Η Ρέα Γαλανάκη, στα Διηγήματα (Καστανιώτης 2020), συγκεντρώνει όσα μικροφηγήματα κατέγραψε από το 1984 έως το 2018. Έντεκα αραχνοΰφαντες μυθαφηγήσεις, πολύτιμη παρακαταθήκη στην ελληνική λογοτεχνία και με τη δημιουργική φαντασία του μαγικού ρεαλισμού, γραφή ριζοσπαστική που συγγενεύει με τον υπερρεαλισμό:
Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα. Οι Κούρδοι της Πάτρας. Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι. Το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Δύο χιλιάδες κεριά για τα γενέθλια του μηδενός. Καινούργιο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο. Ένας άντρας καμωμένος από λέξεις. Μαυρόασπρο. Τα αόρατα και τα ορατά. Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη. Η ιστορία της Όλγας.
Ο μαγικός ρεαλισμός στην πεζογραφία διατήρησε το περιγραφικό στοιχείο και την ουμανιστική έμφαση του ρεαλισμού στον ανθρώπινο πόνο. Διήθησε ωστόσο τις ανησυχίες του μέσα από το φίλτρο μεταμοντέρνων τεχνικών, όπως του αυτοσυνείδητου αφηγητή, της μη γραμμικής αφήγησης και της σκιαγράφησης χαρακτήρων χωρίς ψυχολογική υπόσταση. Κατέρριψε παράλληλα τον παραδοσιακό διαχωρισμό του φανταστικού από το συμβατικό, του υπερφυσικού από το φυσικό, του υποκειμενικού από το φυσιολογικό, σε μια απόπειρα να καταδείξει μέσα από μύθους και επαναλαμβανόμενα σύμβολα τον τρόπο με τον οποίο όλες οι παραπάνω σφαίρες αλληλεπιδρούν, ώστε να καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων και το πεπρωμένο των λαών.[i]
Στα Διηγήματα της Ρέας Γαλανάκη υιοθετούνται περίτεχνες κειμενικές διεργασίες. Το αποτέλεσμα είναι ο χώρος και ο χρόνος συχνά να θρυμματίζονται και να προσαρμόζονται στη ροή της συνείδησης. Η οπτική γωνία του αφηγητή σε πολλά διηγήματα να διολισθαίνει αλλεπάλληλα και ανεπαίσθητα και ο εσωτερικός μονόλογος να εναλλάσσεται με την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Το ελεύθερο παιχνίδι των συνειρμών θεματοποιεί ακόμη και τη διαδικασία της δημιουργίας (αυτοαναφορικότητα).
Αρμός των τεχνικών αυτών, που αποτελούν αναμφισβήτητα στοιχεία νεωτερικότητας στη γραφή της Ρέας Γαλανάκη, είναι το μεταμοντέρνο παιχνίδι της αιώρησης ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, την υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα. Τα διηγήματα, αποσυνδεδεμένα συνήθως από τη γραμμικότητα και τους κανόνες της λογικής, διαμορφώνουν ένα κλίμα υπερρεαλιστικό, σχεδόν μαγικό, με αλληγορικά νοήματα που εκπέμπουν από τον αστερισμό της πολύ υψηλής λογοτεχνίας.
Η αναπαράσταση της πραγματικότητας στα διηγήματα της Γαλανάκη επέρχεται μέσα από τις αισθήσεις. Ο λυρισμός είναι κυρίαρχος. Το φαντασιακό εφορμά επί του πραγματικού, με αποτέλεσμα η σχέση της αφήγησης με την αντικειμενικότητα να αλλοιώνεται, η μνήμη να συμφύρεται με την πραγματικότητα, το τραγικό με το τρυφερό.
Οι μυθοπλασίες που δημιουργούνται από τις επιδρομές του φαντασιακού στο πραγματικό είναι αριστουργηματικές. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτές παίζει το όνειρο, μέσο πρόσβασης στον έσω κόσμο. Το συνειδητό έτσι ενώνεται με το ασυνείδητο, χωρίς ωστόσο ο λόγος να αποδιαρθρώνεται και να χάνει το νόημά του. Αντίθετα, αφήνει να κυριαρχεί το ποιητικό στοιχείο και να ξεχειλίζει η φαντασία. Οι χαρακτήρες που πλάθονται με τον τρόπο αυτό προικίζονται με μαγικά χαρίσματα, ο υλικός κόσμος παρουσιάζεται με μανδύα φανταστικό, ενώ οι κοινοτοπίες απουσιάζουν παντελώς.
Το άλογο έτριβε τη μουσούδα του πάνω σε κάτι ξερά χόρτα, ευχαριστημένο που ακόμη συνέβαιναν θαύματα κι έτσι κανείς δεν θα το ενοχλούσε, αφού οι φύλακες και οι τουρίστες είχαν πετρώσει για να αφήσουν τη μνήμη μου να ελιχθεί ωσάν χταπόδι ζωγραφισμένο στην κοιλιά μινωικού αγγείου. Η μνήμη έτσι ελίσσεται στα θαύματα. Όπως είχαν πετρώσει και τα πρόσωπα των πιο στενών μου φιλενάδων, αν και μπορούσα ακόμη να διακρίνω πίσω από το μαυρόασπρο πρόσωπό τους στη φωτογραφία τον έρωτα ν’ αναρριπίζει τους εφηβικούς δραματικούς μας μονολόγους. Αυτός ο κήπος ήταν το εξομολογητήριο των φιλενάδων, εδώ οι έρωτες, ακόμη και οι πιο πλατωνικοί, μιλούσαν ή μιλιούνταν με λόγια από παλιά μυθιστορήματα ή από παλιά έπη, γεμάτα αυστηρούς γονείς και ανυπάκουες θυγατέρες.
