Τη ζωή μας όλη περιβάλλουν φαντάσματα. Μαθαίνουμε να ζούμε μαζί τους με αναμνήσεις θολές, στρεβλές, οργισμένες ή αγαπητικές, κάποτε ανάποδες, σε κάθε περίπτωση αιχμηρές. Χαϊδεύοντας κάκτους και βάτα τιθασεύουμε κάθε αγκάθι χωριστά να πατιέται σαν πλήκτρο κι έπειτα να σφηνώνει στη θήκη του χωρίς σημείο επαναφοράς. Ανάμεσα στη θέαση και τη βίωση του κόσμου μέσα από το καλειδοσκοπικό πρίσμα της αγάπης, ο ποιητής φαίνεται να προτιμά τη δεύτερη, αφήνοντας την ασφαλή παρατήρηση και επιλέγοντας το οδυνηρό άγγιγμα των ακάνθινων διαδρομών και σχέσεων της ζωής, δουλεύοντας επιτυχώς τον παράγοντα «οικειότητα» σε ένα γλωσσικό περιβάλλον αρκούντος δραστικό όσο και δραματικό με την χρήση ενός τύπου ελλειπτικής αφήγησης που φέρει ουσιαστικά ποιητικά στοιχεία συμπαγούς δομής, σύνθεσης, νοήματος και ρυθμού χωρίς να γίνεται η χρήση τους στομφώδης, διδακτική, φλύαρη ή υπερβολική έτσι ώστε να ζημιώνει το αποτέλεσμα.
Είναι εντυπωσιακό ότι σε μια εποχή που ταλανίζεται από τη σύγχυση των ταυτοτήτων, της κρίσης, της αμφισβήτησης και της αποδόμησης των φύλων, υπάρχουν άρρενες ποιητές όπως ο Ηλίας Κουρκούτας που μιλούν τολμηρά μέσα από την ποίησή τους για τα πάθη και τα λάθη του φύλου τους, κάτι που μέχρι τώρα καταλογίζονταν με ένα άρωμα υποτίμησης στις γυναίκες και τη «γυναικεία γραφή» τους. Στο πρώτο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Συναντήσεις με τον πατέρα» με επίκεντρο την εμβληματική θέση του πατέρα ο Ηλίας Κουρκούτας περιελίσσει σφιχτά την ποιητική του σύλληψη γύρω από τον κορμό της ιδιότητας που διαμορφώνει πρότυπα και συμπεριφορές, χωρίς όμως να πέφτει στη συνήθη παγίδα μιας ματαιόδοξης, ναρκισσιστικής αυτοαναφορικότητας. Ο ποιητής ξαπλώνει άνετα στο ντιβάνι του ψυχολόγου, άλλοτε διαχωρίζοντας κι άλλοτε παντρεύοντας το φύλο με τον εαυτό του, προβαίνοντας σε μια σειρά εξομολογήσεων για τους άντρες, για τους πατέρες, για τους πατέρες που δεν έγιναν ποτέ πατέρες και που όταν εξομολογούνται μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό. Ακολουθούν στίχοι από το ποίημα «Συναντήσεις με τον πατέρα»: «Είδα τον πατέρα στο καφενείο να πίνει/ ήταν ηλεκτρολόγος/ έδινε φως στα παιδικά δωμάτια/ στα σαλόνια τα απογεύματα/ να βλέπουν οι γέροι τηλεόραση/ να μην πεθαίνουν από θλίψη/ Ο κόσμος είναι γεμάτος πατέρες/ που δεν έγιναν ποτέ πατέρες/ Πέφτουμε και σηκωνόμαστε/ σηκωνόμαστε και στεκόμαστε για να ισορροπήσουμε/ πιανόμαστε από τις χειρολαβές των λεωφορείων/ ακουμπώντας στις καρδιές των άλλων
Ο ποιητής δίνει την πρέπουσα προσοχή στη υποδειγματική διαχείριση ενός πανανθρώπινου, όσο και δύστροπου θέματος -αυτού της αγάπης- που στα χέρια του ευτυχεί και δεν καταλήγει άδοξα σε κλισέ.
[…]και οι άντρες;/ οι άντρες είναι οντότητες παράξενες,/ πνεύματα αμφίβολα,/ όνειρα ηλεκτρισμένα/ και κεραυνοί στη θάλασσα/ σκοτώνονται για να σκοτώσουν/ γιατί φοβούνται τη ζωή/ και το μελάνι της αγάπης
Η αγάπη μπορεί να γίνει τσίρκο και κολαστήριο ταυτόχρονα. Βουλιμική και ανορεξική. Κανίβαλος και νύμφη. Πανωλεθρία και θρίαμβος. Αρπάζει κι επαιτεί η αγάπη σ’ έναν κόσμο που ολοένα φτωχαίνει σε νοήματα, ενθουσιασμό, αγνή παρόρμηση και ιδεώδη. Όλα τρέχουν μόνα τους, οι όποιες σταθερές και βεβαιότητες υποχωρούν. Όλα δουλεύουν μόνα τους αυτοματικά κι ο σύγχρονος άνθρωπος τρέχει πίσω από τα πράγματα που τρέχουν. Η ζωή γίνεται μια βίωση κενού για τη ζωή που δεν έζησες, μια αίσθηση απώλειας σαν κάτι διαρκώς να λείπει, όπως το αλάτι ή ένα μπαχαρικό από ένα άνοστο φαγητό, με το στοιχειώδες και το εφήμερο να κατατροπώνουν τη διάρκεια και το αιώνιο, το ωραίο, το ιδεώδες, ό,τι ονειρεύεται κανείς χωρίς να το ζει.
