Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου από τα πρώτα της βήματα στην ποίηση απελευθερώθηκε από το κυπριακό βίωμα, προάγοντας έναν προβληματισμό για τον άνθρωπο με το βλέμμα στο διαχρονικό. Χωρίς να γυρνά την πλάτη στο παρελθόν, προτείνει μία ποιητική έκφραση με έμφαση σε ένα προβληματισμό υπαρξιακό, που ξεπερνά το ατομικό και το εντόπιο. Σε αυτή την οδό κινείται και η τελευταία της ποιητική συλλογή «η αφηρημένη τέχνη του έψιλον» (Μανδραγόρας, 2020).
Η Αρτεμίου-Φωτιάδου πειραματίζεται με την πρόζα παραδίδοντας ένα σώμα 81 πεζοποιημάτων. Ο λυρισμός δένεται λειτουργικά με την πεζοποίηση, διατηρώντας μία έκφραση πλούσια σε εικόνες. Η δημιουργός μεταφέρει στην πρόζα τη φροντισμένη γλώσσα που χρησιμοποίησε και σε άλλες συλλογές. Η ήπια υπερρεαλίζουσα διάθεση διαμορφώνει αλληγορίες που λειτουργούν εικονοποιητικά, προκαλώντας αισθήσεις και συναισθήματα. Ασύνδετα ονοματικά σύνολα οικοδομούν μετωνυμίες και μεταφορές. Η Αρτεμίου-Φωτιάδου προάγει μία γλωσσική διαφοροποίηση από τον κυρίαρχο λόγο, μία κειμενική ταυτότητα που ωθεί τη γλώσσα πέρα από τα στενά όρια της ιδεολογίας της απλής επικοινωνίας. Η ποιητική της μοιάζει με μία απόδραση από τη γλωσσική οικειότητα, την παρακμή του τετριμμένου.
Αυτό βέβαια που γοητεύει στην ποιητική της Φωτιάδου δεν είναι η γλώσσα per se, η περιπέτεια της γλώσσας, κατά τον Barthes. Δεν κάνουμε λόγο για ένα παιχνίδι αδιαφορώντας για το ποιητικό υποκείμενο και το περιεχόμενο. Η ποίηση δεν είναι μόνο γλώσσα, όπως θα ήθελε ο Derrida, αλλά και στοχασμός. Ώριμη ποιητικά η Αρτεμίου-Φωτιάδου καταθέτει ένα έργο βαθιά στοχαστικό. Με επίκεντρο το β’ ενικό γραμματικό πρόσωπο συνθέτει προβληματισμούς για τον άνθρωπο και την τέχνη, τη ζωή και τα τραύματα, τον χρόνο και την λίγη, τις πληγές του ανθρώπου και το ανεκπλήρωτο. Το δευτεροενικό υποκείμενο διατηρεί μία μιμητική διάσταση (εσύ=εγώ) και ταυτόχρονα μέσα στο στοχαστικό πλαίσιο αποκτά μία διδακτική υφή. Ταυτόχρονα ορίζει ένα ψευδοδιαλογικό ύφος και διαμορφώνει μία θεατρική παραστατικότητα. Είναι ένα “αποφορτισμένο” ως γένος υποκείμενο.
Το έμφυλο στοιχείο στη συλλογή δίνεται μέσα από τους τίτλους των πεζοποιημάτων. Αυτοί συνθέτουν την έμφυλη ταυτότητα των συνθέσεων. Δομικά η συλλογή θεμελιώνεται σε 81 λέξεις αρχίζουν από “ε” όλες θηλυκού γραμματικού γένους. Οι λέξεις δίνουν αφορμή και έμπνευση για στοχασμό, διατηρώντας λειτουργικό ρόλο με την πρόζα. Οι τίτλοι αποτελούν οργανικό τμήμα του ποιήματος, μολονότι δεν υπαγορεύεται από τις στοιχειώδεις αρχές οργάνωσής του. Οι τίτλοι της Αρτεμίου-Φωτιάδου μοιάζουν με ένα ιδιόρρυθμο είδος υπογραφής του υπαρξιακού προβληματισμού της δημιουργού, ως μία εξωδιηγητική υπογραφή που αποδίδεται όχι στον ποιητικό υποκείμενο, αλλά στη δημιουργό.
Η Αρτεμίου-Φωτιάδου υπηρετεί μία ποίηση στοχαστική που θεραπεύει τη γλώσσα. Το ποίημα αποτελεί μια έκφραση της ζωής, αναδεικνύει τις δραστηριότητες και τις αγωνίες του ανθρώπου. Έτσι μας παραδίδει μία ποίηση βαθιά ανθρωποκεντρική ξεπερνώντας τον χρόνο και τα σύνορα. Οι συνθέσεις της συλλογής λειτουργούν ως εξομολογήσεις. Η δημιουργός περιηγείται στον χώρο των ιδεών, στοχάζεται για τη μνήμη και την ανθρώπινη ύπαρξη, για τον έρωτα και τον πόνο του εφήμερου και της φθοράς. Αναζητά το όνειρο με έναν ιδιαίτερο λυρισμό που ενσωματώνει το φυσιολατρικό στοιχείο με την υπαρξιακή αγωνία.
Οι γλωσσικοί πειραματισμοί της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
10/01/2021