Scroll Top

Ο θάνατος ερχόταν προς το μέρος μου πετώντας, Ποιητές και ποιήτριες από τη Ρωσία και την Ουκρανία κατά του πολέμου | Επιλογή-μετάφραση Ξένια Καλαϊτζίδου – Παρουσίαση από την Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

«Στην καρδιά του σκότους»

Από τις εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες κυκλοφόρησε πρόσφατα μια Ανθολογία ποιημάτων με τίτλο Ο θάνατος ερχόταν προς το μέρος μου πετώντας, με ποιητές και ποιήτριες από τη Ρωσία και Ουκρανία, με αντιπολεμική θεματική, σε επιλογή μετάφραση και πρόλογο από την Ξένια Καλαϊτζίδου (δίγλωσση έκδοση, ρωσικά ελληνικά). Η Ξένια Καλαϊτζίδου γεννήθηκε το 1989 ως Ξένια Σορόκινα στην Πένζα της Ρωσίας όπου και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική της εκπαίδευση. Εκτός από μεταφράσεις από τα ρωσικά έχει κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα δύο δικές της ποιητικές συλλογές. Με αφορμή την εμπόλεμη σύρραξη Ουκρανίας Ρωσίας και με καθαρά αντιμιλιταριστικό και αντιπολεμικό σκεπτικό συγκρότησε αυτή την Ανθολογία ρωσικής και ουκρανικής ποίησης. Όπως γράφει στον Πρόλογο της Ανθολογίας, ο στόχος του εγχειρήματος είναι να περισωθούν «οι μνήμες και το ανθρώπινο στοιχείο σε μια μετα-εποχή ρευστότητας, αγωνίας και ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης.» Και σκοπός είναι «να μας κάνει να ακούσουμε τις μαρτυρίες. Να αναγνώσουμε στις καρδιές των ανθρώπων εκατέρωθεν των συνόρων τη διαχρονική και πανανθρώπινη επιθυμία για ειρήνη.» Το βασικότερο και σημαντικότερο τελικά, είναι «Να βρούμε έναν τρόπο να ξαναπούμε μαζί, χωρίς προϋποθέσεις, το αυτονόητο: Όχι στον πόλεμο.» καταλήγει. Στο πρώτο μέρος έχουν συμπεριληφθεί ποιήματα από τέσσερις πιο παλιούς ποιητές του 20ου αιώνα, με τον πιο παλιό γεννημένο το 1895, και στο δεύτερο μέρος ποιήματα από δεκατρείς ποιητές ποιήτριες του 21ου αιώνα, με τον νεότερο γεννημένο το 1993. Η Καλαϊτζίδου μάς συστήνει τον καθένα καθεμία με μία σύντομη αλλά ουσιαστική παρουσίαση.

Ποιητές και ποιήτριες από διαφορετικές εποχές, αναγνωρισμένοι είτε όχι, συντηρητικής είτε πειραματικής γραφής, παλιότεροι ή νεότατοι, ενώνονται μέσω της ποίησης ενάντια στον πόλεμο. Αξίζουν συγχαρητήρια στην Καλαϊτζίδου για την πρωτοβουλία της έκδοσης και για την επιλογή και απόδοση στα ελληνικά του ξεχωριστού ύφους της γραφής του καθενός από τους δεκαεπτά ποιητές ποιήτριες της Ανθολογίας. Στους πρώτους τέσσερις ποιητές μεταφράζονται τα ποιήματα τους με ομοιοκαταληξία. Ο Αρσένι Ταρκόφσκι (1907-1989) γνωστός από τον γιό του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, πολεμικός ανταποκριτής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, νιώθει ως ένας σύγχρονος Μαρσύας που γδάρθηκε ζωντανός μέσα στην αθλιότητα του πολέμου. Παρόμοια ο Σεργκέι Γιεσένιν (1895-1925) γράφει ότι «Τα σωθικά μου τρώει ο πόλεμος». Ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, (1932-2017) αποκαλύπτει το γενικότερο αντιπολεμικό αίτημα του λαού της Ρωσίας, και ο Γιούρι Λεβιτάνσκι (1922-1996) με τη σειρά του απαντά στο ερώτημα «Τι πάει να πει πως ήμουνα εκεί;», προβάλλοντας το συλλογικό τραύμα: «Κανένας σαν κι εμένα δε θα γιατρευτεί/ απ’ το χειμώνα και το χιόνι αυτό./»

