Scroll Top

Οικογενειακό μυθιστόρημα σαν παραμύθι, με βιογραφία τεκμηρίων Ρέα Γαλανάκη/ Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Παρουσίαση από τον Γρηγόρη Τεχλεμετζή

Η Ρέα Γαλανάκη από το ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο για πολλά χρόνια έχει επιδοθεί με ιδιαίτερη επιτυχία, μετατοπίζεται στον προσωπικό βιογραφικό χώρο της οικογένειάς της, αναμειγνύοντας στοιχεία κοινωνικά και κάνοντας κάποτε της δικές της φαντασιακές προεκτάσεις και συμπληρώσεις και φτιάχνοντας ένα ιδιαίτερο βιβλίο.
Όπως «ποτέ δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι», που έλεγε ο Ηράκλειτος, έτσι και η μεταφορά του παρελθόντος μέσω της μνήμης ή της αξιοποίησης στοιχείων δεν μπορεί να είναι απόλυτα πιστή, πόσο μάλλον που μεσολαβούν και τα λεκτικά σημαινόμενα, που από τη φύση τους δεν μπορούν να εκφράσουν απόλυτα το σημαίνον. Αν και από τη συγγραφέα αναζητείται η αλήθεια η «παραμυθοποίηση» αποτελεί διαρκή συνείδησή της και αποτελεί ως ένα βαθμό στόχευση, καθορίζοντας το έργο, τονίζοντας έτσι διαρκώς ότι τα συμβάντα είναι συναρπαστικά και ο κόσμος μας επίσης.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι συγγραφείς, διαμέσου μιας λιγότερο ή περισσότερο φιλτραρισμένης μνήμης, καταγράφουν δικές τους ιστορίες ή συγγενικών τους προσώπων. Ας αναζητήσουμε λοιπόν τα στοιχεία πρωτοτυπίας και ό,τι κάνει το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό.
Αναμφίβολα η πολύ καλή περιγραφική δεινότητα και η σκιαγράφηση χαρακτήρων ενυπάρχουν στο ανάγνωσμα, ενώ διακατέχεται από μια χαλαρή αφηγηματική δύναμη, που κινεί την υπόθεση, καθώς δε στοχεύει να κάνει το βιβλίο περιπετειώδες, αλλά βιβλίο ατμόσφαιρας μιας άλλης εποχής. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Η αφηγήτρια κάνει διαρκώς αισθητή την ύπαρξή της με άμεσες αναφορές, τονίζοντάς μας το φιλτραρισμένο παραμυθικό στοιχείο, σε μια πραγματικότητα που μοιάζει με παραμύθι, κάτι που το αναφέρει ακόμα και στο εξώφυλλο του βιβλίου, «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», και επαναλαμβάνεται διαρκώς. Θέλει άραγε να μας πει ότι η πραγματικότητα είναι σχεδόν απίστευτη ή ότι τα παραμύθια την αντιγράφουν; Ίσως και τα δυο. Δεν είναι όμως μια μέθοδος που υποσκάπτει την αλήθεια, άλλωστε οι φωτογραφίες που ενσωματώνονται στην έκδοση και οι γενικότερες αναφορές λειτουργούν σαν τεκμήρια. Αντίθετα συχνά επισημαίνει την υποκειμενικότητα και την επιλεκτικότητα της μνήμης ή ακόμα και της καταγραφής, για να κρατήσει διαρκώς ζωντανή στη συνείδηση του αναγνώστη την αίσθηση της μυθοποίησης. Με τη μέθοδο αυτή δε θέλει να τον κάνει να στοχαστεί, όπως με την «αποστασιοποίηση» του Μπρεχτ –αν και στοχάζεται λόγω του γενικότερου περιεχομένου-, αλλά να τον βυθίσει στην ανάγνωση, κάτι που ενισχύεται από την κάποτε προώθηση της ποιητικής γραφικότητας της γραφής της, των περιγραφών πραγμάτων, καταστάσεων και προσώπων. Είναι μια γέφυρα μεταξύ του φανταστικού και της πραγματικότητας, τόσο στη σύλληψη όσο και στην ανάπτυξη.
Είναι η ανίχνευση του γενεαλογικού δέντρου της συγγραφέως ως αποτύπωση της ιστορίας της περιοχής του Ηρακλείου Κρήτης, μέσα από ατομικά βιώματα. Δηλαδή, κινείται από το ατομικό στο συλλογικό βίωμα, από τον μικρόκοσμο στην γενικότερη ιστορία της περιοχής. Οι φωτογραφίες, τα βιογραφικά στοιχεία και οι διαρκείς διασυνδέσεις με τη συγγραφέα στοχεύουν και πετυχαίνουν να πείσουν για την αλήθεια των γραφόμενων. Άλλωστε και στις ευχαριστίες της, που είναι εκτός μυθοπλαστικού κειμένου, τονίζει την αλήθεια των ιστοριών της με τις οφειλές της σε πρόσωπα. Άρα μιλάμε για κάτι μεταξύ οικογενειακής βιογραφίας και μυθιστορήματος, δηλαδή την επέμβαση της φαντασίας σε πραγματικά συμβάντα και τη συμπλήρωση περιγραφών και στοιχείων, προϊόντων ενός συγγραφικού νου. Αυτή είναι και η τεχνική των ιστορικών μυθιστορημάτων, των μυθιστορημάτων τεκμηρίων, που η Γαλανάκη γνωρίζει καλά και χρόνια έχει υπηρετήσει. Έτσι το βιβλίο εσκεμμένα στερείται σφιχτοδεμένης πλοκής, απλώνοντας κατά πλάτος παρά έχοντας μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και αποτελεί εύστοχα μια σκιαγράφηση εποχών και χαρακτήρων και όχι ένα συναρπαστικό αγωνιώδες αφήγημα. «Στήνει» σκηνές σαν καλή σκηνοθέτης και η φαντασία συνεργάζεται με τα τεκμήρια με στόχο την τέρψη και την πειστικότητα.
