την ποιότητα της διηγηματογραφίας της. Κι αυτό γιατί, η ανά χείρας συλλογή, διαθέτει το ακαταμάχητο δέλεαρ της απνευστί ανάγνωσης και αναδύει, όπως και το προηγούμενο βιβλίο της μια βαθιά συμπόνια για τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα, η οργανική, αλλά και πολλές φορές βιωματική σύλληψη του υλικού των διηγημάτων σε συνδυασμό με την εκφραστική, αλλά και αφηγηματικά λειτουργική και αισθητικά δόκιμη πραγμάτωσή του, καθιστούν, κατά την άποψή μου, την ανά χείρας συλλογή μια ευτυχή στιγμή. Συμπληρωματικά, η συγκέντρωσή των διηγημάτων σε λιτό και καλαίσθητο βιβλίο των εκδόσεων Βακχικόν λειτουργεί προσθετικά προς το επιδιωκόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.
Πιο συγκεκριμένα, η ανά χείρας συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα διηγήματά τα οποία διαδραματίζονται στην Κύπρο και στην Ελλάδα με χρονικό πυρήνα την κρίσιμη μετά την τουρκική εισβολή δεκαετία 1980. Με το εναρκτήριο, εξάλλου, εισαγωγικό κείμενο που τιτλοφορείται, όχι τυχαία κατά την άποψή μου, «INTRO» μεταφερόμαστε στη δεκαετία του 1980, ενώ εξελικτικά και μέσα από τις αναμνήσεις των ηρώων στα υπόλοιπα διηγήματα αγγίζουμε το χρονικό και τραυματικό όριο του 1922. Ο βασικός τώρα θεματικός άξονας της συλλογής ορίζεται από τις καθοριστικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, της πιο τρυφερής ηλικίας στη ζωή ενός ανθρώπου. Γι’ αυτό και η κριτική έχει ορθά επισημαίνει ότι η Φιλούση αποκαλεί τα διηγήματά της «τρυφερότητες» στον υπότιτλο του βιβλίου της. Ως προς αυτή την ερμηνευτική κατεύθυνση, ωστόσο, συμπληρώνω την έντονα ειρωνική χρήση του συγκεκριμένου υπότιτλου, καθώς οι ιστορίες δεν αποτελούν απλουστευτικά έναν ύμνο για μιαν ευτυχισμένη, ασφαλή, ανέμελη και φωτεινή παιδικότητα, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα και μιαν εξαιρετικά τραυματική και επικίνδυνη για τους ήρωες και τις ηρωίδες περίοδο, η οποία και καθορίζει τη μετέπειτα ζωή τους.
Η συλλογή, επομένως, δεν συνιστά μόνο μιαν παραδείσια επιστροφή στο λίκνο της παιδικής ηλικίας, αλλά ταυτόχρονα ανακινεί συνολικότερου εύρους κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και αδιέξοδα, τα οποία κυριαρχούν στην ελλαδική και κυπριακή, κυρίως, κοινωνία, η οποία έχει μόλις βιώσει το καθοριστικό ιστορικό γεγονός της τούρκικης εισβολής και τις ολέθριες επιπτώσεις της, που σημάδεψαν ανεξίτηλα κάθε πτυχή της κυπριακής καθημερινότητας και ζωής. Τα διηγήματα, επομένως, καταγράφουν και αποκρυπτογραφούν με κέντρο τον άνθρωπο θεμελιώδεις κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς (σεξουαλικές συμπεριφορές, οικογενειακές σχέσεις, αντιμετώπιση ασθένειας και θανάτου, σχέσεις των δύο φύλων κ.ά.) και αποκαλύπτουν εντέλει ένα αντιφατικό σύμπαν. Συμπλεγματικό, αρρωστημένο και υπανάπτυκτο από τη μια, ευαίσθητο και ανθρώπινο από την άλλη. Οι διαφορετικές τονικότητες προκύπτουν φυσικά από την αυξομείωση της απόστασης που χωρίζει κάθε φορά τον παρατηρητή από το αντικείμενο της περιγραφής του.