Στους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες συγκαταλέγονται αυτοί που ζουν τον πόλεμο του 2014-2022 Ρωσίας – Ουκρανίας, και αποτυπώνουν την προσωπική τους μαρτυρία, είτε από την μια είτε από την άλλη πλευρά, κάνοντας σαφές ότι ο πόλεμος δεν έχει σύνορα. Η Όλγα Σκορλούπκινα, (1990-) από την Αγία Πετρούπολη καυτηριάζει την πρόσφατη απαγόρευση κάθε δημοσίου σχολίου για τον πόλεμο από το Ρωσικό κράτος, τον «νόμο για τα fake news». Όπως γράφει χαρακτηριστικά «η λέξη που απαγορεύεται να προφέρουμε/ ξεκοιλιάζει την εικόνα του κόσμου/». Είναι συγκινητική η επαναστατική της στάση και η προσωπική της προσήλωση στο φως: «είμαι ένα σπασμένο ζευγάρι κιάλια με μικρή δύναμη/ αλλά θα οπλίσω όλο το εύρος ζώνης μου// αλλά θα προσπαθήσω να μαζέψω στη θεοσκότεινη άνοιξη/ όσο το δυνατόν περισσότερο φως/».Όπως και οΊγκορ Μπόμπιρεβ (1985-) απ’ το Ντονέτσκ, που ζητά να βρει λίγο φως από τις φωτιές που έχει αφήσει γύρω του ο πόλεμος: «τώρα πρέπει εγώ/ τούτη τη φλόγα να πιάσω/ όλες εκείνες τις φλόγες/ που εδώ γύρω μου μαίνονται/ με κάποιον τρόπο να τις μεταφέρω/ για να καίνε να ξανανάβουν/ μόνες τους /κι ώστε να μπορούν οι άλλοι/ τις φλόγες αυτές να κοιτούν/ όπως οι άνθρωποι μες στο σκοτάδι/ που γαληνεύουν σαν θωρούν τη φωτιά». Καμιά φορά βρίσκεται και μια παπαρούνα μέσα σε εκείνο το «περιβόλι του Θανάτου» για να θυμηθούμε και τον δικό μας Μυριβήλη. Καμιά φορά η ελπίδα, όπως όπως, περισώνεται. «Η ελπίδα πηγάζει από τις πράξεις των τολμηρών και γι’ αυτό είναι σημαντικό να εκφραστεί ακόμα και μέσω αυτής της έκδοσης», υπογραμμίζει η Καλαϊτζίδου. Από ποίημα του Μπόμπιρεβ πήρε και τον τίτλο της η Ανθολογία αυτή «μου φάνηκε θαρρείς/ ο θάνατος ερχόταν προς το μέρος μου πετώντας/».

Στην Ανθολογία αυτή συμπεριλαμβάνονται ποιήματα που ξεσκεπάζουν όχι μόνο την αληθινή φύση του πολέμου αλλά και την ψυχή των εμπολέμων. Είναι ποίηση μέσα από την καρδιά των γεγονότων. Εδώ στρέφεται ο φακός όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά στους ανθρώπους, στο παιδί, τη μάνα, τον αδερφό, τον φίλο, τον άνδρα τη γυναίκα. Είναι μια ποιητική ψυχογραφία του πολέμου. Ο αναγνώστης βρίσκεται καταμεσής. Μεταφέρεται στην καρδιά των ανθρώπων που πολεμούν, εκατέρωθεν των συνόρων, και τελικά αυτό που συγκλονίζει«ήταν η επίγνωση πως ήταν άνθρωποι- όπως εσύ» όπως είχε διαπιστώσει ο Τζόζεφ Κόνραντγια έναν προηγούμενο πόλεμο στο βιβλίο του Η καρδιά του σκότους. Μια Ανθολογία με ποιήματα όπου η μαρτυρία γίνεται διαμαρτυρία και κραυγή, ή και δριμύτατη κριτική. Άλλοτε με συγκρατημένη και στοχαστική στάση, άλλοτε με λόγο έντονα καταγγελτικό, οι ποιητές και οι ποιήτριες αυτοί αποκαλύπτουν την καρδιά του σκότους. Ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας και συνοδοιπόρος των σκέψεων και εντυπώσεων, των φόβων, αποζητώντας και ο ίδιος το μικροσκοπικό φως της ελπίδας, αγωνιώντας και αυτός να δοθεί τέλος σε αυτή την παράνοια, στην τρέλα του πολέμου, τότε και τώρα, εκεί και εδώ, για πάντα.