Συγγενεύει με τα οικογενειακά μυθιστορήματα, τα οποία γνώρισαν άνθιση τον εικοστό αιώνα, που με αφορμή την ιδιωτική ιστορία ενός οικογενειακού δέντρου απλώνονται χρονικά και παράλληλα προς τις εποχές. Εδώ έμφαση δίνεται στις ατομικές ιστορίες των ηρώων, που σκιαγραφούν αντιπροσωπευτικά ολόκληρες νοοτροπίες ατόμων των αντίστοιχων εποχών[1]. Είναι συνάμα η ανέλιξη μιας οικογένειας από την αγροτική ζωή σε υψηλό μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, κυρίως των γονιών της, αλλά όχι μόνο. Το μοτίβο αυτό το βλέπουμε και σε προηγούμενα βιβλία της, που συγκεντρώνονται γύρω από την αφήγηση της ιστορίας κάποιου προσώπου, όπως στο Ελένη ή ο Κανένας, αλλά εκεί παρουσιάζονται περισσότερο οι περιπέτειες του μέσα από τη ζωή του, ενώ εδώ φαίνεται να αποτυπώνεται άμεσα ή μνήμη και το αρχειακό υλικό, που σχολιάζεται, μαρτυρίες προσώπων, συζητήσεις και φωτογραφικά άλμπουμ. Έτσι βλέπουμε σαφείς τις επιρροές και του ιστορικού μυθιστορήματος του συγγραφέα-ερευνητή, της βιογραφίας και της αυτοβιογραφίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικός ο τρόπος που αξιοποιεί τη σημειολογία των λεπτομερειών των στοιχείων της. Για παράδειγμα, μια παλιά αφιέρωση στη δημοτική σε μια φωτογραφία από τον μορφωμένο πατέρα της (σ.253), σημαίνει πολύ περισσότερα από μια αφιέρωση. Είναι μια προοδευτική υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας στην τότε διαμάχη του γλωσσικού ζητήματος.
Το βιβλίο είναι για τη συγγραφέα ένα λυτρωτικό ταξίδι αυτογνωσίας των σχέσεών της με τους γονείς της, που, όπως μας λέει αδιευκρίνιστα, κάποτε, στη νεαρή ηλικία της, δοκιμάστηκαν. Μας λέει η ίδια: «Τον εαυτό μου θέλω πιο πολύ να μάθω, μουρμούρισα χωρίς να ακουστώ. Τις αποσιωπήσεις ερευνούμε, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούμε μέσα το κενό τους. Της ξένης, και της δικής μας της ζωής» (σ.313). Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η σύνδεση του υλικού της με το μυθιστόρημά της Ο αιώνας των λαβυρίνθων και η επισήμανση τού πώς δημιουργήθηκαν οι χαρακτήρες εκείνου του βιβλίου, σε συνάρτηση με πραγματικά πρόσωπα, μια και τα δυο αυτά βιβλία πραγματεύονται ανθρώπους στη δίνη των γεγονότων της ίδιας περιόδου. Έτσι ακόμα και η ίδια αποτελεί μέρος του πάζλ των έργων της και τα περιγραφόμενα γεγονότα αποκτούν επιπρόσθετη συναισθηματική φόρτιση, όσο και αν η καταγραφή είναι νηφάλια. Η βιογράφος γίνεται ταυτόχρονα βιογραφούμενη σαν παράπλευρο πρόσωπο και αφηγήτρια.
Οι προτάσεις της άψογες, καλοζυγισμένες, με φυσικότητα, χωρίς «ενέσεις» λογιών ή αταίριαστων λέξεων, ουσιαστικές και χωρίς περιττολογίες, έχοντας εσωτερικό ρυθμό, που φτάνει ανά στιγμές στην ποιητικότητα, κάτι στο οποίο συνεισφέρουν και οι μεταφορές της και κάποτε το ρεμβαστικό ύφος: «Ευελπιστώ ότι θα με άκουσε από το βυθό όχι της γης αλλά του χρόνου, επειδή είδα τη φιγούρα της όταν έπιασε το χέρι του Αμβρόσιου, το φίλησε ζητώντας τη συγχώρεση, και μετά πήραν το δρόμο της επιστροφής προς το χωριό, ενώ δίπλα τους βάδιζε ησυχασμένο το μουλάρι, και ο Αμβρόσιος το κρατούσε από το χαλινάρι. Κουβέντιαζαν, της έδινε κουράγιο» (σ.65). Είναι απλή και περίτεχνη ταυτοχρόνως.
Άρα, οικογενειακό μυθιστόρημα χαρακτήρων, με χρήση τεκμηρίων, είναι το νέο αυτό μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη.

 

[1] Μια ενδιαφέρουσα μελέτη του οικογενειακού μυθιστορήματος, με τις ποικίλες διαστάσεις του, γίνεται στο έργο της Μαίρης Μικέ Δοκιμασίες. Όψεις του οικογενειακού πλέγματος στο Νεοελληνικό Μυθιστόρημα 1922- 1974. 

Ρέα Γαλανάκη/ Εμμανουήλ και Αικατερίνη/ εκδ. Καστανιώτη 2022