Η διάβρωση, επομένως, των κοινωνικών σχέσεων, ο συντηρητισμός-πουριτανισμός και η κοινωνική υποκρισία («ΓΕΝΕΘΛΙΑ», «ΨΑΡΙΑ»), η συνεχής καταπίεση της γυναίκας («Ο ΧΑΒΑΗΣ»), η μετανάστευση και η προσφυγιά («ΓΕΝΕΘΛΙΑ», «ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ», «ΣΙΩΠΗ»), η ξενιτειά («Ο ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΩΝ ΚΑΙ Η ΜΠΟ-ΜΕΚ»), η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός διαφορετικών από εμάς ανθρώπων («ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ»), η ανηθικότητα και η διαστροφή («ΨΑΡΙΑ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ»), ο κομματισμός, ο φανατισμός και o έντονος διπολισμός («INTRO», «ΕΟΚΑ – ΒΗΤΑ- ΞΑ-ΝΑ-ΧΤΥΠΑ»), η σκληρότητα των μικρών κοινωνιών και η ανωνυμία των πόλεων («Ο ΧΑΒΑΗΣ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ»), αποτελούν σημαντικά θέματα του βιβλίου, τα οποία συνυφαίνονται αντιθετικά-διαλεκτικά με τον φωτεινό κόσμο της παιδικής ηλικίας, του έρωτα, της φιλίας και της νεότητας («Η ΠΑΞΙΝΟΥ», «ΑΡΩΜΑ ΛΕΜΟΝΙ», «ΜΩΡΟ ΜΟΥ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ», «ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ», «Ο ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΩΝ ΚΑΙ Η ΜΠΟ-ΜΕΚ»). Μέσα, λοιπόν, από αυτή τη διαλεκτική δόμηση του βιβλίου αντιλαμβανόμαστε ότι η Φιλούση δεν επικεντρώνεται μονοδιάστατα σε δεσπόζοντα αφηγηματικά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά εξακτινώνεται, παράλληλα, εσωστρεφικά και παλίνδρομα προς τις δικές μας αγνοημένες και ενίοτε παραγνωρισμένες ή ακόμη για πολλούς αδιάφορες ανθρώπινες μορφές που περνούν δυστυχώς απαρατήρητες και αφήνουν αχρωμάτιστη τη δική μας καθημερινότητα.
Υπό τούτη την έννοια, η αφηγηματική ταλάντωση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, δεν αποτελεί παρά μια επιμέρους εκδήλωση της ευρύτερης διαλεκτικής ανάμεσα στην ιστορία και την ανθρώπινη ζωή που συντονίζει και διατρέχει τη συλλογή προς όφελος μιας βαθιάς και καλλιτεχνικά συνειδητοποιημένης καθημερινότητας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τη ρεαλιστική παρουσίαση ενός οικείου και ταυτόχρονα ξένου δράματος, με θύματα όπως πάντα, τα εκατομμύρια των ανθρώπινων υπάρξεων της μικρής ιστορίας, αυτής που στο επίπεδο της πεζής, αλλά ουσιώδους καθημερινότητας περιέχει το δράμα του κάθε ατόμου χωριστά ως πραγματικότητας απόλυτα συγκεκριμένης, μοναδικής και ανεπανάληπτης. Ενός δράματος που αποκαλύπτει εντέλει τη μέγιστη δυνατή συμφιλίωση με την ιστορική περατότητα του ανθρώπου και επομένως με την ειρωνική συνθήκη της ύπαρξής του.
Παρατηρώντας πιο προσεκτικά τα διηγήματα, συμπεραίνουμε ότι μέσα από ιδιοφυείς, αλλά ρεαλιστικές αφηγηματικές τροπές, ο προβληματισμός που απορρέει από τη δραματική σύγκρουση κάθε φορά προσώπων, αντιλήψεων και ιδεών, αλλά ταυτόχρονα και από τις αφηγηματικές λύσεις που δίνονται, δεν φωτίζεται μόνο το πολιτικοκοινωνικό πεδίο, αλλά κυρίως το ανθρώπινο. Γι’ αυτό, πιστεύω τον λόγο, αν και στο σύνολο της συλλογής υπάρχει μια εμφανής βιοθεωρία, εντούτοις ουδέποτε μετατρέπεται σε λογοτεχνικά επιβλαβές κήρυγμα, διδακτισμό ή δόγμα. Η εντύπωση που αφήνει, επομένως, η ανάγνωση των διηγημάτων της ανά χείρας συλλογής, είναι ότι θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως μικρά θεατρικά ή κινηματογραφικά μονόπρακτα. Καθένα ξεχωριστά θα μπορούσε να γίνει ταινία μικρού μήκους και όλα μαζί μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια μια πολυφωνική αφηγηματική σύνθεση που θα στηριζόταν στην εναλλαγή φωνών και πρισμάτων, σε μια απόπειρα απόδοσης όλων των διαφορετικών και ενίοτε αντιθετικών πλευρών της συγκεκριμένης θεματικής. Σε συγκεκριμένα μάλιστα διηγήματα (π.χ. «ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ», «ΣΙΩΠΗ») παρατηρείται μια κινηματογραφική οπτική, που βασίζεται στην ξαφνική ανάδυση εικόνων στην αφήγηση (αναδρομές-προλήψεις), που ανάλογα με τον κυματισμό της μνήμης των ηρώων παλινδρομούν απρόσμενα στον χρόνο.