Μια άλλη ομάδα ποιημάτων λοιδορούν τις πολεμικές τακτικές. Την κενοδοξία των στρατηλατών, το αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από τους πολεμικούς μηχανισμούς, τη μισαλλοδοξία πίσω από τους εθνικισμούς. Ποιήματα που συνιστούν κάποτε ανελέητη σάτιρα ενάντια σε κάθε υποκρισία. Όπως ο Ιβάν Πολτοράτσκι (1988-) από Καζακστάν, Σιβηρία, που σατιρίζει την πλύση εγκεφάλου που γίνεται από το κράτος διαστρέφοντας την ιδέα του Καλού και του Κακού αφού προβάλλεται ως Καλό το να πολεμά κάποιος :«Πάντα έτοιμος» να απαντάτε, παιδιά, πάντοτε/ γιατί αυτός είναι ο ωραιότερος θάνατος.». Η Όλγα Μαρκιτάντοβα (1985-)από Μινσκ Λευκορωσία, που έγραψε έναν κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Νήσος Ουκρανία». Η τραγικότητα του πολέμου ανάμεσα σε λαούς που νιώθουν αδέρφια, μουδιάζει τον αναγνώστη: «Μίλα μου, Κίεβο,/ ακούστε με, Σούμι και Μαριούπολη./ Διακόσιους τρόπους μίσους θέλω να βρω/ και τετρακόσιους τρόπους να αποδεχτώ τον φόβο./ Απανθρωποποίησέ με, μωρό μου, είμαι ο στρατιώτης σου,/ ο τυφλός σου Κάιν κι ο άφυλος Άβελ. Ο Μπορίς Χερσόνσκι (1950-) από Ουκρανία, παραλληλίζει την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία με την επίθεση των αρχαίων «Αθηναίων» όπως γράφει στην Τροία. «Πρίαμο έχουμ’ εμείς βασιλιά και τον Πρίαπο αγαπάμε/ μα και τη θεά Δήμητρα με της αφθονίας το κέρας./ Τα γαμψά σας τα νύχια τι θέλουν, πού πάνε;/ Σπίτι σας του πολέμου σας πάρτε το ιερό τέρας./ Να μας λείπουν οι μάχες με τις τεχνητές αφορμές σας/». Ποίηση που ρίχνει στα σκουπίδια την «ηρωική σφαγή» και τα «ηρωικά πρότυπα» των ιμπεριαλιστικών καθεστώτων. Όπως και του Αντρέι Σεν-Σενκόφ (1968-) που ζει στη Μόσχα, και ο οποίος εκφράζει τον αποτροπιασμό του στις πολεμικές τακτικές του σοβιετικού στρατού, που κάνουν πλύση εγκεφάλου σε άμοιρους «αζέρους ουζμπέκους τατζίκους τουρκμένιους» που έχουν παρατάξει μέσα στο χιόνι. Ενώ η Λουντμίλα Χερόνσκαγια (1964-) από Μολδαβία και Οδησσό, γράφει ένα φλογερό προσκλητήριο «μη σιωπής» μπροστά στον πόλεμο, όπου συμβαίνει: «κανείς να μη σιωπά» γράφει, «καθάρματα, κτήνη, δήμιοι» να τους λες, να μιλάς./ μην προσποιείσαι πως τίποτα δεν συμβαίνει/ μη φοβηθείς που οι άλλοι θ’ αναστατωθούν,/ ταρακούνα τους, μπρος στον πόλεμο πρέπει να αφυπνιστούν./ σ’ όλη τη χώρα σου και στις άλλες χώρες φώναξε ν’ ακουστείς,/ άνοιξε τα παράθυρα, μη σιωπήσεις, μην τον καταπιείς,/ τον πόλεμο τον καταραμένο που σε ταΐζουν μη φας, μην πνιγείς./ Άνθρωπος έμεινε πουθενά; Τώρα είναι καιρός να βγεις!».

