Scroll Top

Ερωτικός τραυματιοφορέας: σχόλια πάνω στη συλλογή του Νικόλα Κουτσοδόντη Μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι – Κριτική από τον Παναγιώτη Νικολαΐδη

   Όταν η ιστορική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί ένα μηχανισμό παραλυτικής συμπίεσης, που οδηγεί την ύπαρξη στα ακρότατα όριά της μηχανευόμενη, μάλιστα, μεθόδους προκειμένου να τη συνθλίψει ή να την αποσχηματίσει, το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο που συλλαμβάνει και μορφοποιεί αυτή την πραγματικότητα αυξάνει αναπόφευκτα, αλλά καθοριστικά την ένταση του ποιητικού του λόγου, αποβάλλει τη μονόχορδη σύσταση μιας τετριμμένης λυρικότητας και ανάγει την ιστορία σε αντικειμενικό υπαρξιακό βίωμα, στο οποίο δεσπόζει η δραματικότητα. Ευδιάκριτη, λοιπόν, η πολυδιάστατη υφή της ιστορικότητας και το στοιχείο του κοινωνικού προβληματισμού στην πρόσφατη δεύτερη ποιητική συλλογή, του Νικόλα Κουτσοδόντη Μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι από τις εκδόσεις Θράκα (2021), η οποία αντανακλά αφενός μεν τους προβληματισμούς του ποιητή για την εποχή του και τον τόπο του, αφετέρου δε το εύρος των κειμενικών αναγνώσεων και ενδιαφερόντων του. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια αξιόλογη συλλογή, η οποία, παρά το γεγονός δεν είναι αισθητικά ισοϋψής, εντούτοις είναι υφολογικά ομοιογενής και διαθέτει αφενός εσωτερική βιωματική συγκίνηση και αφετέρου κοινωνική κριτική, πρωτοτυπία και δύναμη.

