Scroll Top

Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, «Φαγώσιμα» – Κριτική από την Ιφιγένεια Σιαφάκα

Στην τέταρτη ποιητική συλλογή τής Σοφίας Πολίτου, με τον τίτλο «Φαγώσιμα» [Έναστρον, 2022], ο αναγνώστης θα διαβάσει ποιήματα σε ποικίλες φόρμες, που κυμαίνονται από την πλέον μικρή, όπως το απόφθεγμα και ο αφορισμός, έως τη μεγαλύτερη και κλασική αφηγηματική φόρμα σε κάθετο στίχο. Ο στίχος, στις πλείστες περιπτώσεις, είναι ελεύθερος, χωρίς να απουσιάζει όμως και σε κάποιες περιπτώσεις η ρίμα και το μέτρο [π.χ. Τα ορφανεμένα] ή/και ο ελευθερωμένος στίχος [π.χ. Όταν νυχτώνει]. Η θεματική της, επίσης ευρεία [«Φαγώσιμα»/ γεύσεις ζωής, όπως το οριοθετεί στο ομώνυμο ποίημα] εστιάζει σε πρόσωπα, καταστάσεις και τόπους έχοντας στο κέντρο την τέχνη, τον θάνατο [φυσικό, δολοφονία, αυτοχειρία], το γυναικείο, τη μνήμη, την εξουσία, τη βία, τους κοινωνικούς ρόλους, τους πρόσφυγες ή απάτριδες, την πανδημία.
Κοινό χαρακτηριστικό της προσέγγισης ή, διαφορετικά, της προσωπικής μυθολογίας της Πολίτου είναι η ήρεμη, αποστασιοποιημένη, λοξή και κάποτε ειρωνική ματιά με την οποία προσεγγίζει το θέμα της χωρίς υπερβολική συναισθηματική εμπλοκή, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο να δώσει το προβάδισμα στην υποκειμενική αλήθεια, αγνοώντας την οικουμενική πραγματικότητα που κρύβεται στα παρασκήνια της πρώτης. Υπό την έννοια αυτή, η θέση της είναι άκρως πολιτική, με την ευρεία έννοια του όρου, καθώς απομυθοποιεί, για να εισαγάγει τη ρεαλιστική θέαση του κόσμου στην ποιητική της κατάθεση, χωρίς την ίδια στιγμή να ακυρώνει τη μαγεία και το άλλο σκηνικό της ποιητικής τέχνης.
Η γκάμα των μικρών πυκνών ποιημάτων που λειτουργούν περισσότερο ως συμπυκνωμένη ειρωνική, πικρή καταγραφή [Είναι φορές/ που κάτι παιδικό/ μυρίζει στα ρούχα./ Έχει τύχει και σ’ εσάς, το ξέρω.], ως επιμύθιο [Κάτω από τα πόδια μας/ το γλέντι των νεκρών συνεχιζόταν,/ κι εμείς γυμνοί σαρκωμένοι θνητοί/ πασχίζαμε πάνω στη νησίδα/ μιας αχνόφωτης κάμαρας/ να μη φανούμε ευάλωτοι,/ να μη φανούμε έτοιμοι/ για όλες τις ήττες.] ή ως αφορισμός [Νεκρός είναι η παύση της ενθύμησης,/ όχι η δική μας, η δική του.] επιβεβαιώνει τη βάση από την οποία ξεκινά η ποιήτρια, για να εξελίξει προς κατευθύνσεις πιο σύνθετες ή απαιτητικές την ποιητική της.
Αν εξαιρέσουμε κάποια περισσότερο νατουραλιστικά ποιήματα ή κάποια ποιήματα με διάθεση εξομολογητική ή περιγραφική –τα οποία ίσως μια πεζολογική φόρμα να τα αναδείκνυε περισσότερο–, ένα μεγάλο μέρος της συλλογής θα μπορούσε να ερμηνευτεί με δύο οδηγούς: την προμετωπίδα του βιβλίου [Ούτε χειρόνακτας ούτε χειροπρακτικός;/ Θεωρία, θεωρία, θεωρία και από ανατιναγμένα σύμβολα τίποτα] και του ακόλουθους στίχους από το ποίημα Τι άφησε πίσω του ο Ρενέ Μαγκρίτ [λέει, εγώ δεν μιλώ τη γλώσσα των κατακτητών/ παρά μόνο των ιθαγενών/ την ώρα που χορεύουν και αγαπούν,/ δίπλα στην υποτροπιάζουσα θλίψη του σαμάνου].
Η αίσθηση των παρόντων στίχων συμπίπτουν και με μία γενικότερη αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης από την ποιητική συλλογή της Πολίτου: μια έντονη ανατρεπτική διάθεση διά της συνύπαρξης της αθωότητας και του θανάτου, που δημιουργεί μια γλυκιά θλίψη και ειρωνεία εγκιβωτίζοντας έτσι τη ματαίωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ποίημα γενεθλίων [Την ημερομηνία των γενεθλίων μου/ ο φιλόσοφος Αντρέ Γκορζ γράφει στην Ντορίν/ «Ήσουν το συμπλήρωμα του απραγματοποίητου πραγματικού»./ Μετά αυτοκτόνησαν μαζί στο ίδιο σπίτι./ Κανείς δεν ξέρει ποιοι κληρονόμησαν τα πανωφόρια τους.]