Ο ανθρώπινος λόγος μπροστά στην επέλαση του πολέμου μπορεί να φαντάζει λίγος, είναι το πιο πολύτιμο όμως. Είναι ευθύνη. Κάτι που επαγγέλλεται άλλωστε, το εγχείρημα της έκδοσης αυτής της Ανθολογίας. Είναι χρέος μας να διαδώσουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, τη γνώση από την πραγματικότητα του πολέμου. Την συνειδητοποίηση ότι οι λαοί είναι πιόνια στα χέρια των ισχυρών της εξουσίας που εκμεταλλεύονται την αμάθεια, την αφέλεια ή απλά, την αδυναμία των ανθρώπων, για να γίνεται πόλεμος. Ο Βλαντ Γκάγκιν (1993-) που εγκατέλειψε πρόσφατα τη Ρωσία λόγω της λογοκρισίας και καταστολής που εφαρμόζει η τωρινή κυβέρνηση, εκφράζει την απόγνωσή του: «δεν μπορούμε να ξεφύγουμε// κι ας θέλουμε να πεθάνουμε απ’ την ντροπή/ να πεθάνουμε απ’ τον φόβο/ από την αδυναμία/ από την τάση για εμετό// όλα αυτά υπάρχουν// σαν μια απλή χαζή επίμονη σχέση/ σαν τη φράση «όχι στον πόλεμο» σε ποιητικό κείμενο// που λέγεται πάνω από όλα αυτά// όχι στον πόλεμο». Ο Σανζάρ Γιάνισεβ (1972-) που γεννήθηκε στην Τασκένδη και ζει στη Μόσχα, γράφει ένα πεζοποίημα για τη «σύγκρουση πολιτισμών ως σύμπτωμα μαζικής ψύχωσης» όπως γράφει στην εισαγωγή η ανθολόγος μεταφράστρια. «Τους βομβαρδίζουμε τώρα, ενώ αυτοί μας βομβάρδιζαν πάντα, αν όχι εμείς εκείνους, τότε αυτοί εμάς». […] «Θα έχει όμως πλάκα να πεθάνουμε μαζί, με τη ρακή, με τα ουρί του Παραδείσου τριγύρω».

Σε αυτή την Ανθολογία ο αναγνώστης στρέφει το βλέμμα του όχι μόνο προς τον πόλεμο της Ουκρανίας. Στρέφει τη ματιά και την καρδιά του προς κάθε πόλεμο. Συνειδητοποιεί το αληθινό πρόσωπο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Το πρόσωπο της κυριαρχίας και της πολιτικής απληστίας. Το πώς απλοί άνθρωποι παρασέρνονται στον πόλεμο δίχως τη θέλησή τους. Μια συλλογική παράνοια για τον πόλεμο που φανερώνει τον παραλογισμό της ύπαρξης και ξυπνά συλλογικές μνήμες από την ιστορία της ανθρωπότητας. Από τότε που υπάρχει άνθρωπος. Και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να μη συγκλονιστεί από την καρδιά του σκότους αλλά κυρίως να αναρωτηθεί για το σκότος στην καρδιά του ανθρώπου. Εκείνο το σκοτάδι που έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη ψυχή, εκείνο το ζοφερό έρεβος που οδηγεί ξανά και ξανά σε αιματοχυσίες, και δε λέει να πάψει. Όλα τα ποιήματα της Ανθολογίας είναι μια έκκληση για φως. Επιτέλους, κάτι πρέπει να κάνουμε με τον πόλεμο. Επιτέλους, ας δικαιώσει κάποτε η ανθρωπότητα τον Μπρεχτ που υποστήριζε ότι ο άνθρωπος «ξέρει και να σκοτώνει» αλλά «ξέρει και να σκέφτεται».

Ο θάνατος ερχόταν προς το μέρος μου πετώντας, Ποιητές και ποιήτριες από τη Ρωσία και την Ουκρανία κατά του πολέμου, επιλογή-μετάφραση Ξένια Καλαϊτζίδου, Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2022