Μεταξύ παραμυθιού και ποίησης
Τα αφηγήματα της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν Ο άνθρωπος που δεν είχε δει ποτέ τη βροχή (ΑΩ 2019) εκπέμπουν την ομορφιά της παλιάς δαντέλας της γιαγιάς. Κινούνται στον χώρο του υπερρεαλισμού και της αλληγορίας και αφορούν μυθοπλασίες στις οποίες τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό παραβιάζονται και οι συμβάσεις της αληθοφάνειας καταρρίπτονται. Οι ιστορίες οδηγούν σε εντελώς ανατρεπτικές λύσεις που ευαισθητοποιούν τον αναγνώστη με τους συμβολισμούς τους. Σε χρόνο άχρονο,όπως το παραμύθι, σε τρίτο ή πρώτο ενικό πρόσωπο, τα διηγήματα της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν εντυπωσιάζουν με τον σοφά μελετημένο λόγο τους.
Είκοσι οχτώ ιστορίες μινιμαλιστικής αισθητικής. Ασυνήθιστες ιστορίες, που προκαλούν σασπένς και σαγηνεύουν με τη φαντασία. Κείμενα γοητευτικά, λεπτοδουλεμένα και ευανάγνωστα, με μύθους και σύμβολα που δείχνουν πώς το φανταστικό και το συμβατικό, το υπερφυσικό και το φυσικό αλληλεπιδρούν, καθορίζοντας συχνά τη ζωή των ανθρώπων και των λαών.
Τo κύριο πρόβλημα που θέτουν είναι ο χρόνος. Ο άνθρωπος μέσα στον χρόνο. Μεταφυσικός ο προβληματισμός, εμπεριέχει τη μεγαλύτερη αγωνία του ανθρώπου, αυτήν της φθοράς. Οι μυθαφηγήσεις ωστόσο της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν πετυχαίνουν να διαμορφώσουν ένα κλίμα παραμυθητικό που γαληνεύει τον αναγνώστη. Σε αυτό συμβάλλουν οι καταπληκτικές εικόνες και ο εικαστικός τρόπος αφήγησης. Σαν πίνακες ζωγραφικής τα μικρά αφηγήματα με την έντονη ποιητικότητα και τους θεατρικούς τίτλους που διηγούνται από μόνοι τους μια ιστορία.
Ενδεικτικά: Φυλακή. Η μπουάτ. Το μπουκάλι. Το ρολόι. Ο γλύπτης. Ο άνθρωπος που δεν είχε δει ποτέ τη βροχή. Το σαλόνι. Ο άδειος καμβάς. Διάδρομος 73. Το δείπνο. Το πορτραίτο Το αγόρι και το σπίτι. Οι λευκές κούνιες. Ο Συντηρητής. Το αρχοντικό. Η σκάλα.
Υπερβατικά, άλογα και μυστηριακά τα διηγήματα της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν, έχουν τη μουσική, τα χρώματα και τη θάλασσα κυρίαρχα μοτίβα. Χρώματα και ήχοι ζευγαρώνουν με τον λόγο, τον γονιμοποιούν και δημιουργούν ένα ονειρικό αποτέλεσμα. Το εγώ, καθώς εξέρχεται από το υποσυνείδητο, σπάζει τα λογικά δεσμά της συμβατικότητας. Τα όρια καταλύονται και η πραγματικότητα εμφανίζεται σαν παραμύθι.
Οι προτάσεις αρθρώνονται κατά το πρότυπο των λαϊκών αφηγήσεων. Η αφήγηση, σε χρόνο παρελθοντικό, σαν συμβολικό όνειρο. Ο συνειδητός χώρος αναμειγνύεται με τον ασυνείδητο, η πραγματικότητα με την υπερπραγματικότητα, σε μια αμφίδρομη και πολύπλευρη σχέση. Μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ σκιάς και ονείρου, οι ιστορίες της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν μιλούν για τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου, για τη μοναξιά, την ταυτότητα, τα απωθημένα, την ενηλικίωση, την αυτογνωσία.
Τώρα έβλεπε καθαρά πόσο όμορφος ήταν ο κύκλος της ζωής. Τώρα θαύμαζε τη φροντίδα της φύσης απέναντι στον άνθρωπο. Μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο βρίσκει κανείς την ευτυχία. (Ο συντηρητής, σελ. 70)
Τα αφηγηματικά τόξα οδηγούν σε κορυφώσεις απόλυτες και σαρωτικές. Οι εικόνες διαθέτουν κινηματογραφική γοητεία, ενώ η αφήγηση εκπέμπει ημερότητα και παιδική αθωότητα. Αξίζει να τονιστεί η ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση με τις μικρές αισθητικές παρεμβάσεις του οίκου ΑΩ, που κάνουν τη συλλογή ξεχωριστή και από τεχνικής απόψεως.
Παρηγορητικά, λοιπόν, και ευφάνταστα τα αφηγήματα-παραμυθοποιήματα της Ρουμπίνας Γκουγιουμτζιάν Ο άνθρωπος που δεν είχε δει ποτέ τη βροχή, γεμάτα εικόνες και χρώματα που δημιουργούν έναν στρόβιλο αισθήσεων στον αναγνώστη ο οποίος και παραδίνεται στη δύναμή τους.
Φυλακή
Ο πατέρας τοποθέτησε και το τελευταίο βιβλίο στη στοίβα. Είχε φτιάξει ένα μικρό οχυρό από βιβλία, μέσα στο οποίο καθόταν υπομονετικά ο επτάχρονος γιος του. Κοιτούσε επίμονα τον πατέρα του, όσην ώρα εκείνος καταπιανόταν με αυτή την παράξενη κατασκευή δίχως να μιλά, περιμένοντας μιαν εξήγηση. Ήταν αυτό κάποια τιμωρία ή μήπως ένα παιχνίδι; H έκφρασή του ήταν αινιγματική.
Μόλις μπήκε και το τελευταίο βιβλίο στη θέση του, κοίταξε τον γιο του γεμάτος στοργή και τον ρώτησε:
«Γιε μου,μπορείς να φανταστείς πώς μοιάζει η φυλακή;»
Το παιδί κοίταξε τα βιβλία που υψώνονταν γύρω του κι απάντησε:
«Κάπως έτσι…»
«Ο μόνος τρόπος για να βγεις έξω είναι να διαβάσεις τα βιβλία» είπε χαϊδεύοντάς του το κεφάλι. «Τότε μόνο θα είσαι πραγματικά ελεύθερος. Διάλεξε τώρα ένα και πάμε να το διαβάσουμε!»
Μεταξύ παραμυθιού και ποίησης