Ο ποιητής μάς κάνει να αναρωτηθούμε πώς θυμούνται οι άνθρωποι. Κι οι άνθρωποι θυμούνται με το βάθος της μνήμης, μετρώντας, υπολογίζοντας και ζυγίζοντας την αγάπη που έλαβαν, που δεν έλαβαν, που έχασαν, που κέρδισαν, που δεν εκτίμησαν ή υπερεκτίμησαν, που παρεξήγησαν, που αμφισβήτησαν. Ό,τι καλό και κακό συμβαίνει στον κόσμο, συμβαίνει για την αγάπη, τον μεγάλο διαμορφωτή συμπεριφορών και αναμνήσεων που ζει κι εκκολάπτεται στη δίνη των ματαιώσεων μέσα στην ανεξάντλητη γκάμα της λογικής και της τρέλας, της ελαφρότητας και της βαρύτητας, της ανοησίας και της σοφίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Το συμπέρασμα του ποιητή αποδεικνύεται χρήσιμο και πάλι, δεν είμαστε μόνον το άθροισμα των πολλαπλών μας εαυτών, αλλά και της αγάπης που έχουμε βιώσει, εκεί που όλα μοιάζουν να κρέμονται έωλα στον κάκτο μιας ερήμου ή στο ξέφτι μιας προσευχής.
O σκύλος-σύμβολο από τον τίτλο του βιβλίου και το δεύτερο πολύ ουσιαστικό του μέρος, πέρα από την ενδεχόμενη αναφορά του στην ποιητική συλλογή του αμερικανού ποιητή Τσάρλς Μπουκόφσκι «Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση», δίνει ως εύρημα τροφή στον αναγνώστη για πολλές ενδιαφέρουσες ερμηνείες που αφορούν στις μεταμορφώσεις, όσο και στις παραμορφώσεις της αγάπης.
Ο σκύλος άλλωστε είναι ένα ον ευμετάβλητο, ήμερο όσο και άγριο, μπορεί να γίνει χαδιάρης, παιχνιδιάρης, αγαπησιάρης, συμπονετικός, και παράλληλα επιθετικός, οργισμένος, λυσσασμένος και κακός. Η αγάπη μπορεί να σε τρομάξει με το πληθωρικό της μέγεθος όσο κι ένας υπερμεγέθης αδέσποτος σκύλος που σου γαυγίζει αγριεμένα. Η αγάπη μπορεί να σε προκαλέσει να την χαϊδέψεις όταν μεταμορφώνεται σε άκακο, χνουδωτό, παιχνιδιάρικο κουτάβι. Ο σκύλος της αγάπης είναι ο σκύλος που βλέπει τα δικά του όνειρα, που μπορεί να είναι έγχρωμα μέσα στην ασπρόμαυρη ζωή του. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα με τον τίτλο « Μοιραστήκαμε»: […] στο τέλος αναρωτηθήκαμε,/ ξύσαμε λίγο από τον χρόνο,/ ξύσαμε λίγο από τον πόνο,/ αφήσαμε το αποτύπωμα/ στον έρημο βράχο/ που τώρα γλείφει/ ο σκύλος της αγάπης
«Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι, αυτοί ζουν από τον θάνατο εκείνων κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών». Η ηρακλείτεια αρμονία των αντιθέτων στο δίπολο ζωή-θάνατος ξεδιπλώνεται στο τρίτο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Τελετές ταφής».
«Τα νεκρά παιδιά τραγουδούν/ όταν είναι θλιμμένα/ γι’ αυτό και τα θάβουν βαθιά στο χώμα/ από φόβο μη θελήσουνε/ να βγουν στο φως/ να παίξουν κάποια μέρα/» και αλλού: «Τα δέντρα πεθαίνουν στο δάσους που αγαπούν/ οι άνθρωποι παντρεύονται τον θάνατο που μισούν».
Είναι ένα είδος εξιλέωσης αυτό που πετυχαίνουν οι συναντήσεις του ποιητή με τον πατέρα, την αγάπη, την αθωότητα, την ομορφιά, τον έρωτα, τον χρόνο, την φθορά, την απώλεια, με τη δραματική έκλυση μιας αβάσταχτης ποιητικής αίσθησης, αυτής «της μοναξιάς του να έχεις μόνον το ανθρώπινο πεπρωμένο» [Κλαρίσε Λισπέκτορ, Κατά Α.Γ. Πάθη, εκδ. Αντίποδες].
* Ο σκύλος της αγάπης, Ηλίας Κουρκούτας, Εκδόσεις Τόπος , 2021 σελ.69