Εστιάζοντας περισσότερο στις αφηγηματικές τεχνικές της συλλογής παρατηρούμε την κυρίαρχη παρουσία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και του ομοδιηγητικού αφηγητή (τα 12 από αυτά είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο και μονάχα ένα από αυτά σε δεύτερο ενικό), τεχνικές που προδίδουν την εξομολογητική διάθεση της συγγραφέως και προσδίδουν αντικειμενικότητα και αληθοφάνεια. Παράλληλα, η σύντομη αντικειμενική αφήγηση, η καθαρότητα στη διαγραφή των χαρακτήρων και των επεισοδίων, η λεπτή ειρωνεία και το έξυπνο χιούμορ, η πειστικότητα και η αντικειμενικότητα στην περιγραφή, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερες ερμηνευτικές παρεμβάσεις, και οι σύντομοι, αλλά πυκνοί διάλογοι, δικαιώνουν και, κατά την άποψή μας, διακρίνουν τη συγγραφέα. Γενικά, υποστηρίζουμε με βεβαιότητα ότι η συλλογή διακρίνεται για την αφηγηματική μαστοριά και για τη χάρη και τη νοστιμιά του λόγου. Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι αναμφίβολα η δωρική επάρκεια και η αποτελεσματικότητα του ύφους. Λόγος αψιμυθίωτος, εμπράγματος, που κατορθώνει να δαμάσει το συγκινησιακό του φορτίο και επιτυγχάνει να εκφράσει με ευθυβολία το καίριο και το ουσιώδες.
Στα θετικά της συγκεκριμένης συλλογής, συγκαταλέγονται επίσης, κατά την άποψή μου, αφενός η δεινότητα της Φιλούση στην ανάδειξη όχι μόνο της γυναικείας, αλλά και της ανδρικής ψυχοσύνθεσης και αφετέρου η λειτουργική προσγείωση των ηρώων στη γλωσσική τους πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμέναμε τη χρήση π.χ. της κυπριακής διαλέκτου, της κοινής, νεανικού και λαϊκού λεξιλογίου, αυθόρμητης γλώσσας και διαλόγου οικοδομείται εξελικτικά μια δυναμική ετερογλωσσία και γλωσσική πολυφωνία, για να θυμηθούμε τον Μπαχτίν, που προσδίδει δραματικό βάθος και υφολογική πολλαπλότητα. Μπορεί, με άλλα λόγια, να διακρίνει κανείς στη συλλογή μια ελεύθερη συνδυαστική γλώσσα με διαρκείς ταλαντώσεις ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό, ανάμεσα στις μνήμες και στις προβολές, η οποία μάλιστα καθρεφτίζει το απρόοπτο και την περιπλοκότητα της ζωής και συνθέτει εν τέλει ένα ελκυστικό, μοναδικό, πεζογραφικό τοπίο.
Συνοψίζοντας, η Νένα Φιλούση, με την πρόσφατη, δεύτερή της πεζογραφική κατάθεση επεκτείνει, συμπληρώνει και μετουσιώνει σε κατασταλαγμένα και αισθητικά άρτια διηγήματα τους κύριους άξονες της ποιητικής και της θεματικής της. Με παραστάτη το ποιητικό της ένστικτο και το αφηγηματικό της ταλέντο παράγει αναμφισβήτητα έργο λειτουργικό και ώριμο. Πιο συγκεκριμένα, ο οξύς ψυχογραφικός πυρήνας του βιβλίου, η συνεχής διαπλοκή ονείρου-μνήμης και πραγματικότητας, η παρουσία των αρχετύπων και οι πολλαπλές αναδυόμενες σημασίες και, τέλος, ο γοητευτικός συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας στην αφήγηση μαζί με μια γόνιμη απροσδιοριστία και μια ροπή στο απροσδόκητο, συγκροτούν, κατά την άποψή μας, ένα δυναμικό αφηγηματικό δίκτυο, που ασκεί αβίαστη γοητεία. Γι’ αυτό τα διηγήματα της ανά χείρας συλλογής συγκεντρώνουν καίρια βιώματα και εμπειρίες ζωής σε ένα άρτιο και με μόχθο προετοιμασμένο έργο και αποδεικνύουν εμπράκτως πόσο σημαντική είναι η διηγηματογραφία στην Κύπρο.
* Νένα Φιλούση Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες (Βακχικόν 2022)