   Πιο συγκεκριμένα ο προκλητικός τίτλος του βιβλίου δεν φωτίζει μόνο εκδοτικά, αλλά πρωτίστως θεματικά και μορφολογικά τις εξομολογητικές στιγμές ενός ομοφυλόφιλου εγώ που ασφυκτιά σε ένα άξενο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Ενός νεαρού άνδρα που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο κήτος μιας απρόσωπης και εχθρικής κοινωνίας και που αρνείται να αποτάξει τον ερωτισμό και την ιδεολογία του. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι κόντρα σε αυτή την τραυματική, αλλοτριωτική και ισοπεδωτική κοινωνική πραγματικότητα, το ποιητικό υποκείμενο δεν παραδίδεται αμαχητί, αλλά αντιστέκεται σθεναρά, διαθέτοντας ως κύριο όπλο μια ανατρεπτική οπτική του κόσμου. Πρόκειται στην ουσία για μια ποιητική όραση που αφαιρεί ουσιαστικά από τα πράγματα την κοινή θέα και θέασή τους, βάζοντας στη θέση τους το δικό της ιδιάζον, λοξό κοίταγμα, το οποίο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αναποδογυρίζει με παιγνιώδη διάθεση τους ασφυκτικούς κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και το ψέμα, την ορατή επιφάνεια των πραγμάτων και την κοινή λογική.
   Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γλωσσική μορφή έρχεται σε αντιστοιχία με αυτή την τραυματική αίσθηση του κόσμου. Για τούτο η ποιητική γλώσσα συχνά εξαντλεί τους κανόνες της σύγχρονης σύνταξης και μορφολογίας. Διαφαίνεται, επομένως, μια συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης του ελλοχεύοντος διφορούμενου, ασυνήθιστοι τρόποι κάλυψης συντακτικών θέσεων και συχνά καταστρατήγηση της συντακτικής συνοχής, επιμονή σε παρατάξεις, χρήση μεταφορών και άλλων ρητορικών σχημάτων. Σημαίνουσα, τέλος, για μια τέτοια ποιητική συναρμογή παρελθόντος και παρόντος, διαχρονίας και επικαιρότητας, είναι ασφαλώς η συχνή εναλλαγή πεζού και ποιητικού, γραπτού και προφορικού ύφους και άρα η συμπαράθεση ή ακριβέστερα η συγκρουσιακή σύζευξη ιδιωμάτων που τονίζουν τη διάσταση της γλωσσικής μνήμης.
   Κάτω από αυτό το πρίσμα, η σύζευξη λέξεων από διάφορα γλωσσικά περιβάλλοντα (καθημερινό, λυρικό, ρεαλιστικό, φανταστικό, σκληρό, ξενικό κ.ά.) προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη μύησή του σε ένα απαιτητικό ποιητικό ιδίωμα στη μορφή του οποίου φαίνεται να συντίθεται και να αποσυντίθεται ο λόγος της παράδοσης. Το ανά χείρας βιβλίο, επομένως, αν και σε μερικά σημεία βαραίνει από υπερβολή ή ευκολία, επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά την πρόθεση του ποιητή να προσεγγίσει την ποιητική γλώσσα ριψοκίνδυνα. Σημαντικό στοιχείο ως προς την ιδιάζουσα γλωσσική ταυτότητα του βιβλίου αποτελεί το γεγονός ότι αυτή η τραυματισμένη ενότητα του κόσμου, δεν εκφράζεται, βεβαίως, με μια νηφάλια, στοχαστική, κατακερματισμένη, μοντέρνα ποιητική έκφραση διαμορφωμένη κατά το παράδειγμα του Σεφέρη, αλλά με ένα ύφος που προδίδει από τη μια εσωτερική, βιωματική συγκίνηση και από την άλλη με μια βίαιη συναρμογή γλωσσών και κειμένων μέσα στο ποιητικό σώμα, που λειτουργεί ως ένας γλωσσικός καθρέφτης της ετερομικτικής νεοελληνικής κοινωνίας.
   Έτσι, μέσα από εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους, αντιθετικές και απροσδόκητες, καθώς τόποι, χρόνοι, γλωσσικά στρώματα και ιδιώματα συμπλέκονται αξεδιάλυτα, ο ποιητής εκθέτει οριακές καταστάσεις, μιλά για ρήγματα συνειδήσεων, για διχασμό της προσωπικότητας, για πολιτική και κοινωνική βία, για το παράλογο της ιστορίας και της ανθρώπινης ύπαρξης, μα και συνάμα για την αστείρευτη ομορφιά της ζωής. Επιχειρεί, με άλλα λόγια, να συλλάβει την κομματιασμένη σύγχρονη του πραγματικότητα με όρους τραγικούς και να συντάξει την τραγωδία της γενιάς του. Συνοψίζοντας, ο Νικόλας Κουτσοδόντης, ειρωνικός και τραγικός, ριζοσπαστικός και προκλητικός, αντιφατικός, ερωτικός και ευαίσθητος, κατάφερε σε αυτό το βιβλίο να εκφράσει τις εμπειρίες του, χωρίς ποτέ να χάνει από τον ορίζοντα της επιθετικής γραφής του τις ισχυρές μεταδονήσεις του μοντέρνου ή το απροσμέτρητο ακόμη βάθος της μεταμοντέρνας αγωνίας.Κουβέντα με τη μαγείρισσα


Όταν τις νύχτες καταλαβαίνω
πως δεν ξέρω τι θέλω
έρχεται η σελήνη τετράγωνη
σαν καναπές με κρόσσια
και γίνεται τραυματιοφορέας.
Eίμαι αλήτης
και σβήνω τη λέξη Θεός
από τις «Σκέψεις» του Πασκάλ
είμαι πλημμυροπαθής και δεν
μπορώ να κλάψω
έχω σιχαθεί το νερό
ετούτα αφηγήθηκα
στη μαγείρισσα του πόστου οχτώ με τέσσερις
όταν μου ζήτησε μασάζ
μονάχα δεν της είπα
πως ερωτεύτηκα τον γιο της
που πέρασε προχτές περιοδεύων
γιατί τον περιέγραψε
όπως μονάχα μάνες περιγράφουν

και τ’ όνειρό μου σελαγίζει
στον ανθρώπινο βυθό.

Νικόλας Κουτσοδόντης Μόνο κανέναν μη μου φέρεις στο σπίτι (Θράκα 2021)