Η ποιήτρια κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδεικνύει ότι μπορεί να χειριστεί και διαφορετικά το υλικό της, δημιουργώντας ένα παράλληλο σύμπαν με την εισαγωγή του συμβολισμού, χρησιμοποιώντας προφανώς και πρακτικές που ήδη έχει χρησιμοποιήσει στα παραμύθια για παιδιά. Ζώα, πουλιά, όπως κοκοράκι, αγριόγατα, σκαθάρια, γκαΐλες, τίγρης, γάτες, πέρδικες, λιοντάρι, άλογα, λεοπαρδάλεις κ.λπ.– η φύση είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο–, τόποι, χώροι και τοπία αποκτούν νέα διάσταση, καθώς τα ποιήματα κινούνται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Μπορούμε να αισθανθούμε το παραμύθι της διπλανής πόρτας για μεγάλους, το ονειρικό τοπίο, την απρόσμενη συνάντηση των λέξεων και τη νοηματική εξέλιξη των φράσεων μέσα από άξονες όπου το νόημα εκφέρεται με κώδικες και εικόνες, σύμβολα δηλαδή, δίνοντας την ατμόσφαιρα στο κείμενο: [Ο εκτελωνιστής των πρωινών/ κάθε αυγή καρφιτσώνει στο πέτο του ένα κοκοράκι], [Τα ψαλιδωτά πουλιά/ με την αφρικανική γλώσσα/ στοχεύουν κάτω από τη φούστα της,/ χτίζουν φωλιά που μέσα αφήνουν/ χρυσά μήλα των Εσπερίδων/ και αυγά Φαμπερζέ], [Κάθε πρωί στις έξι και πέντε/ το κορίτσι που περνάει/ κάτω από την καρέκλα μου/ με ένα πριόνι τσέπης ροκανίζει/ το παραμιλητό του χρόνου], [Κι εκείνο το αποτύπωμα του λιονταριού/ αριστερά στου στήθους το κρυμμένο μαυσωλείο].
Κύρια εργαλεία της Πολίτου είναι η μεταφορά ή εντός του ποιήματος, ή το ίδιο το ποίημα στην ολότητά του. Ως παράδειγμα, στο ποίημα Απαγχονισμοί, τα κρεμασμένα ρούχα απαγχονισμένα, άνευρα, έρμαια των μεγάλων φυσικών δυνάμεων, στεγνά τομάρια και καθρέφτης τους [νεκρά ετερώνυμά τους] το ποίημα Κατοικίδιο δάσος ως μεταφορά και σύμβολο συνάμα των οικογενειακών σχέσεων το ποίημα Κάπου στη μέση αρχίζουμε να πονάμε, όπου εδώ πλάι, στη μεταφορά και το σύμβολο, προστίθεται και η αμφισημία της λέξης «μέση» [Καμία αναφορά για τους σπονδύλους/ που ενώνουν το ένα γεωγραφικό διαμέρισμα/ της αφύλαχτης οπίσθιας χώρας μας με το άλλο,/ όμως αν και χωρισμένα τα χωράφια/ το ίδιο νερό και τον ίδιο πόνο τραβάνε].
Ταυτοχρόνως, οι ρυθμοί, οι παρηχήσεις, η μουσικότητα της γλώσσας ενισχύουν την τελική εικόνα για την ποιητική της Πολίτου και τη δυνατότητά της να παραγάγει ποιητικό λόγο όχι απλώς με το θυμικό αλλά με τη σκληρή εργασία που απαιτεί η έντεχνη αποτύπωση των νοημάτων [ματιές-πέταλα σε οπλές αλόγων αφηνιασμένων/ που κλοτσούν – να ανταλλάξουν μεταξύ τους εκεί στην αφορολόγητη νεκρή ζώνη των ντιούτι φρι/], [σε στρατόπεδα/ πλουσίων πλουσιόδωρα μέρη], [Πέρδικες γεννούν αβγά στις ερημιές του νότου,/ με άλικο νήμα στολίζουν τις φωλιές τους/ από τα κουβάρια που κυλούν], [Τελειώνει το σύρμα/ το περιπλεκόμενο/ σε μετέωρες πέτρες και αστέρια/ και αγρύπνιες ταξιδευτών,/ ανάμεσα σε γαλάζια χαλάσματα/ και στο σφιχτό δέρμα της χλωρής νιότης.]
Τέλος, η ιδεολογική θέση που χαρακτηρίζει όλο το βιβλίο σε σχέση με τη φύση [μας] και την τέχνη ως θέση, αντίθεση προς την αλλοτριωμένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, δημιουργική αντίσταση και ήθος –και όχι ως απλή συναισθηματική εκτόνωση– συμπυκνώνεται σε ένα από τα τελευταία ποιήματά της, την Πλήρωση [Να καταφέρουμε να πούμε,/ πεθαίνοντας,/ πως τα πόδια μας, από κάτω,/ παρέμειναν τρυφερά,/ γιατί πατούσαμε νιόβγαλτα χορτάρια,/ ούτε ανθρώπους ούτε σκατά.] Ιδού η Ρόδος, ιδού και η πλήρωση λοιπόν!

*  Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, «Φαγώσιμα», Έναστρον 2022