ΜΑΥΡΟΑΣΠΡΟ
Η Ρέα Γαλανάκη εστιάζει στη γλώσσα και την απογειώνει. Οι περιγραφές των περιοχών όπου διαδραματίζονται οι διηγήσεις, σαγηνεύουν. Η ανεπιτήδευτη ομορφιά της φύσης μεταφέρεται με τρόπο ανιμιστικό, με ύφος και λέξεις ζείδωρες, που την καθιστούν μέρος της μυθοπλασίας.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στα περιβόλια, που απλώνονταν σε φαρδιές πεζούλες προς τα κάτω, προς το κοντινό ποτάμι. Μερικές λεμονιές ρέλιαζαν κατά διαστήματα τις πεζούλες αναδίδοντας την ευωδιά των πράσινων καλοκαιρινών τους φύλλων, τη μνήμη ακόμη των βραχύβιων εαρινών τους λουλουδιών. Ίσως υπήρχαν μερικά λεμόνια, μα δεν μπορούσα να τα δω, γιατί είχε νυχτώσει, άκουγα όμως το σαν γρύλου τρίξιμο που κάνει ο καρπός φυλακισμένος μες στη φλούδα του.
ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΑΤΑ
Η στιβαρή εικονογραφία μπολιάζει τη μυθοπλασία με τη γεωγραφία, την ιστορία και τους μύθους των περιοχών, συχνά με τρόπο αναστοχαστικό για το σήμερα. Τοευρύ φάσμα των λέξεων που χρησιμοποιείται αναδεικνύει τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Παράλληλα επιτρέπει να εκφραστούν με ακρίβεια οι λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων, αλλά και να δεθούν αρμονικά οι αφηγήσεις με την παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό.
Στα Διηγήματα της Ρέας Γαλανάκη κυριαρχεί το πάθος. Πολύχρωμες εικόνες και αφηγήσεις οπτικοποίησης-οράματος. Ο σοφά δομημένος λόγος δεν επιτρέπει ούτε μια λέξη περιττή. Η σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, της νεότητας με την ωριμότητα, του παραμυθιού με την πραγματικότητα, του θανάτου με τη ζωή, επιτελούνται αριστοτεχνικά και με μοναδική ανατρεπτικότητα, ενώ η αφήγηση περιέχει μουσικότητα. Το αίσθημα της νοσταλγίας, ο προσωπικός απολογισμός, οι σκηνές από την παιδική και εφηβική ηλικία προσδίδουν ιδιαίτερη γοητεία στα διηγήματα.
Η συναρπαστική κειμενική εφευρετικότητα στα Διηγήματα της Ρέας Γαλανάκη οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ευφάνταστο, όσο και ιδιαίτερα τερπνό-γοητευτικό, μυθοπλαστικό ταξίδι. Η Ρέα Γαλανάκη, όποιο θέμα και αν πραγματεύεται, γνωρίζει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κυρίως να υποβάλλει με την τεχνική, τα συναισθήματα, τους στοχασμούς, τη χρήση της γλώσσας. Αναμφίβολα μία από τις σπουδαιότερες συγγραφείς της εποχής μας.
Κουβάλησε στο κελί της μεγάλες πήλινες γλάστρες και φύτεψε πόθο, φυτό που αγαπά τη σκιά. Ο πόθος μεγάλωσε τόσο πολύ, που χρειάστηκε να τον στερεώνει με σπάγκους και να φτιάξει έτσι ένα δεύτερο ταβάνι με πράσινα φύλλα κάτω από το πραγματικό. Αγόρασε κατόπιν έναν παπαγάλο και κρέμασε το γαλάζιο του κλουβί κοντά στα κάγκελα του παραθύρου. Αργά το απόγευμα, έβγαζε την καρέκλα της σε νοερή βεράντα και κουβέντιαζε με τον παπαγάλο σαν να ήταν άνθρωπος, ενώ παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού, μέσα από τα καρδιόσχημα φύλλα του πόθου, τον εαυτό της φωτισμένο από το τρυφερό λυκόφως να ξαναζεί όσα ξαναζεί κανείς αργά και σε ώρες του οίκτου.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ
[i] Martin Travers, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μετάφραση Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλία, Βιβλιόραμα, 2005, σελ. 381.
Βιβλιογραφία
Βαρελάς, Λ., Βογιατζόγλου, Α., Γαραντούδης, Ε., κ. ά. Νεοελληνική φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, Β΄έκδοση, 2008, σελ. 432-433.
Travers, Martin, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μετάφραση Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλία, Βιβλιόραμα, 2005, σελ. 380-386.