Scroll Top

Σπύρος Κιοσσές, «Τα πρωτοβρόχια» – Κριτική από τον Δημήτρη Χριστόπουλο

Η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων

Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα
τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.

Γ. Δροσίνης

«Αυτό το καλοκαίρι όλα άλλαξαν» θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος για τη νουβέλα του Σπύρου Κιοσσέ που μόλις μελετήσαμε με τη δέουσα αναγνωστική προσοχή. «Αλλά, κυρία, νομίζω ότι άλλαξα κι εγώ». Επομένως, δεν πρόκειται αποκλειστικά για ένα τυπικό έργο ενηλικίωσης δοσμένο μέσω της διαλογικότητας (πολυφωνίας), αλλά και για μια απόπειρα συγγραφικής ενηλικίωσης μέσω μιας «πριμιτιβιστικής» γραφής, που μας θύμισε σε πολλά το βιβλίο του Ότα Πάβελ «Μια ζωή ψαρεύοντας» (Ίκαρος, 2014).

Στις αφηγηματικές δομές επιφάνειας, το μοντέλο δράσης οργανώνεται γύρω από το δίπολο «γνώση vs άγνοια». Η οργανωμένη σε μικρά επεισόδια ημερολογιακού χαρακτήρα αφήγηση, με τη φωνή και από την οπτική γωνία του μικρού Τάσου αποτυπώνει την επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη της πρώιμης μεταπολίτευσης.

Στις αφηγηματικές δομές βάθους που ορίζουν το σημειωτικό του σύστημα, κυριαρχεί το «τέλος μιας ηλικίας» αλλά και το τέλος μιας ορισμένης επίπλαστης αθωότητας· η αντίθεση «καλοκαίρι vs αποκαλόκαιρο». Στο τέλος ο αφηγητής λύνει το δίλημμα, επιλέγοντας και τα δύο. Άλλωστε, οι εποχές συνιστούν όχι φυσικές αλλά ψυχικές καταστάσεις που εναλλάσσονται στη ζωή μας. Όπως σ’ εκείνο «Το πρωτοβρόχι» του Άγγελου Σικελιανού – «K᾿ ἐμεῖς, στῶν ρουθουνιῶν τὸν τρόμο,/ στὴ χωματίλα τὴ βαριὰ/τὰ χείλα ἀνοίξαμε, σὰ βρύση/τὰ σπλάχνα νὰ μπεῖ νὰ ποτίσει/ (ὅλη εἶχεν ἡ βροχὴ ραντίσει/ τὴ διψασμένη μας θωριά,/ σὰν τὴν ἐλιὰ καὶ σὰν τὸ φλόμο)». Όσο κι αν τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια είναι αναπόφευκτα, ο αφηγητής τελικά δεν επιδιώκει να ματαιώσει την έλευση του χειμώνα που τα πρωτοβρόχια προοιωνίζονται.

Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής μέσω της εξομολογητικής γραφής θέλει να κερδίσει την ελευθερία του νοηματοδοτώντας εκ νέου το παρελθόν. Παίρνει το μολύβι του για να ενώσει εκείνες τις στιγμές της παιδικότητας και να φτιάξει το πορτρέτο της δικής του ενήλικης πραγματικότητας. Γιατί μόνο τότε μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του.

Διαβάζοντας δεύτερη και τρίτη φορά «Τα πρωτοβρόχια» δεν μπόρεσα να αντισταθώ στα αγαπημένα διακειμενικά παιχνίδια του Σπύρου. Υπάρχουν δυο ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου που συνομιλούν απευθείας με «Τα πρωτοβρόχια» και γιατί όχι ίσως αποτελούν τη μήτρα που ασύνειδα τα γέννησε, η μήτρα του καθολικού ποιητικού λόγου.

«Τα παιδικά μας χρόνια» είναι το πρώτο: «Αν, όπως λένε, πατρίδα μας/ είναι τα παιδικά μας χρόνια/ τότε είναι μια πατρίδα/ που συνεχώς απομακρύνεται/ που μόνο σαν ανάμνηση/ όλο και πιο θαμπή μάς μένει./ Ίσως καλύτερα να ψάξουμε/ για μια πιο σταθερή πατρίδα».

Το δεύτερο είναι «Το χαμένο αφεντικό»: «Ψάχνω ακόμα και με την αφή/ τη μυρουδιά, το άκουσμα μιας λέξης/ να βρω αυτό που με είχε ορίσει/ στα περασμένα χρόνια/ όπως ένα σκυλί που έμεινε μονάχο/ ψάχνει να βρει το σπίτι/ του χαμένου αφεντικού του».

Ο συγγραφέας, στην πρώτη επίσημη εμφάνισή του στην τέχνη της πεζογραφίας, επιχειρεί να ταξιδέψει με τη βοήθεια της γραφής στο θαμπό αποτύπωμα της παιδικής πατρίδας κι εκεί να αναζητήσει τις λέξεις, τις μυρουδιές, τις αφές και τις εικόνες που όρισαν το κοσμοείδωλό του. Να φτιάξει από την αρχή το γενεαλογικό του δέντρο όπου ανήκει κι ο ίδιος και η μικρή του αδελφή, η Μάγδα. Τα υλικά της κατασκευής είναι απλά αλλά έχουν ποιητική φινέτσα (στη γλώσσα και στην πλοκή), κάτι σαν εκείνο το «Υπό φθινόπωρον» της Κικής Δημουλά, «όταν συμπίπτει/ να στέκουν τα φθινόπωρα/ στα δέντρα/ προς εποπτείαν των διαθέσεων».

Σπύρος Κιοσσές, «Τα πρωτοβρόχια», Νουβέλα/ Μεταίχμιο 2022